web analytics
ΕπικαιροΠολιτισμος

Ηλίας Καλλιώρας : Εύξεινος Πόντος, Έλληνες της Ρωσίας και Ουκρανικό

Ο Έλληνας γεωγράφος και ιστορικός Στράβων που κατάγονταν από την Αμάσεια του Πόντου αναφέρει πως κατά την αρχαιότητα η Μαύρη Θάλασσα συχνά αποκαλείτο απλά «Πόντος» (δηλαδή, η Θάλασσα). Ιστορικά, η ελληνική παράδοση αναφέρεται στη Μαύρη Θάλασσα ως Εύξεινος Πόντος ή ως Φιλόξενη Θάλασσα. Ο όρος αποτελεί ανάστροφο ευφημισμό που αντικατέστησε τον πρότερο όρο Άξεινος Πόντος ή Αφιλόξενη Θάλασσα, τον οποίο συναντάμε για πρώτη φορά στον Πίνδαρο στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.

Ο ιστορικός Στράβων πιστεύει πως η Μαύρη Θάλασσα αποκαλείτο αφιλόξενη προτού ξεκινήσει ο Ελληνικός αποικισμός, τόσο γιατί η διάπλευσή της ήταν δύσκολη όσο επίσης και γιατί οι ακτές της κατοικούνταν από άγριες και πολεμοχαρείς φυλές και πως το όνομα άλλαξε σε φιλόξενη κατά την χρονική περίοδο που οι κάτοικοι της αρχαίας Μιλήτου αποίκησαν αυτές τις γεωγραφικές εκτάσεις, μετατρέποντας την ευρύτερη περιοχή σε μέρος με Ελληνικό πολιτισμό, αξίες και παραδόσεις.

Η γη στο ανατολικό όριο της Μαύρης Θάλασσας και νότια του Καυκάσου, η Κολχίς ή Κολχίδα (σημερινή Γεωργία), σηματοδοτούσε για τους Έλληνες ένα από τα πρώτα όρια του αποικιακού τους χώρου. Η παρουσία Ελλήνων στην περιοχή του Πόντου χρονολογείται από την εποχή του Χαλκού, όταν Έλληνες θαλασσοπόροι αποτόλμησαν να εξερευνήσουν την επικίνδυνη θάλασσα του Εύξεινου Πόντου γύρω στα 1000 π.Χ., με πρώτη οργανωμένη αποστολή στην Κολχίδα αυτήν του Ιάσονα και των Αργοναυτών.

Το 800 π.Χ., οι προσωρινοί στην αρχή εμπορικοί σταθμοί, λιμάνια και περιοχές γίνονται διαχρονικά μόνιμα οικιστικά κέντρα των εποικιστών. Η ακμάζουσα τότε πόλη της Μιλήτου των Ιώνων στη Μικρά Ασία φέρεται ως η ιδρύτρια πολλών πόλεων στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Η Μίλητος ήταν η πρώτη πόλη που ιστορικά εγκαινίασε την αποικιακή πολιτική της στον Εύξεινο Πόντο ιδρύοντας τη Σινώπη. Στη συνέχεια η Σινώπη ίδρυσε το 756 π.Χ. την Τραπεζούντα, το Πτέριον, την Κύτωρο, κλπ.

Η οικιστική έκρηξη και η πολυσχιδής άνθηση των Ελληνικών πόλεων αποδεικνύεται από το γεγονός ότι υπάρχουν πάνω από 75 αποικίες στον Πόντο κατά τον 6ο αιώνα π.Χ., όπως είναι η Σινώπη, η Αμισός, η Τραπεζούντα, η Θεοδοσία, η Χερσόνησος, η Μεσημβρία, η Αγχίαλος, η Απολλωνία, κ.α. Από τον 5ο αιώνα π.Χ. η περιοχή της Κριμαίας ήταν ο κύριος προμηθευτής σιταριού της Αθήνας. Η εμπορική και στρατηγική σημασία που είχε για την αρχαία Αθήνα αυτή η περιοχή του Πόντου αποδεικνύεται και από την επίσκεψη του Περικλή το 453 π.Χ. Μέχρι το τέλος του 2ου αιώνα π.Χ. είχαν καταγραφεί από τους γεωγράφους της αρχαιότητας πάνω από 1500 Ελληνικές πόλεις στην ευρύτερη περιοχή του Πόντου.

