web analytics
ΕπικαιροΟρθοδοξια

«Μιὰ βασικὴ διαφορὰ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὶς Θρησκεῖες, ποὺ ἀφορᾶ στὴ σωτηρία μας, κατὰ τὸν Καθηγητὴ π. Ἰω. Ρωμανίδη»

Γράφει ὁ Ἡρακλῆς Ρεράκης, Καθηγητὴς ΑΠΘ, 

Πρόεδρος τῆς Πανελληνίου Ἑνώσεως Θεολόγων 

Πολλὲς φορές, παρακολουθῶντας τὶς θέσεις καί τις ἀπόψεις, ποὺ ἐκφράζονται ἀπὸ κάποιους παράγοντες τοῦ Τύπου ἢ ἐκπροσώπους διαφόρων φορέων, γιὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα, διαπιστώνουμε ὅτι οἱ πλεῖστοι ἀπὸ αὐτοὺς δὲν γνωρίζουν τὸν πραγματικὸ ρόλο τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν κατανοοῦν ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴ φύση της ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς της, ἡ Ἐκκλησία εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε «Θρησκεία» ἢ «Θρησκεῖες». 

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καλεῖ τοὺς πιστούς της στη μόνη Ὁδό, στὴν μόνη Ζωὴ καὶ στη μόνη Ἀλήθεια, ποὺ εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ποὺ ἀποτελεῖ τὸν μοναδικὸ τρόπο ζωῆς γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀνθρώπων. Ὄντως ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρίᾳ τῶν ἀνθρώπων δὲν ἔρχεται διὰ Μαγείας στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ μέσῳ τῆς Ἀσκήσεως καὶ τῆς Καθάρσεως, δηλαδή, μέσῳ τῆς θεραπείας… τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τα πάθη, ἔργο, ποὺ ἔχει ἀναλάβει καὶ διακονεῖ ἡ Ἐκκλησία. 

Ἡ θρησκεία, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, εἶναι πανανθρώπινο φαινόμενο, καθὼς δὲν ὑπάρχει λαὸς ἢ ἔθνος, ποὺ νὰ μὴν πιστεύει σὲ κάποιον Θεό, δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ποὺ νὰ μὴν πιστεύει κάπου, ἀκόμα καὶ ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι πνευματικό, ἀλλὰ κάτι ὑλικό, φθαρτὸ καὶ γήινο. 

Ἀπὸ τὶς πρῶτες ἀναζητήσεις τῶν ἀνθρώπων ἦταν ὁ Θεὸς ἢ οἱ Θεοί, ἄλλοτε, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν προσωπικὲς καταστάσεις τῆς ζωῆς τους καί, ἄλλοτε, γιὰ νὰ ἑρμηνεύσουν, γενικότερα, κοσμοθεωρητικὰ θέματα. 

Ἡ ὀρθοδοξία, ὅμως, ὅπως διδάσκει ὁ Καθηγητής μας, Μακαριστὸς π. Ἰω. Ρωμανίδης, «ξεχωρίζει ἀπό τις Θρησκεῖες, ἀπὸ ἕνα μοναδικὸ φαινόμενο, ποὺ δὲν ὑπάρχει σ’ αὐτές, τὸ ἀνθρωπολογικὸ καὶ θεραπευτικό», διότι ἡ Ὀρθοδοξία, προσφέρει μιὰ ἀγωγή, ποὺ θεραπεύει τὴν ἀνθρώπινη προσωπικότητα. 

Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ποὺ στοχεύει στὴν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ λύτρωση τῶν ἀνθρώπων. Πρὸς τοῦτο, δὲν ἔχει, σὰν κύρια μέριμνά της, τὴν προετοιμασία τῶν μελῶν της γιὰ τὴν μετὰ θάνατον ζωή, γιὰ νὰ τοὺς ἐξασφαλίσει, δηλαδή, μιὰ θέση στὸν Παράδεισο. 

Ὑπάρχει, βέβαια, μιὰ μερίδα πιστῶν, ποὺ «ἔχουν συσχετίσει την Ὀρθοδοξία, ἀποκλειστικά, μὲ τὴν αἰώνια ζωή. Καὶ αὐτοὶ δὲν κάνουν καὶ πολλὰ πράγματα σ’ αὐτήν την ζωή, ἀλλὰ περιμένουν νὰ πεθάνουν, γιὰ νὰ πᾶνε στὸν Παράδεισο». 

Μιὰ ἄλλη μερίδα πιστῶν, ἐπίσης, ἐνδιαφέρονται, ὄχι γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, ἀλλὰ κυρίως, γι’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωή. Δηλαδή, γιὰ τὸ πῶς θὰ τοὺς βοηθήσει ἡ Ὀρθοδοξία νὰ ζήσουν καλὰ σ’ αὐτήν τη ζωή…, νὰ μὴν ἀρρωσταίνουν, νὰ ἀποκαθίστανται τὰ παιδιά τους, νὰ πηγαίνουν καλὰ οἱ δουλειές τους, ὁπότε, αὐτοὶ οἱ Χριστιανοὶ δὲν διαφέρουν, κατὰ πολύ, ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τῶν Θρησκειῶν». 

Καὶ αὐτό, καθώς, κατὰ παρόμοιο τρόπο, κάποιες Θρησκεῖες ἐνδιαφέρονται γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ζοῦν σὲ αὐτὴν τὴ ζωή, «ὥστε νὰ μποροῦν νὰ ἀντιμετωπίζουν τὶς ἀσθένειες, τὶς θλίψεις, τὶς στεναχώριες, τὶς καταστροφές, τους πολέμους, δηλαδή, νὰ καλοῦν τοὺς Θεούς τους νὰ τὰ τακτοποιοῦν ὅλα, κατὰ τὶς ἀνάγκες ἢ τὶς ἐπιθυμίες τους. Παράλληλα, ἐπίσης, θέλουν τοὺς Θεοὺς βοηθούς, γιὰ νὰ φροντίζουν καὶ γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή, ὥστε νὰ ἐπικρατήσει ἡ δικαιοσύνη καὶ νὰ ἐπανέλθει ἡ ψυχή τους στὴν εὐδαιμονία. 

Θρησκεία, γιὰ τὸν Καθηγητὴ π. Ἰω. Ρωμανίδη, σημαίνει δεισιδαιμονία. Ὁ Θρησκευόμενος, δηλαδή, «καταφεύγει στὴ θρησκεία εἴτε γιὰ βοήθεια, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀνταπεξέλθει στὶς δυσκολίες του, στὸν κόσμο αὐτόν, εἴτε ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, εἴτε ἀπὸ φτώχεια, εἴτε ἀπὸ ψυχολογικὴ ἀνασφάλεια». 

Στὸ πλαίσιο αὐτὸ κάποιες Θρησκεῖες συνδέονται στενὰ μὲ τὴ Μαγεία, ὡς ἐξευμένιση τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ Δεισιδαιμονία, ὡς ταύτιση τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν κτίση καὶ μὲ τὸν Μυστικισμό, ὡς ἐπαναφορὰ τῆς ἀθάνατης ψυχῆς στὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐξέπεσε. 

Καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς περιπτώσεις (Μαγεία, Δεισιδαιμονία, Μυστικισμός), κατὰ τὸν π. Ἰω. Ρωμανίδη, «συνιστοῦν πνευματικὴ ἀσθένεια, ἀφοῦ εἶναι πίστη σὲ ἕναν ἀνύπαρκτο Θεό. Ἡ Ὀρθοδοξία γνωρίζει καλῶς τὴ νόσο τῆς θρησκείας καὶ τὸν Ἰατρὸ πού τη θεραπεύει, δηλαδή, τὸν Κύριο τῆς Δόξης, τὸν Ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν». 

Ἐκεῖνος, θεράπευσε τὴ νόσο αὐτὴ στοὺς φίλους καὶ πιστούς Του, πρὸ τῆς Ἐνσαρκώσεώς Του καὶ συνεχίζει, ὡς Θεάνθρωπος, νὰ τὴν θεραπεύει καὶ νὰ ἁγιάζει τὰ μέλη της, μὲ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα του στὴν Ἐκκλησία Του. 

Μάλιστα, ὁ π. Ἰω. Ρωμανίδης τονίζει, ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς, ὅτι οἱ ὀπαδοὶ τῶν Θρησκειῶν χαρακτηρίζονται ἀπὸ τοὺς Πατέρες, ὡς ἄθεοι, γιατί πιστεύουν καὶ λατρεύουν ἕναν Θεό, προϊὸν τῆς διάνοιας ἢ τῆς φαντασίας τους, ποὺ δὲν ὑπάρχει στὴν πραγματικότητα. 

Οἱ Χριστιανοὶ διδάσκονται καὶ βοηθοῦνται ἀπὸ τὸν Χριστό, νὰ ἀποβάλουν τὴ Μαγεία, τὴ Δεισιδαιμονία, τὸν Μυστικισμό, νὰ ἀρνηθοῦν, συνεπῶς, τὰ εἴδωλα καὶ τὴ λατρεία τους καὶ νὰ μετέχουν στὴν Ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. 

Ὄντως, οἱ πιστοὶ τῶν Θρησκειῶν φαίνεται ὅτι δὲν διαφέρουν ἀπὸ τοὺς ἄθεους, διότι καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δέ, ἐν γνώσει ἢ ἐν ἀγνοίᾳ τους, πιστεύουν σ’ ἕναν ἀνύπαρκτο Θεό. 

Ἑπομένως, ὅταν μιλᾶμε γιὰ πίστη τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεό, ἐννοοῦμε τὴν πίστη στὸν ἀληθινὸ καὶ πραγματικὸ καὶ ὄχι στὸν φανταστικὸ Θεό. 

Στὴν Ὀρθοδοξία, ὡστόσο, ὁ Ἐνανθρωπήσας Θεὸς καὶ Θεάνθρωπος εἶναι Ἐκεῖνος, πού, συνέδεσε, στὸ ἴδιο τὸ Σῶμα του, τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὸν ἀληθινὸ Ἄνθρωπο καὶ προσδιόρισε, μὲ τὴ διδασκαλία Του, τὸ περιεχόμενο τῆς ἀληθινῆς καὶ συγκεκριμένης ἀποκαλυπτικῆς πίστεως τῶν πιστῶν. 

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐπίσης, εἶναι Ἐκεῖνο, ποὺ τὴ χορηγεῖ, χαρισματικά, ὡς προσωπικὴ Πεντηκοστή, ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματικὴ καθαρότητα καὶ δεκτικότητα ἑκάστου καὶ ἡ ὁποία ἐπικεντρώνεται σὲ τρία στάδια θεραπευτικῆς ἀγωγῆς: Στὴν κάθαρση, στὸν Φωτισμὸ καὶ στὴ Θέωση. 

Κατὰ τὸν Καθηγητὴ π. Ἰω. Ρωμανίδη, μάλιστα, «οἱ Ἅγιοι Πατέρες της Ἐκκλησίας, δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸ τί θὰ συμβεῖ στὸν ἄνθρωπο μετὰ θάνατον, ἀλλὰ γιὰ τὸ τί θὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴν τὴ ζωή. Μετὰ θάνατον, δὲν ὑπάρχει θεραπεία τοῦ νοῦ, ὁπότε πρέπει, σ’ αὐτὴν τὴ ζωή, ν’ ἀρχίσει ἡ θεραπεία, διότι “ἐν τῷ Ἅδη, οὐκ ἔστι μετάνοια”». 

Κάθε ἄνθρωπος, ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς, «εἴτε εἶναι Ὀρθόδοξος, εἴτε Βουδιστής, εἴτε Ἰνδουϊστής, εἴτε ἄθεος, εἴτε ἀγνωστικιστής, θὰ δεῖ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ κοινὸ τέλος τῆς ἀνθρωπότητας, στὴ Δευτέρα Παρουσία του Χριστοῦ, ἀλλά, μὲ μιὰ διαφορά: Οἱ μὲν σεσωσμένοι θὰ δοῦν τὴ δόξα του Θεοῦ, ὡς Φῶς γλυκύτατο καὶ ἀνέσπερο, οἱ δὲ κολασμένοι, θὰ δοῦν τὴν ἴδια δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά, ὡς πῦρ καταναλίσκον, σὰν φωτιὰ ποὺ θὰ τοὺς καίει. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλοι θὰ δοῦμε τὴν ἴδια δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀληθινὸ καὶ ἀναμενόμενο, ποὺ θὰ γίνει, εἴτε τὸ θέλομε, εἴτε ὄχι». 

Ὁπότε, στὴν Ἐκκλησία, δὲν προετοιμαζόμαστε, γιὰ νὰ δοῦμε τὸν Δοξασμένο Θεό, διότι αὐτὸ θὰ γίνει ὁπωσδήποτε, ἀλλά, γιὰ νὰ μπορέσουμε νά τον δοῦμε, ὡς Εὐλογημένο Φώς, ποὺ ἀναπαύει καὶ ὄχι ὡς φωτιά, ποὺ κατακαίει. 

Αὐτὴ ἡ προετοιμασία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ποὺ θέλουν νὰ δοῦν τὸν Θεό, ὡς Φῶς εὐφρόσυνο, εἶναι, στὴν οὐσία της, μία θεραπευτικὴ ἀγωγή, ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἀρχίσει καὶ νὰ τελειώσει σ’ αὐτὴν τὴ ζωή. 

Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἑπομένως, ὡς ἔχοντες τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προορισμὸ νὰ φτάσουμε στὴν ὁμοίωσή μας μὲ τὸν Θεό, μέσῳ τῆς Χάριτός Του, χρειαζόμαστε θεραπεία, διότι ὅλοι ἔχουμε εὐθύνη, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀρχίσουμε καὶ νὰ τελειώσουμε αὐτὸ τὸ ἔργο, σήμερα, σ’ αὐτήν τη ζωή, διότι μόνον σ αὐτὴν τὴ ζωὴ μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε καί, μόνον ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, εὐθυνόμαστε γι’ αὐτό, στὸ πλαίσιο τῆς συμμετοχῆς μας στὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωή. 

Ὁ Χριστὸς μᾶς ὑπέδειξε τὸν Ἑαυτό Του, ὡς τὸν δρόμο, λέγοντας: «Ἐγὼ εἰμι ἡ Ὁδὸς» (Ἰω. 14, 6). Ποιά Ὁδός, ὅμως; Ἡ Ὁδός, ὄχι μόνον πρὸς τὴν ἄλλη ζωή, ἀλλά, πρωτίστως, ἡ Ὁδὸς τῆς μετανοίας, τῆς θεραπείας καὶ τῆς ἐπιστροφῆς στὸν Θεὸ σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωή. Ἡ Ὁδὸς πρὸς τὸν Πατέρα Του καὶ Πατέρα μας. 

Ὁ Χριστός, ἦλθε καὶ ἔρχεται, «ὁ αὐτὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἐβρ. 13, 8), διὰ τῆς διαρκοῦς Θείας Του Ἀποκαλύψεώς, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, καὶ καλεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους στὴν Ἐκκλησία Του, δείχνοντάς τους τὸν δρόμο πρὸς τὸν Πατέρα. 

Στὸν κάθε ἄνθρωπο ὑπάρχουν δύο ἐπιλογὲς ἢ νὰ ἀκούσει καὶ νὰ πιστέψει τὸν Χριστὸ ἢ νὰ ἀκούσει καὶ νὰ πιστέψει τὸν διάβολο. Τὸ λέει ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς, δείχνοντας τὸν θεραπευτικὸ ρόλο της πίστεως, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ: «Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεῖς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται» (Μάρκ. 16, 16). 

Ἐκεῖνοι, ποὺ θὰ ἀκούσουν καὶ θὰ ὑπακούσουν στὴν Κλήση Του γιὰ συμπόρευση, στὴν Ὁδό Του, εἶναι, ὅπως λέει σὲ ἄλλη διδασκαλία Του ὁ Χριστός, «οἱ υἱοὶ τῆς Βασιλείας, οἱ δίκαιοι», οἱ ὁποῖοι, στὴν Τελικὴ Κρίση, «ἐκλάμψουσιν, ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Πατρὸς αὐτῶν». Θὰ μποροῦν, συνεπῶς, νὰ βλέπουν Τὸν Θεὸ καὶ ἐδῶ καὶ στὴν ἄλλη ζωή, ὡς λυτρωτικὸ καὶ σωτήριο Φῶς, ποὺ θὰ εὐφραίνει. 

Ἐκεῖνοι, ποὺ δὲ θὰ ἀνταποκριθοῦν καὶ δὲν θὰ συμπορευτοῦν μὲ τὸν Χριστό, σὲ αὐτὴν τὴ ζωή, στὸ πλαίσιο τῆς προληπτικῆς θεραπευτικῆς μεθόδου τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι «τὰ ζιζάνια, οἱ υἱοὶ τοῦ πονηροῦ», οἱ ποιοῦντες «τὰ σκάνδαλα καὶ τὶς ἀνομίες», τοὺς ὁποίους οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, «συλλέξουσιν καὶ βαλοῦσιν αὐτοὺς εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρός». Δὲν θὰ μποροῦν, συνεπῶς, νὰ βλέπουν το Φῶς τῆς Δόξας τοῦ Θεοῦ, ὅπως θὰ τὸ βλέπουν οἱ δίκαιοι, ἀλλὰ ὡς Φῶς κολάσεως, ποὺ θὰ κατακαίει. 

Καὶ ἐπειδὴ ὁ δίκαιος Κριτὴς «ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ» (Ρώμ. 2, 6), ἡ θέα τοῦ Θείου Φωτός, εἴτε ὡς (θέωση) εἴτε ὡς (κόλαση), εἶναι θέμα ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τοῦ τρόπου ζωῆς κάθε ἀνθρώπου, ὁ Ἰησοῦς κλείνει τὴν περιγραφὴ τῆς Κρίσεως λέγοντας: «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω» (Αὐτὸς ποὺ ἔχει αὐτιά, γιὰ νὰ ἀκούει καὶ νὰ ρυθμίζει τὴ ζωή του, ἂς ἀκούει) (Μάτθ. 13, 36-43).

Πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *