Κρινιώ Καλογερίδου : Ο Παύλος Μελάς, η ”μακεδονική” γλώσσα και οι Έλληνες των Σκοπίων
Κάθε τέτοιες μέρες μετά την επέτειο της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας, ένιωθα ανέκαθεν την ανάγκη να ”γιορτάσω” στις τάξεις μου (την ώρα της Λογοτεχνίας) τη γέννηση ενός εθνικού ήρωα που τιμάται ιδιαίτερα στην Μακεδονία ως πρωτομάρτυρας στον αγώνα απελευθέρωσής της από τον τουρκικό ζυγό. Η αφορμή ήταν πάντα η ίδια: το συγκινητικό ποίημα του Κωστή Παλαμά που έχει τίτλο το όνομά του: ”Παύλος Μελάς”…
Μέσα στα τόσα ενθυμήματα του τόπου μας μια απ’ τις πιο πικρές ιστορίες είναι αυτή του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908), στη διάρκεια του οποίου Έλληνες πολίτες και στρατιωτικοί είχαν ανέβει στην Μακεδονία (με ψευδώνυμο οι πιο πολλοί) κηρύσσοντας ανένδοτο απέναντι στον Τούρκο κατακτητή και τους Βούλγαρους κομιτατζήδες οι οποίοι πάσχιζαν στο πλευρό του να εδραιώσουν την παρουσία τους κατά των Ελλήνων.
Σ’ εκείνα τα γεγονότα — που τα θυμάμαι περιστασιακά με αφορμή επετείους και ιστορικές συγκυρίες γύρω απ’ το ”Μακεδονικό” — ήρθε να προστεθεί (από κάποια χρονιά κι ύστερα) η πρώτη περιήγησή μου στη Δυτική Μακεδονία κατά τη διάρκεια εκπαιδευτικής εκδρομής, όπου συμμετείχα ως συνοδός μαθητών του σχολείου υπηρεσίας μου.
Ήταν μια εκδρομή-προσκύνημα στο εκκλησάκι των Ταξιαρχών, όπου είναι θαμμένο σε ταπεινό τάφο το σώμα του Παύλου Μελά, του ”Μίκη Ζέζα” του Μακεδονικού Αγώνα που γεννήθηκε την 29η Μαρτίου πριν από 154 χρόνια.
Σχεδόν ασυναίσθητα, ο νους μου πέταξε και φέτος στις συνθήκες εκτέλεσής του οι οποίες ήταν δραματικές, εφιαλτικές. Στις 13 Οκτωβρίου 1904 (ημέρα εκτέλεσής του από Βούλγαρους συνεργάτες των Τούρκων) είχαν στείλει οι τελευταίοι στρατιωτικό σώμα, για να πάρει τον νεκρό.
Την ίδια στιγμή ακριβώς, λέει μια μακεδονίτικη παράδοση, ο προεστός της Σιάτιστας Ντίνας – απεσταλμένος της ελληνικής πλευράς (πιθανώς του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη ή του οπλαρχηγού Κύρου) – βρήκε πρόχειρα θαμμένο τον Παύλο Μελά και, για να μην τον αναγνωρίσουν οι εχθροί, έκοψε το κεφάλι του κι αφού το τύλιξε και το έκρυψε βιαστικά, προσπάθησε να μεταφέρει το ακέφαλο σώμα έξω από την μικρή πόλη που έμοιαζε με χωριό τότε.
Τα κατάφερε, δεν τα κατάφερε, παραμένει άγνωστο. Για τον θάνατο, βλέπετε, του ηρωικού Μακεδονομάχου ακούγονται πολλές τέτοιες ιστορίες, μία από τις οποίες – ανεπιβεβαίωτη μέχρι σήμερα – στηρίζεται σε εφημερίδες της εποχής οι οποίες ανέφεραν ότι ο ήρωας πέθανε στα χέρια του φίλου του Γεώργιου Στρατινάκη λέγοντάς του πριν ξεψυχήσει τη φράση ”Βούλγαρος να μη μείνει (στη Μακεδονία)”.