Ο φιλόσοφος Διογένης ο Κυνικός, ο διασημότερος εκπρόσωπος της κυνικής σχολής στην αρχαιότητα, καταγόταν από την Σινώπη, με τον Ξενοφώντα, στο διάσημο έργο του «Κύρου Ανάβασις», το 401 π.Χ, να περιγράφει την πατροπαράδοτη φιλοξενία των Ελλήνων του Πόντου. Κατά την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου (356-323 π.Χ.) ως εξελληνισμένες περιοχές αναφέρονται τα Κόμανα, τα Κάβειρα, η Γαζίουρα και η Αμάσεια. Επί βασιλείας του Μιθριδάτη ΣΤ΄ Ευπάτωρ (120-63 π.Χ.), ο τέταρτος πόλεμος κατά των Ρωμαίων απέβη μοιραίος και ο Γναίος Πομπήιος (64 π.Χ.) κατέλαβε τη Σινώπη και τελευταία την Τραπεζούντα (63 π.Χ.). Από τον 1ο αιώνα π.Χ. η περιοχή του Εύξεινου Πόντου έγινε μια από τις διοικητικές περιφέρειες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Με την κατάλυση του κράτους της Ρωμανίας-Βυζαντίου από τους σταυροφόρους το 1204, οι αδελφοί Αλέξιος και Δαβίδ της δυναστείας των Κομνηνών ίδρυσαν στην περιοχή του Πόντου και της νότιας Κριμαίας ανεξάρτητο βασίλειο της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, γνωστό και ως «Αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών». Για 257 χρόνια, ο Πόντος γνώρισε μεγάλη οικονομική ευμάρεια, ανάπτυξη και πολιτιστική ακμή. Οι Μεγαλοκομνηνοί διατήρησαν την αυτοκρατορία τους ως το 1461, οκτώ χρόνια μετά την Άλωση της Βασιλεύσας Πόλης, οπότε υπέκυψε και ο Πόντος στους Οθωμανούς.

Σε ότι αφορά ειδικότερα τους Έλληνες της Ρωσίας, αυτοί ήταν αποικιστικά παρόντες στη σημερινή Νότια Ρωσία και κυρίως στην περιοχή της Κριμαίας από τον 6ο αιώνα π.Χ. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των ελληνικών μειονοτήτων της σημερινής Ρωσίας είναι απόγονοι μεσαιωνικών Ελλήνων προσφύγων, εποικιστών και εμπόρων από την αυτοκρατορία της Ρωμανίας-Βυζαντίου και τους Έλληνες από την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας των Μεγάλων Κομνηνών που εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Νότια Ρωσία και στον Νότιο Καύκασο.

Πολλές Ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν κοντά στα πορθμό του Κερτς, γνωστές τότε και ως ο «Κιμμέριος Βόσπορος», αφού οι πρώτοι κάτοικοι της Κριμαίας ήταν οι Κιμμέριοι. Το Κερτς, που ενώνει τον Εύξεινο Πόντο με την Θάλασσα του Αζόφ, ιδρύθηκε από Έλληνες Ίωνες αποίκους από την πόλη της Μιλήτου με την ονομασία Παντικάπαιον, που αποτελεί ιστορικά την πρώτη ελληνική αποικία στη νότια Ρωσία. Η Κριμαϊκή Χερσόνησος, που είναι γνωστή απλά και ως Κριμαία, στην κλασική αρχαιότητα και μέχρι την πρώιμη σύγχρονη περίοδο ήταν γνωστή Ταυρικὴ Χερσόνησος.

Οι Έλληνες ονόμασαν την περιοχή της Χερσονήσου της Κριμαίας σύμφωνα με την ονομασία των κατοίκων της που ήταν Ταύροι ή Ταυροσκύθες. Εξ ου και η Ταυρικὴ Χερσόνησος ή απλά Ταυρικὴ, με το «χερσόνησος» κυριολεκτικά να σημαίνει «πόδι». Άλλες αποικίες της πόλης της Μιλήτου στη πλευρά της Κριμαίας προς τον Κιμμέριο ή Κριμαϊκό Βόσπορο περιελάμβαναν τη Θεοδοσία, το Κιμμερικόν, τη Tυριτάκη και το Mυρμήκιον. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά τεκμήρια, η Θεοδοσία, η σημερινή Feodosia, ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.Χ.

Το Νυμφαίον, που βρισκόταν κοντά και νότια του Παντικάπαιου, ιδρύθηκε μεταξύ 580 και 560 π.Χ. από αποίκους της Σάμου η οποία ήταν σε αντιπαλότητα με τη Μίλητο. Οι Δωριείς από την Ηράκλεια την Ποντική στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας ίδρυσαν το λιμάνι της Χερσονήσου στη νοτιοδυτική Κριμαία έξω από τη σύγχρονη Σεβαστούπολη τον 5ο αιώνα π.Χ. Από Έλληνες ιδρύθηκε και η Κερκινίτιδα που αποτελεί την παλαιότερη αποικία στη βορειοδυτική Ταυρικὴ, η οποία βρίσκεται κοντά στη σημερινή Ευπατορία ή Kezlev, που είναι η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Κριμαίας μετά την Σεβαστούπολη, την Συμφερόπολη και το Κερτς.

Όπως ειπώθηκε, στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ., το Βασίλειο και τα διάφορα άλλα μέρη του Βοσπόρου έγιναν συνδεδεμένες διοικητικές ενότητες της ύστερης Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, εγκαινιάζοντας έτσι την εποχή της Ρωμαϊκής Κριμαίας κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, οι λαοί των ρωσικών εδαφών ήταν σε επαφή με τον ελληνικό πληθυσμό της Κριμαίας, η οποία υπάγονταν διοικητικά στην αυτοκρατορία της Ρωμανίας-Βυζαντίου, από την οποία περίλαμπρη Ρωμαίικη αυτοκρατορία υιοθετήθηκε η Ορθοδοξία και στη Ρωσία από τον Βλαδίμηρο Α΄ τον Μέγα.

Ο Βλαδίμηρος Α΄ ο Μέγας ήταν πρίγκιπας του Κιέβου και αρχηγός του κράτους των Ρως από το 980 έως το 1015. Το έτος 988 μ.Χ., ο Βλαδίμηρος Α’ προχώρησε σε μια επιλογή που του χάρισε το προσωνύμιο Μέγας: Ασπάστηκε και εισήγαγε στον λαό των Ρως την Ορθοδοξία από τη Ρωμανία-Βυζάντιο και ο ίδιος βαπτίσθηκε Ορθόδοξος Χριστιανός στη Χερσώνα της Κριμαίας. Οι δεσμοί της Ρωμανίας-Βυζαντίου με την Ρωσία επιβεβαιώθηκαν και διευρύνθηκαν έτι και με τον γάμο του Βλαδίμηρου Α΄ του Μέγα με την πριγκίπισσα Άννα, η οποία ήταν αδελφή του Αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου.

Με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 σημειώθηκε σημαντική έξοδος Ελλήνων κυρίως προς την ομόδοξη Ορθόδοξη Ρωσία. Μεταξύ της πτώσης της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας στους Οθωμανούς το 1461 και του δεύτερου Ρωσοτουρκικού πολέμου (1828-1829) υπήρξαν πολλά κύματα προσφύγων Ελληνοποντίων τόσο στη νότια Ρωσία όσο επίσης και στα νότια του Καυκάσου. Σημαντικό ρόλο στις σχέσεις Ελλήνων και Ρώσων έπαιξε εκείνη την εποχή και ο γάμος της Ελληνίδας πριγκίπισσας Σοφίας Παλαιολόγου, που ήταν ανιψιά του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, με τον τσάρο Ιβάν Γ’ της Ρωσίας (1462-1505), ο οποίος ίδρυσε μια ανεξάρτητη, κυρίαρχη, ισχυρότατη και ενωμένη Ρωσία και υπήρξε ιστορικά και ο πρώτος της τσάρος.

