Ἡ Μεγαλόχαρη εἶναι μάνα καὶ προστάτιδά μας
Γράφει ὁ Πρόεδρος τῆς «Νίκης» Δημήτριος Νατσιός
«Σὰν τὴν καταστολισμένη νύφη, ἔτσι εἶναι ἡ Ἑλλάδα μας γεμάτη ἀπὸ ἐκκλησίες, μοναστήρια καὶ ἐρημοκκλήσια τῆς Παναγίας, πνευματικὰ παλάτια τῆς ταπεινῆς αὐτῆς Βασίλισσας. Στὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ βρίσκεται τὸ σεβάσμιο εἰκόνισμά της, δεξιὰ ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη, μὲ τὸ γυρτὸ κεφάλι της γιὰ ν’ ἀκούσει τὸν κάθε πόνο μας, τὴν κάθε χαρά μας. Πόσα δάκρυα στ’ ἄχραντα χέρια της, δάκρυα τοῦ βασανισμένου λαοῦ μας!». (Κόντογλου).
Νηστεία τῆς Παναγίας. Ἔρχεται ἡ «πανέκλαμπρος» -παπαδιαμάντειος ἡ λέξη – ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς Παναγίας τῆς ἑλληνοσώτειρας. Ναί!! Θαῦμα τῆς Παναγίας εἶναι τὸ ὅτι ὑπάρχουμε σήμερα ὡς λαὸς ἱστορικός. Καὶ θὰ ἔπρεπε ἡ λεγόμενη ἡγεσία τοῦ τόπου ἐκείνη τὴν ἡμέρα νὰ κάνει μετάνοιες μπροστὰ στὸ εἰκόνισμά της, εὐχαριστώντας την γιὰ τὴν μεσιτεία της ὑπὲρ τοῦ Γένους. Ἂν ἦταν ἡγεσία ρωμαίικη… Σὲ κάθε κρίσιμη στιγμὴ τοῦ νεότερου ἐθνικοῦ βίου, οἱ πρωταγωνιστὲς σ’ αὐτήν, τὴν Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν, προσφεύγουν…
Ὁ Κολοκοτρώνης εὐλαβεῖτο πολὺ τὴν Παναγία. Στὰ 1821 ξεκίνησε ἀπὸ τὴν Καλαμάτα γιὰ τὴν Τρίπολη. Στὰ χωριὰ ποὺ περνοῦσε, χτυποῦσαν οἱ καμπάνες, οἱ ἱερεῖς ἔβγαιναν μὲ τὰ ἑξαπτέρυγα, ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιὰ γονάτιζαν καὶ ἔκαναν δεήσεις. Γρήγορα ὅμως ὁ πρῶτος ἐνθουσιασμὸς ἔσβησε. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, ὁ Μαυρομιχάλης, ὁ Παπαφλέσσας τράβηξαν γι’ ἀλλοῦ. Ὁ Κολοκοτρώνης ἀπέμεινε κατάμονος μὲ τὸ ἄλογό του στὴν Καρύταινα. Τί θὰ ἔκανε; Τί θὰ μποροῦσε νὰ κάνει ἕνας μονάχος, ὁλομόναχος; Τὸ πᾶν! Ὅταν φλογίζει τὴν καρδιά του ἡ φλόγα τῆς πίστεως. Ἀλλ’ ἂς ἀφήσουμε τὸν ἴδιο τὸ Γέρο τοῦ Μοριὰ νὰ μᾶς τὰ διηγηθεῖ: «Ἔκατσα ποὺ ἐσκαπέτισαν μὲ τὰ μπαϊράκια τους, ἀπὲ ἐκατέβηκα κάτου· ἦτον μία ἐκκλησιὰ εἰς τὸν δρόμον, ἡ Παναγία στὸ Χρυσοβίτσι, καὶ τὸ καθησιό μου ἦτο ὅπου ἔκλαιγα τὴν Ἑλλάς». Σίμωσε, ἔδεσε τὸ ἄλογό του σ’ ἕνα δέντρο, μπῆκε μέσα, γονάτισε:
— «Παναγιά μου, εἶπε, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του, καὶ τὰ μάτια του δάκρυσαν. Παναγιά μου, βοήθησε καὶ τούτη τὴ φορὰ τοὺς Ἕλληνες νὰ ἐμψυχωθοῦν. Ἔκανε τὸ σταυρό του. Ἀσπάσθηκε τὴν εἰκόνα της, βγῆκε ἀπὸ τὸ ἐκκλησάκι, πήδησε στ’ ἄλογό του κι ἔφυγε».
Διαβάζω γιὰ τὸν Νότη Μπότσαρη: «Τὸ παλιὸ οἰκογενειακὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας, ποὺ κρατᾶ τὸ Χριστὸ ἀγκαλιά της, δὲν ἔλειπε ποτέ, ὅπως καὶ τὰ ὄπλα του ἀπὸ σιμά του. Στοὺς τελευταίους ἀγῶνες τοῦ Σουλίου ἐναντίον τοῦ Χουρσίτ, ἔπειτα ἀπὸ κάθε μάχη, ἀπὸ κάθε νίκη, ἀντὶ γιὰ τραγούδια καὶ χορούς, διέταζε συγκέντρωση τὶς ἐκκλησιές, προσευχές, λειτουργίες, παρακλήσεις.
Στὶς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ Μεσολογγίου, μιλώντας καὶ γράφοντας εἶχε πάντοτε τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας στὸ στόμα του».
Ἡ περίφημη Καρατάσαινα, γυναίκα καὶ μάνα ἡρώων. Συνελήφθη, κατὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Νάουσας, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1822 καὶ ὁδηγήθηκε, μαζὶ μὲ πλῆθος αἰχμάλωτα γυναικόπαιδα στὴν Θεσσαλονίκη. Πιέστηκε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἀρνήθηκε. «Γι’ αὐτό», γράφει ὁ αὐτόπτης Γάλλος Πουκεβὶλ στὴν ἱστορία του «ἐβύθισαν ἐντὸς σάκκου, τὸν ὁποῖον εἶχαν γεμίσει μὲ ὄφεις, τὴν σύζυγο τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Καρατάσου. Ὁ Ἀβδοὺλ Λουμποὺτ ἤλπιζεν ὅτι ὁ θάνατός της, θὰ ἐπήρχετο κατόπιν φρικτῶν πόνων καὶ βασάνων. Ἀλλὰ αἱ πληγαὶ πλήθους ἐχιδνῶν ἔχυσαν τόσον δηλητήριον εἰς τὰς φλέβας τῆς μάρτυρος, ὥστε περιέπεσεν εἰς λήθαργον καὶ ἀπέθανεν ἀνωδύνως, λυτρωθεῖσα οὕτῳ τῶν δημίων της, ὑπὲρ τῶν ὁποίων δὲν ἔπαυσεν νὰ προσεύχεται θερμῶς, ἐπικαλουμένη τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας μέχρι τῆς τελευταίας ὥρας. Οὔτως ἀπέθνησκον αἱ χριστιαναὶ γυναῖκες». Ἐδῶ, καὶ δὲν κάνω λάθος, διαβάζουμε Συναξάρι Νεομάρτυρος.
Ὁ Καραϊσκάκης ἦταν πιστότατος, μὲ ἰδιαίτερο σεβασμὸ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας. Ἀφιέρωσε μάλιστα τὸ ἀσημένιο κάλυμμα στὴν εἰκόνα της μὲ τρία παράσημά του, ἀργυρᾶ ἀστέρια, εἰς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης. Συγκεκριμένα, ὁ στρατηγὸς ποὺ ταλαιπωροῦνταν ἀπὸ θέρμη (ἐλονοσία), ἔταξε στὴν Παναγιὰ νὰ τοῦ χαρίσει τὴν γιατρειά, ὥστε νὰ συνεχίσει τοὺς ἔνδοξους ἀγῶνες του γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους καὶ θὰ τὴν ἕντυνε μὲ ἀργυρόχρυσο «πουκάμισο». Πράγματι, γιατρεύτηκε μὲ θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τῆς Παναγίας μας, κατὰ τὴν παραμονή του στὴ Μονή.
Στὴ μάχη τῆς Κλείσοβας στὸ Μεσολόγγι –τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὰ 1826– ἐχθρικὸ βόλι σπάζει στὰ δύο τὸ σπαθὶ τοῦ Κίτσου Τζαβέλα, χωρὶς νὰ ἀγγίζει τὸν πολέμαρχο. Ὅλοι τότε εἶπαν πὼς ἦταν θαύμα τῆς Παναγίας. Κι ὁ Τζαβέλας ἀφήνοντας γιὰ μία στιγμὴ τὴ μάχη, πηγαίνει στὴν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος. Προσκυνᾶ εὐλαβικὰ τὸ εἰκόνισμα τῆς Εὐαγγελίστριας καὶ τῆς ἀφιερώνει τὰ κομμάτια ἀπ’ τὸ σπαθὶ του λέγοντας:
— Παναγιά μου, σήμερα ὅπου σὲ γιορτάζουμε, σοῦ ἀφιερώνω τοῦτο καὶ βόηθα τὰ παλληκάρια νὰ νικήσουμε τὸν ἐχθρό. Ἡ Θεοτόκος ἔστερξε στὴν παράκληση τοῦ Τζαβέλα καὶ τοῦ χάρισε δοξασμένη νίκη.
Καὶ σ’ ὅλους τοὺς μετέπειτα ἐθνικοὺς ἀγώνες γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν σκλαβωμένων πατρίδων στὴν Παναγία προστρέχουν οἱ ἀντρειωμένοι ἥρωές μας. «Ἔκαμα χθὲς ἕνα τάμα εἰς τὴν Θεοτόκο Παρθένα, τὴν Πλατυτέρα νὰ βοηθήσει τὴν Μακεδονία μας», γράφει ὁ ἀετὸς τῆς Μακεδονίας, Παῦλος Μελᾶς, στὴν γυναίκα του Ναταλία.
Τὴν 1η Φεβρουαρίου 1941, δημοσιεύτηκε διάλογος ἑνὸς συντάκτη τοῦ περιοδικοῦ «ΖΩΗ» μὲ τραυματίες πολέμου μὲς στὸ θάλαμο νοσοκομείου: «Ἐκεῖ πάνω, κύριε, ἔχουμε γίνει ἄλλοι ἄνθρωποι. Νὰ τὸ ξέρετε. Νὰ τὸ λέτε παντοῦ. Είμαστε τὰ παιδιὰ τῆς Παναγίας. Ἡ Μεγαλόχαρη εἶναι μάνα καὶ προστάτιδά μας».
«Μὲ βλέπετε; μᾶς λέει ἕνας νεαρὸς τραυματίας πολεμιστής, ἀπὸ τὸ ἀντικρινὸ κρεβάτι. Ἐγὼ δὲν ἤμουν θρῆσκος. Δὲν πίστευα σὲ θαύματα. Ἡ γριὰ μάνα μου θυμιάτιζε τὰ βραδάκια τὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας κι ἐγὼ μέσα μου τὴν κορόιδευα. Ἀλλὰ τώρα, ἄν μοῦ τὰ πεῖ ἄλλος αὐτά, θὰ τὸν θεωρήσω ἐχθρό μου. Σᾶς μιλάω ἴσια. Αὐτὰ ποὺ εἶδα ἐκεῖ πάνω στὴν Ἀλβανία, δὲν εἶναι ἕνα θαῦμα, εἶναι χίλια θαύματα. Κάθε ὕψωμα ποὺ παίρνουμε, εἶναι ἕνα θαῦμα. Κάθε μάχη, κάθε ἐξόρμηση δική μας, ἕνα θαῦμα. Κάθε μέρα πολέμου ποὺ περνᾶ, ἕνα μεγάλο θαῦμα. Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας…». (Μερόπη Σπυροπούλου, «Στὴν ἐποποιϊα τοῦ 1940-41. Μὲ πίστη», ἔκδ. «Ἀρχονταρίκι»).
Σκέφτομαι ἕνας πρωθυπουργὸς τῆς Ἑλλάδος νὰ πήγαινε στὶς παρακλήσεις τῆς Παναγίας, ὄχι μὲ τὸ ἀξίωμα, μὲ ἀγήματα καὶ τοὺς τηλεοπτικοὺς δορυφόρους του. Μόνος, ταπεινὰ σὰν τὸν Κολοκοτρώνη καὶ νὰ τὴν παρακαλεῖ γονατιστὸς γιὰ τὸ ἔθνος…
Δημήτρης Νατσιὸς,
δάσκαλος-Κιλκὶς