Ποιος μπορεί όμως να τα βεβαιώσει όλα αυτά, όταν είχε στηθεί ελληνική διπλωματική επιχείρηση σε ”θολό τοπίο” πληροφόρησης, προκειμένου να μη γίνει γνωστή στους Οθωμανούς η ταυτότητα και το στρατιωτικό αξίωμα του νεκρού, για να μην οδηγηθεί η ελεύθερη και ανεξάρτητη απ’ το 1830 Ελλάδα (Πρωτόκολλο Λονδίνου ή Ανεξαρτησίας) σε διπλωματική κρίση με την Τουρκία; Ουδείς…
Το σίγουρο ωστόσο είναι ότι κάποια στιγμή η περιφερόμενη (”κυνηγημένη” ως λάφυρο από Τούρκους και Βούλγαρους) σορός του Παύλου Μελά βρήκε ανάπαυση στο εκκλησάκι των Ταξιαρχών στην Καστοριά, όπου θάφτηκε ως ”σώμα κάποιου Ζέζα”, ενώ το κεφάλι του μεταφέρθηκε στο Πισοδέρι της Φλώρινας, για να ταφεί μπροστά στην Ωραία Πύλη του ναού της Αγίας Παρασκευής.
Στην Καστοριά κατευθυνόμασταν, εντωμεταξύ, εμείς (οι της σχολικής εκδρομής από Θεσσαλονίκη) με ανοιξιάτικη συννεφιά, που ξέσπασε γρήγορα σε μπόρα όταν πλησιάζαμε στον προορισμό μας. Φτάσαμε στο εκκλησάκι των Ταξιαρχών ταλαιπωρημένοι απ’ την πολύωρη διαδρομή και πεινασμένοι. Αφήσαμε σε κάποια απόσταση τα λεωφορεία και κάναμε λαχανιασμένοι τον ποδαρόδρομο μέχρι την μικρή εκκλησία.
Παιδιά και καθηγητές, χωρισμένοι σε ομάδες, μπήκαμε με ιερή κατάνυξη για να ανάψουμε ένα κερί στη μνήμη του ήρωα. Ύστερα μαθητές και μαθήτριες σκόρπισαν σε κοντινές καφετέριες, αφού πέρασαν για ”προσκύνημα” πρώτα μπροστά απ’ το μνήμα του στον μικρό προαύλιο χώρο.
Έμεινα κάποια στιγμή μόνη, θυμάμαι, στον ταπεινό τάφο του. Γονάτισα και απόθεσα λίγα λουλούδια, αγριολούλουδα, που κρατούσαν ακόμα σα δάκρυα τις στάλες της πρωινής βροχής στα πέταλά τους.
Σαν σε ενόραση μαγική ζωντάνεψε, τότε, μπροστά μου η εικόνα της γυναίκας του, της Ναταλίας, που είχε κάνει την ίδια κίνηση μ’ εμένα – όπως είχα διαβάσει – όταν ήρθε να προσκυνήσει τον τάφο του άντρα της λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
”Παύλο, η Μακεδονία είναι πια ελληνική. Μπορείς να ησυχάσεις…”, φτάνει στ’ αυτιά μου απ’ το ιστορικό παρελθόν η ραγισμένη φωνή της.
Σηκώθηκα κι έκανα το σταυρό μου, έτοιμη να ψιθυρίσω μια προσευχή, αλλά – αντί γι’ αυτήν – ψέλλισα ασυναίσθητα την πρώτη στροφή απ’ το ποίημα του Παλαμά που μοιάζει με μοιρολόι:
”Σε κλαίει λαός.
Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
στον τόπο που σε πλάγιασε
το βόλι, ω παλικάρι!..”
Είχε περάσει η ώρα, εντωμεταξύ, και τα παιδιά – χορτασμένα από γύρισμα και παιχνίδι – έσπευδαν σε παρέες, με κλωνάρια και πρασινάδες στα χέρια τους, προς το μικρό μεζεδοπωλείο που εκτελούσε χρέη εστιατορίου. Κάποια απ’ αυτά ήρθαν να με πάρουν μαζί τους. Βούιζαν σαν μελίσσι τριγύρω μου και με παρέσυραν, χωρίς να το καταλάβω.
Καθίσαμε όλοι μαζί, καθηγητές και μαθητές, στο παραδοσιακό μαγειρείο που το κρατούσαν μάνα και κόρη, όπως πληροφορηθήκαμε. Ήταν εκεί μαγείρισσες από χρόνια και εξυπηρετούσαν τους Έλληνες εκδρομείς που έρχονταν σαν προσκυνητές επισκέπτες στον τάφο του ήρωα.
Με τη βοήθεια δυο-τριών εύσωμων μαθητών και αντίστοιχων καθηγητών μετακινήθηκαν τραπέζια και καρέκλες, έτσι ώστε να έρθουμε όλοι κοντά συντρώγοντας και συζητώντας. Μέχρι να ‘ρθει όμως το φαγητό, ο αρχηγός της εκδρομής και υποδιευθυντής του σχολείου μας Μανώλης Δουβατζής άρχισε να αφηγείται με χαμηλωμένη φωνή ένα μέρος της ζωής του ήρωα που ήταν θαμμένος λίγα μέτρα μακριά μας.
– Του άξιζε καλύτερος τάφος, ξεκίνησε να λέει. Ήταν γιος του ευπατρίδη Μιχάλη Μελά, άριστος εύελπις και αξιωματικός του Πυροβολικού. Ήταν η ψυχή του Αγώνα!.. Ήταν η σάλπιγγα που σήμανε τον ξεσηκωμό στη σκλαβωμένη Μακεδονία, όταν ανέβηκε εκεί το Καλοκαίρι του 1904 ως επικεφαλής σώματος 35 ντόπιων ανδρών, Μανιατών και Κρητών, για να αναλάβει την αρχηγία του Μακεδονικού Αγώνα κατά των Βούλγαρων κομιτατζήδων…
– Και ποιο ήταν αυτοί; Πώς βρέθηκαν στη Μακεδονία; ρώτησε ένας μαθητής της Πρώτης Λυκείου, που έδειχνε συνεπαρμένος από την αφήγηση.
– Οι κομιτατζήδες ήταν αντάρτες άγριοι κι απολίτιστοι, με στρατιωτικούς αρχηγούς από τη Βουλγαρία. Είχαν γίνει από ορθόδοξοι Εξαρχικοί και υπηρετούσαν τους σκοπούς της Βουλγαρίας στο θέμα της Μακεδονίας, σε βάρος μας. Κατέβαιναν σε συμμορίες στα μέρη μας, στη λίμνη των Γιαννιτσών. Κρύβονταν μέσα στις καλαμιές την ημέρα, νιώθοντας μεγάλη ασφάλεια εκεί, γιατί ο τόπος ήταν πυκνόφυτος, απλησίαστος και απόρθητος ένα γύρο. Περίμεναν στα κρυφά να πέσει το βράδυ και να επιχειρήσουν μέσα στη νύχτα αιφνιδιαστικά με στόχο την μικρή και μεγάλη Κούγκα, όπου είχε την έδρα του το μικρό ”στρατηγείο” των Ελλήνων ανταρτών…
– Και μόνο μ’ αυτούς πολεμούσε ο Παύλος Μελάς; Μόνο με τους άντρες που είπατε ότι είχε μαζί του; ρώτησε απορημένος ένας μαθητής της Δευτέρας.
– Όχι, βέβαια, του απάντησε ο συνάδελφος υποδιευθυντής. Ήρθαν και άλλοι πολλοί να συνδράμουν στην απελευθέρωση της Μακεδονίας από την Νότια Ελλάδα, την Νησιωτική, και την Κύπρο. Οι περισσότεροι από τους δικούς μας ήταν Ευέλπιδες αξιωματικοί σαν τον Παύλο Μελά, με ψεύτικα ονόματα, συνθηματικά. Συνεπικουρούνταν όμως κι από απλούς πολίτες, πατριώτες των γύρω περιοχών, ως επί το πλείστον, που ήταν οι περισσότεροι οδηγοί τους στις πλάβες και τους γλίτωναν απ’ τις παγίδες του βάλτου στις πορείες τους προς ή από τις μικρές και μεγάλες Καλύβες της Κούγκας, όπου ήταν το θέατρο των συγκρούσεων μεταξύ εκείνων και των Βούλγαρων κομιτατζήδων…
– Και πώς έγινε και τον έπιασαν τον Παύλο Μελά; τον έκοψε ανυπόμονος ο Γυμναστής, γιατί βιαζόταν να βγει να ελέγξει τους μαθητές που δεν είχαν έρθει για φαγητό και τριγυρνούσαν ακόμα άσκοπα έξω.
– Τον κάρφωσαν οι Βούλγαροι στους Τούρκους τον Οκτώβριο του 1904. Ήταν εδώ στη Σιάτιστα, όταν τον πρόδωσαν οι άντρες του Μήτρου Βλάχου. Από τη μια στιγμή στην άλλη ο ήρωας βρέθηκε περικυκλωμένος από τους Τούρκους κι έπειτα από δίωρη μάχη, άφησε την κρυψώνα του για να τους επιτεθεί. Μα δεν πρόλαβε, δυστυχώς!.. Τον σκότωσαν οι Βούλγαροι συνεργοί τους.
– Ααα!.., έκαναν τα παιδιά λυπημένα.
– Σσσ…, πάνε αυτά, πέρασαν, έγιναν ιστορία…, τους παρηγόρησε ο υποδιευθυντής πιέζοντας τον εαυτό του να χαμογελάσει και να τους αλλάξει διάθεση.
Μα δε χρειάστηκε να επιμείνει, γιατί αυτή άλλαξε στη στιγμή με το που άρχισαν να έρχονται τα πιάτα με τα φαγητά ατμίζοντα και μοσχοβολισμένα!..
– Κλώς ορίστ’!.. Κλώς τα πδιγιά μς με τς καθγτές τς!.. Κλως μς ήρθτε!.. Σας περμένμ!… είπε η μάνα χαμογελαστή κρατώντας ψηλά τα πιάτα με την ψαρόσουπα, που άχνιζε ακόμα τη βράση της χύτρας.
– Σας περιμέναμ’ πιο νρίς, κοντεύν’ απόγμα…, πρόσθεσε η κόρη από πίσω της με τους μεζέδες στα χέρια.
– Ναι, σας περμένμ ώρς τώρ, να ρθήτ’ να φατ’… Ξεκνίστ’, φαίντε αργά και φτάστε καθυστερμεν’ εδωνά, έδωσε τη δική της εξήγηση η μάνα σερβίροντας πρώτα τους μαθητές, μετά το νεύμα που της κάναμε.
Χαμογέλασα με μικρό αναστεναγμό φέρνοντας στη μνήμη μου την ”κουλακιώτικη” προφορά των ψαράδων της λίμνης των Γιαννιτσών, που ”έτρωγε τα φωνήεντα” απ’ τις λέξεις τους, όπως έλεγε η Πηνελόπη Δέλτα (βλ. Στα μυστικά του Βάλτου”).
Έσκυψα αφηρημένη πάνω στο πιάτο μου, που μόλις είχε σερβιριστεί και μοσχοβολούσε. Το φαγητό φαινόταν θαυμάσιο και ήμουν έτοιμη να το δοκιμάσω, όμως ένιωσα ένα βλέμμα πάνω μου και σήκωσα το κεφάλι απορημένη.
– Έτσι μιλούσαν στον κάμπο του Ρουμλουκιού, νότια της λίμνης των Γιαννιτσών, μου είπε ο φιλόλογος υποδιευθυντής μαντεύοντας τις σκέψεις μου. Τώρα τη γλώσσα αυτή την ακούμε μόνο από υπέργηρους στα ψαροχώρια στις Πρέσπες και, πού και πού, σ’ άλλα χωριά της Μακεδονίας που έχουν πάρε-δώσε στα σύνορα με τους βόρειους γείτονες οι οποίοι δεν έπαψαν να την εποφθαλμιούν…
– Αν είναι αυτά τα ”Μακεδονικά” της Πηνελόπης Δέλτα, είναι καθαρά ελληνικά σε διάλεκτο βλάχικη…, είπα ξαφνιασμένη. Δεν ξέρω, αλήθεια, γιατί τα απέδωσε σε ”κράμα βαλκανικών εθνοτήτων” η ίδια…
– Έχεις δίκιο, ακούμε ελληνική διάλεκτο αυτήν τη στιγμή. Τότε όμως, στα χρόνια της σκλαβωμένης Μακεδονίας μας, μπαινόβγαιναν σ’ αυτήν όλες οι φυλές του Ισραήλ: Τούρκοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Σέρβοι, Αλβανοί…, που συναλλάσσονταν με τους σκλαβωμένους Έλληνες Μακεδόνες. Επόμενο ήταν, λοιπόν, οι τελευταίοι να μπολιάσουν τη γλώσσα τους με στοιχεία ανάκατα από τούρκικες και σλαβικές λέξεις…
– Τώρα που το λες, του είπα, κάτι παρόμοιο θυμάμαι να γράφει και ο Στρατής Μυριβήλης στη ”Ζωή εν Τάφω”. Μιλώντας για τα Μακεδονίτικα των ντόπιων, τα χαρακτηρίζει ”γλυκό ιδίωμα” σαν κράμα από ”ρωμέικα, σλαβικά και τούρκικα στοιχεία”…
– Αυτό το παθαίνουν όλοι οι λαοί, ξέρεις, που ήταν για χρόνια υπό τον ζυγό κατακτητών και μπόλιασαν στη γλώσσα τους στοιχεία της γλώσσας εκείνων, για να μπορούν να συνεννοηθούν…, παρατήρησε μειδιώντας ο υποδιευθυντής και συνέχισε. Απ’ το 1912-’13 όμως και ύστερα, μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας στους Βαλκανικούς Πολέμους, μπήκε το ”νερό στ’ αυλάκι” και η γλώσσα των ντόπιων στα σύνορα μπήκε στο μητρικό της καλούπι, το ελληνικό αρχέτυπο.
– Έτσι κι αλλιώς διαφοροποιείται η Σερβοβουλγαρική των Σκοπίων απ’ τη Σλαβομακεδονική διάλεκτο που μιλιόταν από κάποιους δικούς μας στα χωριά των βορείων συνόρων μας…, είπα σκεφτική.
– Ασφαλώς, γιατί η πρώτη είναι καθαρά βουλγαρική, που εκσερβίστηκε εσκεμμένα από τον Τίτο το ’44, για να παρουσιαστεί ως ”Μακεδονική” και να τον εξυπηρετήσει μελλοντικά στα αλυτρωτικά σχέδιά του, είπε ο Δουβατζής.
– Τη ”Συμφωνία” της 8ης Αυγούστου του 1944 ανάμεσα στα Κ.Κ Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας στο Μοναστήρι εννοείς; Τότε δεν ήταν που ανακηρύχθηκε η ”Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας”;
– Ναι, τότε ήταν!.. Μπράβο που το θυμάσαι!.. Κάποιος Πολυχρονίτσκι την ανακήρυξε, αν θυμάμαι καλά. Ε, από εκείνη την καταραμένη μέρα της ανακήρυξής της η προπαγάνδα δεν έχει τέλος.
– Έχεις δίκιο, αν και η επίσημη επικύρωση εκείνης της ”Συμφωνίας”, που μας δημιουργεί τόσα πολλά προβλήματα, έγινε τον Οκτώβριο του ’45, στη Β’ Εθνοσυνέλευση του Γιουγκοσλαβικού Κ.Κ. Τα ξέρω καλά, Μανώλη, αυτά, γιατί τα είχα στην πτυχιακή εργασία μου…, του εξήγησα χαμογελώντας.
– Ε, αφού τα ξέρεις αυτά, είπε με ευχάριστο ξάφνιασμα, μπορείς να θυμηθείς τότε ότι με την ίδρυση του νέου κράτους στα Σκόπια ο Τίτο εκφώνησε λόγο αποκαλύπτοντας τις προθέσεις και διαθέσεις του για το ”Μακεδονικό ζήτημα”, όπως το έλεγε. Απ’ όσα διάβασα για το γεγονός αυτό, ένα πράγμα συγκράτησα και δεν πρόκειται να ξεχάσω. Είναι μια αποστροφή του λόγου του Τίτο που τα λέει όλα γι’ αυτά που περνάμε:
”… Σήμερα υπάρχουν Μακεδόνες έξω από την Μακεδονία. Αυτοί είναι στη ”Μακεδονία του Αιγαίου” (ενν. την ελληνική) και σε εκείνην του ”Πιρίν” (ενν. τη Βουλγαρική). Εμείς πιστεύουμε ότι θα ενωθούν με εμάς στην Ομόσπονδη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία!..”
– Όπως βλέπεις, Κρινιώ, συνέχισε ο υποδιευθυντής, είχε τεθεί ξεκάθαρα ως λύση του Μακεδονικού ζητήματος η ενοποίηση των Μακεδονιών ”Βαρδαρίας”, ”Αιγαίου” και ”Πιρίν” σε ομόσπονδο κράτος μέσα στην Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία!.. Ωστόσο όλα αυτά τα σχέδια τινάχτηκαν στον αέρα τον Ιούνιο του 1948, όταν στην Κομινφόρμ (τη συνδιάσκεψη ευρωπαϊκών κομμάτων, που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του ’47) βγήκε ψήφισμα που αποκήρυξε τον Τίτο και, με την ευκαιρία αυτή, εκδιώχθηκαν οι προπαγανδιστές του οι οποίοι προέρχονταν απ’ την ”Μακεδονία του Βαρδάρη”…
– Πάντως απ’ το 1950 και ύστερα διαφοροποιήθηκε η στάση της Γιουγκοσλαβίας στο ”Μακεδονικό”…, είπα ήσυχα. Η κεντρική κυβέρνηση του Βελιγραδίου δεν ήθελε ούτε καν να το αναφέρει, σε αντίθεση με την κυβέρνηση των Σκοπίων που άρχισε να ενορχηστρώνει από τότε την προπαγάνδα της εναντίον της Μακεδονίας μας με βάση την αδιαλλαξία στην εξωτερική πολιτική της…
– Έχεις δίκιο, παραδέχτηκε ο Μανώλης Δουβατζής. Έτσι εξηγείται γιατί κυριαρχεί μέχρι σήμερα στους εθνικιστικούς κύκλους εκεί το σύνθημα του Λάζαρου Κολισέφσκι (Γενικού Γραμματέα του Κ.Κ Σκοπίων) ”Δε θα ησυχάσουμε, αν δεν ενσωματώσουμε τους αλύτρωτους αδελφούς μας της ‘Μακεδονίας του Αιγαίου’…”, είπε με βαθύ αναστεναγμό ο συνομιλητής μου κουνώντας με νόημα το κεφάλι του.
– Κάτι παρόμοιο, συμπλήρωσα, με εκείνο που είπε ο πρώην Βουλγαρικής καταγωγής βουλευτής του ”Εθνικού Ομοσπονδιακού Κόμματος” Ντιμίτρι Βλάχωφ: ”Ο αλυτρωτισμός παραμένει το υπ’ αριθμόν ένα μας μέλημα”…
– Με μυθεύματα και πλαστογραφίες διεκδικούν την πατρίδα μας και εμείς μονίμως υποχωρούμε, αντί ν’ απαντήσουμε με ανάδειξη της ξεχασμένης ελληνικής μειονότητας των Σκοπίων…, είπε με λυγισμένη φωνή ο υποδιευθυντής.
– Ααα!.. Λες για τους 300.000, περίπου, βλαχόφωνους Έλληνες! αναφώνησα με σκίρτημα στην καρδιά.
– Ναι γι’ αυτούς λέω, αλλά πρέπει να είναι πολύ περισσότεροι αριθμητικά, για να μη πω διπλάσιοι, αφού ο αριθμός που λες στηρίζεται σε βουλγαρικά δεδομένα, τα οποία δεν είναι και τα πιο φερέγγυα…
– Ο Κίρο Γκλιγκόροφ είχε μιλήσει όμως για 100.000, σε συνέντευξή του σε τοπική εφημερίδα…, μουρμούρισα.
– Ναι, γιατί κρύβουν την αλήθεια όλοι τους. Κι αυτή έχει να κάνει με το γεγονός ότι, στη μόνη επίσημη απογραφή μετά την πτώση του κομμουνισμού, η κυβέρνηση των Σκοπίων είχε απαγορεύσει στους πολίτες της να δηλώσουν ”Έλληνες” ή ”Βούλγαροι”. Καταλαβαίνεις γιατί…
– Κι εμείς τι κάναμε για τους δικούς μας εκεί; Τίποτα…, έκανα απογοητευμένη.
– Η μόνη που έδειξε να ασχολείται μ’ αυτούς ήταν η Βιργινία Τσουδερού, που ταξίδεψε αρκετές φορές στην ΠΓΔΜ, ως υφυπουργός Εξωτερικών (βλ, κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη) έχοντας στην αποστολή της καθηγητές και επιστήμονες, που ήξεραν τα προβλήματα των Ελλήνων της ”μειονότητας”, είπε συνοφρυωμένος ο υποδιευθυντής.
– Έχω ακούσει ότι πολλοί Έλληνες των Σκοπίων λειτουργούν ανέκαθεν υπό το κράτος του φόβου στους τόπους εγκατάστασής τους, τον πληροφόρησα με συγκρατημένη οργή, γιατί τους ασκείται αφόρητη πνευματική τρομοκρατία προκειμένου να απαρνηθούν τις ρίζες, την ταυτότητα, την πίστη τους. Τους ζητείται, επίσης. να γίνουν δηλωσίες. Να αποδεχτούν ότι ”δεν υπήρξαν ποτέ Έλληνες αλλά Σλαβομακεδόνες”… Τώρα μάλιστα που το σκέφτομαι, μπορώ να καταλάβω τα λόγια του Μυριβήλη γι’ αυτούς στη ”Ζωή εν Τάφω”, τα οποία κάποτε τα θεωρούσα υπερβολικά:
”… Μιλάνε ψιθυριστά, περπατάνε τρομαγμένα…”
– Έτσι είναι και να φανταστείς ότι σ’ όλους αυτούς το κράτος μας είχε απαγορευτικό διέλευσης των συνόρων ως δακτυλοδεικτουμενα τέκνα των κομμουνιστών που έφυγαν το ’49…, είπε ο υποδιευθυντής και συμπλήρωσε με βραχνιασμένη φωνή. Ευτυχώς το ’92 άνοιξαν τα σύνορα και μπόρεσαν πολλοί απ’ αυτούς να έρθουν στην Ελλάδα, για να πάρουν την ιθαγένεια απ’ το Υπουργείο Εξωτερικών…
– Δυστυχώς το καθεστώς Τίτο όχι μόνο ”μακεδονοποίησε” τον σλαβικό πληθυσμό, αλλά – επειδή δεν ήθελε Έλληνες στα πόδια του – τους βάφτιζε ”Αιγαιάτες Μακεδόνες” ή ”Βλάχους”, για να τους διακρίνει από τους Έλληνες ως δήθεν ξεχωριστό έθνος…, κατέληξα αποθαρρυμένη.
– Ο εκσλαβισμός των Ελλήνων – με επίκεντρο το Μοναστήρι, την Τζουμαγιά, τον Πρίλαπο (Περλεπέ), τη Γευγελή, το Πέχτσεβο, το Κρίτσοβο, περιοχές με γηγενείς ελληνόφωνους και βλαχόφωνους (Σαρακατσάνους) πολιτικούς πρόσφυγες της εποχής του ελληνικού Εμφυλίου 1946-’49) – επιβλήθηκε από τα σχολεία μέχρι τα σωματεία, την κοινωνία και τη δημόσια διοίκηση, για να φτάσουμε στην εποχή της ανεξαρτητοποίησης της ΠΓΔΜ (1991)…, είπε ο υποδιευθυντής κουρασμένα.
Ανακάθισε στην καρέκλα του κουνώντας περίλυπος το κεφάλι. Έκανα ένα γύρο με το βλέμμα μου αφηρημένα νιώθοντας να μας κοιτάζουν περίεργα, γιατί – απορροφημένοι από τη συζήτηση καθώς ήμασταν – τους είχαμε ξεχάσει. Στα τραπέζια των καθηγητών και των μαθητών είχαν αδειάσει ήδη όλοι τα πιάτα τους και πέρασαν στο απογευματινό γλυκό, που τους το πρόσφερε ως ”δώρο” το κατάστημα.
Έσκυψα με αμηχανία στο άθικτο δικό μου. Η ψαρόσουπα είχε κρυώσει δημιουργώντας μια κρούστα λίπους πάνω της. Το ίδιο πρόβλημα διαπίστωσα και στο πιάτο του υποδιευθυντή μου. Η ιδιοκτήτρια και μαγείρισσα, σαν να κατάλαβε τη σκέψη μου απ’ το ύφος που είχα, πήρε την κρύα ψαρόσουπα από μπροστά μας και μας έφερε αχνιστή και μοσχοβολιστή απ’ τη χύτρα.
Τη φάγαμε πεινασμένοι στα γρήγορα, γιατί είχε περάσει η ώρα. Ευχαριστήσαμε τις δυο γυναίκες του παραδοσιακού μαγειρείου κι αφού πληρώσαμε βιαστικά το ποσό που μας αναλογούσε, ακολουθήσαμε τους συναδέλφους μας στην πλατεία, όπου περίμεναν τα λεωφορεία για να μας πάνε στην πόλη της Καστοριάς.
Οι μαθητές είχαν αρχίσει ήδη να συγκεντρώνονται γύρω απ’ αυτά, καθώς έφτασε η ώρα της αναχώρησης. Πλησίασα τον υποδιευθυντή, που έλεγχε με τον Γυμναστή τους παρόντες, και του είπα σιβυλλικά την τελευταία μου σκέψη πάνω στην κουβέντα που είχαμε ξεκινήσει για τους ”εγκλωβισμένους” Έλληνες των Σκοπίων.
– Ίσως θα έπρεπε, αντί να κυνηγάμε επί ματαίω να κόψουμε τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας στη σκοπιανή προπαγάνδα, να απαντήσουμε θετικά στις εκκλήσεις των ξεχασμένων ομοεθνών μας στα Σκόπια, οι οποίοι ζητούν από χρόνια να αναγνωριστούν…
– Έτσι λέω κι εγώ, συμφώνησε ο υποδιευθυντής, αλλά ποιος πολιτικός θα βρεθεί για να διεκδικήσει την αναγνώρισή τους σαν μειονότητα; Είναι δυνατόν ποτέ οι ψοφοδεείς να γίνουν λιοντάρια;
Κούνησα το κεφάλι μελαγχολικά και κατευθύνθηκα προς τους μαθητές μου που με καλούσαν ανυπόμονοι απ’ τα παράθυρα του λεωφορείου, για να ξεκινήσουμε…