Οι σύγχρονοι κάτοικοι Έλληνες της γεωγραφικής περιοχής της Αζοφικής είναι κυρίως οι απόγονοι του Ποντιακού Ελληνικού πληθυσμού της Κριμαίας και του νότιου Καυκάσου. Ωστόσο, γενικότερα και συνολικά μιλώντας, οι περισσότεροι σύγχρονοι Έλληνες ολόκληρης της νότιας Ρωσίας είναι κυρίως απόγονοι Ελλήνων προσφύγων, εμπόρων και εποίκων κατά την χρονική διάρκεια της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όταν τότε οι χριστιανικοί λαοί, λόγω κυρίως διακρίσεων, κοινωνικών πιέσεων και διώξεων, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το έδαφός της.

Υπό την αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη Β’ τη Μεγάλη (1729-1796), οι ρωσικοί στρατοί έφτασαν στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και ακολούθησε η ίδρυση της πόλης της Οδησσού. Η αυτοκράτειρα Αικατερίνη διευκόλυνε με διοικητικές της αποφάσεις σημαντικά και ειδικώς την εγκατάσταση Ελλήνων και πολλές χιλιάδες από τους οποίους εγκαταστάθηκαν τότε στα νότια της Ρωσικής αυτοκρατορίας.

Το 1779, με την πνευματική καθοδήγηση του Μητροπολίτη και μετέπειτα Αγίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας Ιγνατίου, περίπου 31.000 Ορθόδοξοι Χριστιανοί (8 πόλεις και 66 χωριά), εκ των οποίων περίπου 20.000 Έλληνες, μεταφέρθηκαν από την Κριμαία στα παράλια της Αζοφικής και ίδρυσαν εκεί την πόλη της Μαριούπολης. Μεταξύ των ιδιαίτερων προνομίων που παραχώρησε η Μεγάλη Αικατερίνη ήταν και η αποκλειστική εγκατάσταση Ελλήνων στην περιοχή αυτή.

Μετά το έτος 1812, Έλληνες Πόντιοι εγκαταστάθηκαν ενεργά και συστηματικά και στη Ρωσική Υπερκαυκασία, δημιουργώντας ένα είδος διακριτής και υποεθνικής ομάδας που ονομαζόταν Έλληνες της Τσάλκας ή Ουρούμ, λέξη που προέρχεται από το «Ρουμ» που σημαίνει «Ρωμηός». Το 1989, στην περιοχή της Τσάλκας της νότιας Γεωργίας ζούσαν περίπου 50.000 Ρωμηοί.

Κατά τη διάρκεια του Ρωσικού πολέμου 1828-29 κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της ρωσικής κατοχής στην Θεοδοσιούπολη και την Αργυρούπολη, πολλές χιλιάδες Έλληνες Πόντιοι των ορεινών περιοχών της Ανατολικής πλευράς της Ανατολίας υποδέχτηκαν και συνεργάστηκαν με τον ρωσικό αυτοκρατορικό στρατό. Με την γενικότερη έννοια και αφού όλοι οι κάτοικοι της νότιας Ρωσίας και της περιοχής της Καυκασίας είναι ποντιακής καταγωγής, ανεξάρτητα από τη χώρα διαμονής, στις μέρες μας χρησιμοποιείται ευρέως ο όρος Έλληνες του Πόντου.

Κατά την περίοδο της κάποτε ΕΣΣΔ, για την πλειονότητα των ελληνόφωνων Ποντίων και των Αζοφικών και των λοιπών Ορθοδόξων Ελλήνων της νότιας Ρωσίας, η ρωσική γλώσσα έγινε μητρική τους γλώσσα, αν και στα σπίτια τους και στην κάθε ειδικότερη περιοχή τους οι εκπρόσωποι της παλαιότερης γενιάς διατήρησαν τις προγονικές γλώσσες και διαλέκτους των περιοχών καταγωγής τους, όπως είναι, λόγου χάρη, η ποντιακή διάλεκτος της ελληνικής γλώσσας και οι κριμαϊκές διάλεκτοι.

Πριν και δυο περίπου δεκαετίες μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του Λένιν το έτος 1917, οι Έλληνες της Ρωσίας ευημερούσαν σε όλα τα επίπεδα, τις πτυχές και τα κοινωνικά πλαίσια. Τα ελληνικά σχολεία, ο πολιτισμός, οι εφημερίδες και οι τέχνες άκμασαν σε μέρη όπου υπήρχε συγκέντρωση μεγάλου αριθμού Ελλήνων. Για παράδειγμα, ο αριθμός των ελληνικών σχολείων και διδακτηρίων αυξήθηκε από 33 το 1924 σε 140 το 1938. Και μάλιστα δε, εκείνη την χρονική περίοδο υπήρχε μια πολιτική τάση και μια συστηματική ορμή και κατεύθυνση για τη δημιουργία μιας αυτόνομης ελληνικής επικράτειας στη Ρωσία.

Εντούτοις, όμως, τα κοινωνικο-πολιτικά πράγματα άλλαξαν ραγδαία κατά τη δεκαετία του 1930, όταν ο Ιωσήφ Στάλιν συμπεριέλαβε και τους Έλληνες στις εθνοτικές ομάδες που απειλήθηκαν, διώχθηκαν και εν τέλει και εκτοπίστηκαν μαζικά. Και τα ακμάζοντα ελληνικά σχολεία και τα διδακτήρια έκλεισαν. Οι δημοσιεύσεις στα ελληνικά και ο Ελληνικός Τύπος απαγορεύτηκαν. Και μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού εκκενώθηκε δικτατορικά από τα σπίτια του και τις δουλειές του και στάλθηκε εξορία κυρίως στο Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν και τη Σιβηρία. Και ήταν επίσης πολλοί εκείνοι οι Έλληνες που φυλακίστηκαν και εκτελέστηκαν ως «εχθροί του λαού».

Μετά το θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν, το 1953, οι εξόριστοι Έλληνες είχαν περισσότερες ελευθερίες, κάποιοι από αυτούς επέστρεψαν στα παλιά τους σπίτια, όπου δυσκολεύτηκαν να διεκδικήσουν και να ανακτήσουν την κατασχεθείσα περιουσία τους. Πολλοί είχαν προβλήματα να φύγουν από τη Σιβηρία και την Κεντρική Ασία επειδή δεν είχαν τα απαραίτητα έγγραφα.

Σε αντίθεση με τις περισσότερες άλλες εθνοτικές ομάδες, η Σοβιετική Ένωση είχε αρνηθεί να αποδεχτεί τη σοβιετική εθνικότητα και δεν είχε δώσει ποτέ τα ελληνικά διαβατήρια. Σύμφωνα με την απογραφή του 1989, 358.068 Έλληνες ζούσαν στην ΕΣΣΔ, εκ των οποίων οι 91.699 Έλληνες ζούσαν ειδικά στη Ρωσία. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι Έλληνες της Ρωσίας μετανάστευσαν μαζικά προς την Μητέρα Ελλάδα και την Κύπρο.

Δυστυχώς, ο πόλεμος της Ρωσίας με την Ουκρανία είχε και συνεχίζει να έχει τρομακτικές και θανατηφόρες συνέπειες για τους Έλληνες των περιοχών του Ντονμπάς (περιφέρειες Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ) και της νότιας Ρωσίας γενικότερα. Δυστυχώς, και πάλι, που η Ελλάδα πρωτοστατεί στο θέμα της μεταφοράς και παράδοσης όπλων στο διάσημο πιόνι των Δυτικών που λέγεται Ζελένσκι και τα οποία Ελληνικά όπλα σκοτώνουν τους Έλληνες της Νότιας Ρωσίας. Η στάση της Ελλάδας στο Ουκρανικό θέμα, όταν τελειώσει ο σε εξέλιξη Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος, θα καταγραφεί από τους ιστορικούς του μέλλοντος ως μια στάση εθνοτικού όνειδους και εθνικής ανυποληψίας.

https://www.facebook.com/profile.php?id=100000270536476

ΗΛΙΑΣ Δ. ΚΑΛΛΙΩΡΑΣ, PhDΔιεθνολόγος Καθηγητής, ΣυγγραφέαςΠρώην Βουλευτής Φθιώτιδας

Πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *