Στρατηγήματα στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη που άφησαν εποχή
Στην αρχαιότητα οι στρατηγοί έπρεπε να σκαρφίζονται πολλά και διάφορα στις μάχες, πέρα από τα στρατηγήματα. Μεταμφίεζαν στρατιώτες σε θεούς για να δώσουν θάρρος στους στρατιώτες ή να φοβερίσουν τους αντιπάλους, έλεγαν ψέματα ότι εξαγόρασαν εχθρούς και ότι είχαν τάχα την νίκη στο τσεπάκι, ενώ παράλληλα για τις ανάγκες τους χρησιμοποιούσαν ό,τι έβρισκαν: από μαλλιά των γυναικών όταν ξέμεναν από σχοινιά για παλαμάρια στα πολεμικά τους πλοία, μέχρι τομάρια ζώων για να γράφουν στο δέρμα τους μυστικά μηνύματα και φίδια αλλά και σκαθάρια για να τα κρύβουν σε αμφορείς και να τα πετάνε στους εχθρούς.
Διαβάσαμε τις ενδιαφέρουσες τακτικές τους στα “Στρατηγήματα” δύο συγγραφέων, που έζησαν με διαφορά περίπου τριών αιώνων, ενός Μακεδόνα, του Πολύαινου –2ος μ.Χ αιώνας– και ενός Ρωμαίου, του Φροντίνου, που έζησε τον 1ο π.Χ. αιώνα -ο Ρωμαίος σημειωτέον είχε στο έργο του τον ελληνικό τίτλο “Στρατηγήματα”. Και ο Πολύαινος όμως, φαίνεται πως ζούσε στη Ρώμη όταν έγραφε τα οκτώ βιβλία του καθώς και ο Λίβιος, οπότε αναφέρονται κυρίως σε στρατηγήματα Ρωμαίων. Κάποια αναφέρονται και στους “Παράλληλους Βίους” του Πλούταρχου. Από αυτές τις πηγές αντλήσαμε στοιχεία και για την κατασκοπεία στην αρχαία Ελλάδα.
Βρήκαμε στα γραφτά τους λεπτομέρειες ή εφαρμογές π.χ. του “διαίρει και βασίλευε”. Για παράδειγμα, ο Κάτων ο Πρεσβύτερος, βέβαιος ότι οι ισπανικές πόλεις που κατέκτησε θα επαναστατούσαν με την πρώτη ευκαιρία, έστειλε επιστολή σε όλες απαιτώντας να γκρεμίσουν τα τείχη τους άμεσα για να μην τις καταστρέψει πλήρως. Φρόντισε, όμως, η επιστολή να παραδοθεί σε όλες την ίδια μέρα για να μην προλάβουν να συνεννοηθούν μεταξύ τους και να ενωθούν εναντίον του.
Όμως και άλλοι ήξεραν ότι ο κοινός εχθρός ενώνει. Στη Δακία, λαός και στράτευμα πίεζε τον στρατηγό Σκορύλο να επιτεθεί στους Ρωμαίους όσο διαρκούσε ο εμφύλιός τους. Τότε εκείνος, για να τους αποδείξει ότι η επανάστασή τους στην ουσία θα γινόταν μπούμερανγκ, προκάλεσε μια κυνομαχία. Όταν τα δύο σκυλιά ξέσκιζαν το ένα το άλλο, έφερε έναν λύκο και αυτά αμέσως ενώθηκαν εναντίον του. Οι Ρωμαίοι ως στρατός φρόντιζαν να μένουν σε όγκο ενωμένοι. Όταν το στράτευμα πίεζε τον Κουίντο Σερτόριο να μην περιμένει ενισχύσεις αλλά “να στείλει αποσπάσματα για να διαλύσει μικρές στρατιές αντιπάλων και να ξεμπερδεύουν”, διάλεξε δύο άλογα, ένα δυνατό και ένα αναιμικό.
Μετά είπε σε έναν πολύ εύσωμο άνδρα να ξεριζώσει την ουρά του αδύναμου ζώου και σε έναν λεπτεπίλεπτο να βγάλει τρίχα τρίχα την ουρά του δυνατού. Ο “μασίστας” δεν τα κατάφερε, αλλά ο μικρόσωμος σχεδόν “άδειασε” την ουρά του ισχυρού αλόγου τρίχα-τρίχα. Οπότε ο Σερτόριος είπε στους άνδρες του: «Σας απέδειξα τώρα ότι μπορεί να είμαστε ανίκητοι ως σώμα, ωστόσο αυτός που μας επιτίθεται και μας βρίσκει κατά ομάδες, μπορεί εύκολα να μας διαλύσει».
Τι έκαναν όταν τα έβρισκαν σκούρα
Στις μάχες, όταν οι στρατοί βρίσκονταν σε δυσχερή θέση, χρησιμοποιούσαν ως ασπίδα αιχμαλώτους. Όταν ο Αγησίλαος της Σπάρτης επέστρεφε από την Φρυγία, για να γλιτώσει το στρατό του από τα βέλη των Πάρθων και των Περσών, έβαλε στα πλευρά του εκστρατευτικού του σώματος αιχμαλώτους. Όταν τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα χωρίζονταν από ποτάμι, ο Ξενοφώντας και ο Πομπήιος έσπαγαν τα νεύρα του εχθρού αλλάζοντας θέσεις ή προθέσεις: έκαναν επίθεση και αμέσως υποχωρούσαν.
Αφού το επαναλάμβαναν αυτό δυο-τρεις ή και περισσότερες φορές, μόλις οι εχθροί χαλάρωναν με τη βεβαιότητα ότι θα επαναλαμβανόταν η ίδια υποχώρηση, τότε αιφνιδιαστικά επιτίθεντο. Ο Ξενοφώντας “ζάλιζε”τον εχθρό με το πήγαινε-έλα μονάδων του από το ένα πέρασμα του ποταμού στο άλλο. Σε μάχη με τους Λίγυρες της Βόρειας Ιταλίας –που είχαν συμμαχήσει για λίγο με τους Καρχηδόνιους–, ο Ρωμαίος στρατηγός δεν είχε επαρκείς δυνάμεις, οπότε έστειλε προς τον εχθρό ιππείς από τη Νουμιδία της Βόρειας Αφρικής τάζοντάς τους καλή αμοιβή, με την εντολή να δώσουν στον αντίπαλο την εντύπωση ότι ήταν απείθαρχοι και ανίκανοι βάρβαροι.
Οι Βορειοαφρικανοί που ήταν μικρόσωμοι και εξαιρετικοί ιππείς, κρατούσαν μικρά ακόντια που δεν έμοιαζαν απειλητικά, και δεν είχαν χαλινάρια στα άλογα. Έδειχναν να μη μπορούν να κουμαντάρουν τα ζώα, έπεφταν από αυτά τάχα από αδεξιότητα και καβγάδιζαν μεταξύ τους. Με αυτό το show οι Λίγυρες χαλάρωσαν και άρχισαν να γελούν, ώσπου οι “ακίνδυνοι βάρβαροι” πλησίασαν και άρχισαν να διασπούν τις τάξεις τους και να πυρπολούν σπίτια και χωράφια.
Ο Αθηναίος Ιφικράτης, όταν ήταν σε δυσχερή θέση στην Άβυδο, περίμενε μια πολύ παγερή μέρα με κακοκαιρία και διάλεξε τους πιο γερούς από τους άνδρες του, τους έδωσε κρασί για να τους ζεστάνει, τους άλειψε με λίπος και τους έβαλε να πάνε κολυμπώντας στα μετόπισθεν των εχθρών, που με τόσο κρύο είχαν το νου τους στην ξηρά και το τελευταίο που περίμεναν ήταν να εμφανιστούν Αθηναίοι κολυμβητές.
Όταν οι Σπαρτιάτες ήθελαν να αποβιβασθούν στις Συρακούσες αλλά φοβόντουσαν το στόλο των Καρχηδονίων, έστειλαν ως εμπροσθοφυλακή δέκα καρχηδονιακά πλοία που είχαν καταφέρει να αιχμαλωτίσουν προηγουμένως. Αυτά φαινόταν σαν να ρυμουλκούσαν τα “αιχμάλωτα” σπαρτιατικά καράβια και οι Καρχηδόνιοι, νομίζοντας ότι το τμήμα του στόλου τους επέστρεφε νικηφόρο, παραπλανήθηκαν και αιφνιδιάστηκαν.
Σε μια ναυμαχία που προβλεπόταν δύσκολη, ο Αλκιβιάδης φέρεται να έστησε πολλούς κορμούς σε ένα ακρωτήριο σαν ιστούς και διέταξε πενήντα άνδρες του να απλώσουν πανιά κρατώντας τους ιστούς όρθιους. Από μακριά νόμιζες ότι ήταν ένας στόλος εν πλω για να ενισχύσει το μικρό στόλο του Αλκιβιάδη. Ο εχθρός του τότε όντως υποχώρησε. Απεναντίας, ο Μέμνων, ο Ρόδιος, έχοντας στόλο διακόσια πλοίων και θέλοντας να παρασύρει τα σκάφη του εχθρού στη μάχη επειδή ήταν λίγα και ήξερε ότι θα νικούσε, άνοιξε τα πανιά μόνο σε μερικά από τα δικά του καράβια και ο εχθρός, υποτιμώντας τον Μέμνωνα, παρασύρθηκε σε άνιση μάχη.
Οι τάφροι
Όταν ο Περικλής βρέθηκε σε δυσχερή θέση στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, άρχισε να σκάβει δυο χαντάκια, το ένα με τρόπο που να μοιάζει ότι από εκεί σχεδίαζε να αμυνθεί, και το άλλο με τρόπο που “πρόδιδε” ότι εκεί ετοίμαζε οδό διαφυγής. Ο Περικλής είχε κρυφά ετοιμάσει γέφυρες και μόλις οι Σπαρτιάτες παρασύρθηκαν, τις τοποθέτησε γοργά στο χαντάκι της “άμυνας” και διέφυγε με το στρατό του εγκαίρως, χωρίς να χρησιμοποιήσει το δρόμο.
Όταν ο Κράσσος κατασκεύασε μια τάφρο γύρω από τις δυνάμεις του Σπάρτακου, ο τελευταίος τη νύχτα το γέμισε με σορούς αιχμαλώτων και βοοειδών που είχε σκοτώσει, και έτσι κατάφερε να περάσει απέναντι. Σε άλλη περίσταση, ο Σπάρτακος έδεσε νεκρούς στρατιώτες σε πασσάλους γύρω από το στρατόπεδο και τους έβαλε όπλα στα χέρια, ανάβοντας και φωτιές. Εν συνεχεία μέσα στη νύχτα ξεγλίστρησε με όλο το στρατό του.
Οι Βόιοι, γαλατική φυλή που έφτασε μέχρι τη Ρώμη, όταν θα αντιμετώπιζαν μεγαλύτερο στρατό Ρωμαίων, τους παρέσυραν στο δάσος Λιτάνα βορείως της Ρώμης. Όμως είχαν φροντίσει να “πριονίσουν” όλα τα δέντρα, κρατώντας τα ίσα -ίσα όρθια και στερεώνοντας μερικά με πρόχειρα στηρίγματα για να μην πέσουν. Όταν οι Ρωμαίοι τους καταδίωξαν μέσα στο δάσος, οι Βόιοι άρχισαν να ρίχνουν με ευκολία τα δέντρα, που έπεφταν πλέον σαν ντόμινο το ένα πάνω στο άλλο, σκοτώνοντας ή πάντως “αιχμαλωτίζοντας” το ρωμαϊκό στρατό.
Τα ζώα του στρατού
Ο Δαρείος όταν βρέθηκε σχεδόν περικυκλωμένος, άφησε σκύλους και μουλάρια στο στρατόπεδο και διέταξε ήσυχη αποχώρηση, ενώ οι εχθροί του (Σκύθες εν προκειμένω) ακούγοντας γαβγίσματα και γκαρίσματα, θεωρούσαν ότι το στρατόπεδο ήταν γεμάτο στρατιώτες. Οι Λίγυρες για τον ίδιο λόγο έδεναν ταύρους με καπίστρι σε δέντρα και αυτοί μούγκριζαν ασταμάτητα, δημιουργώντας την εντύπωση ότι οι στρατιώτες ήταν ακόμη στην συγκεκριμένη περιοχή.
Όταν ο Αννίβας σε μια περίπτωση δεν μπόρεσε να αναγκάσει τους ελέφαντες του να διασχίσουν ένα ιδιαίτερα βαθύ ρυάκι, διέταξε έναν άνδρα να πληγώσει τον πιο άγριο ελέφαντα κάτω από το αυτί και αμέσως να το βάλει στα πόδια και να μπει στο ποτάμι. Ο εξαγριωμένος και πονεμένος ελέφαντας όρμησε στο κατόπι του άνδρα που τον πλήγωσε, οπότε μπήκε στο ρέμα και όλοι οι άλλοι ελέφαντες τον ακολούθησαν.
Ο ίδιος έναντι των Ρωμαίων, έδεσε τη νύχτα δεμάτια στα κέρατα βοδιών και έβαλε σε αυτά φωτιά, οπότε τα πανικόβλητα ζώα έτρεχαν πάνω κάτω και προκαλούσαν τρομερή ένταση, μεταδίδοντας την φωτιά και σε δέντρα. Μέσα στην αναταραχή, μπόρεσε και πήρε του άνδρες του μακριά, προτού αντιδράσουν οι Ρωμαίοι. Οι κάτοικοι της Μασσαλίας και της Ρόδου, όταν ξέμειναν από σχοινιά, έκοψαν τα μαλλιά των γυναικών τους και τα χρησιμοποίησαν για την κατασκευή καραβόσκοινων.
Καρχηδόνιοι και άλλοι, για να τρομοκρατούν υπέρτερες δυνάμεις εχθρών, πετούσαν αμφορείς που είχαν μέσα από έντομα μέχρι φίδια. Αυτό ήταν ιδιαίτερα αποδοτικό στις ναυμαχίες, καθώς τα κεραμικά έσπαγαν στο κατάστρωμα και οι ναύτες δεν είχαν διαφυγή. Σε αντίστοιχα δύσκολη θέση, ο Καρχηδόνιος Άννωνας (Hanno) έβαλε στους άνδρες του βρεμένα ρούχα στα πόδια και στο σώμα και άναψε φωτιές. Ο εχθρός δεν μπορούσε να περάσει από αυτές, ενώ οι άνδρες του πλέον μπορούσαν.
Οι θεοί στην υπηρεσία των στρατηγών
Όταν οι Ρωμαίοι αντιμετώπισαν μεγάλο στρατό Σαμνιτών, ο στρατηγός ζήτησε και από τους εκατόνταρχους να συνεισφέρουν σε χρήμα χρυσό ή ασήμι, για να πληρωθούν οι προδότες στρατιώτες του εχθρού, τους οποίους υποτίθεται ότι είχε ήδη προσεγγίσει και υποσχέθηκε πολλά λάφυρα μετά την νίκη. Οι Ρωμαίοι πολέμησαν τότε με αναπτερωμένο το ηθικό και νίκησαν, ενώ η εξαγορά των εχθρών ήταν ψέμα.
Ο Αρχίδαμος της Σπάρτης, πολεμώντας εναντίον των Αρκάδων έβαλε ήσυχα -ήσυχα να κάνουν το γύρο του στρατοπέδου τη νύχτα δύο άλογα, και την άλλη μέρα έπεισε τους στρατιώτες ότι τα ίχνη ήταν από τα άλογα του Κάστορα και του Πολυδεύκη. Ο Περικλής, λίγο πριν από μία μάχη με Πελοποννήσιους, βρήκε ένα πυκνό και σκοτεινό σημείο σε δάσος αφιερωμένο στον Πλούτωνα, και σε ένα ξέφωτο το οποίο ήταν ορατό και από τα δύο στρατόπεδα, έστησε ένα άρμα με δύο λευκά άλογα.
Εν συνεχεία κάλεσε έναν στρατιώτη πολύ υψηλό, τον έντυσε με χιτώνα και ιμάτιο πορφυρό, και του έφτιαξε μια πρόχειρη περούκα. Του έδωσε την εντολή, μόλις άρχιζε η μάχη, να ξεπροβάλει, και να φωνάξει «Περικλή, οι θεοί είναι με τους Αθηναίους». Μόλις έγινε αυτό, ο εχθρός τράπηκε σε φυγή χωρίς να εκτοξευθεί ούτε ένα βέλος. Ο Μέγας Αλέξανδρος , για να εμψυχώσει τους στρατιώτες, συνεννοήθηκε με ιερέα πριν από την καθιερωμένη θυσία και αφού χάραξε σε ένα κομμάτι δέρμα τον χρησμό ότι η νίκη ήταν δική του, το τοποθέτησε κάτω από το θυσιαζόμενο ζώο. Μετά το επέδειξε σαν να είχαν γράψει μήνυμα οι θεοί.
Ο Θηβαίος Επαμεινώνδας σε μάχη με τους Σπαρτιάτες βλέποντας το ηθικό των ανδρών του πεσμένο, αφαίρεσε τη νύχτα τα όπλα από τις διακοσμήσεις των ναών και φέρνοντάς τα το πρωί στο στρατόπεδο, έπεισε τους στρατιώτες του ότι οι θεοί θα πολεμούσαν στο πλευρό τους. Σε άλλη μάχη, όταν πήγε να καθίσει για λίγο και η καρέκλα του υποχώρησε, οι στρατιώτες τρόμαξαν ότι ήταν κακό σημάδι και τότε ο Επαμεινώνδας είπε: «Οι θεοί απλώς δεν μας θέλουν καθιστούς».
Οι Φαλίσκοι και οι Ταρκυνιανοί μεταμφίεσαν στρατιώτες σε ιερείς και τους έβαλαν να κρατούν πυρσούς και φίδια μπροστά τους, όπως οι Ερινύες, με αποτέλεσμα να πανικοβληθούν οι Ρωμαίοι και να υποχωρήσουν. Όταν ο Αγησίλαος συνέλαβε ορισμένους Πέρσες, επειδή η εμφάνισή τους ενέπνεε δέος, τους έγδυσε για να δουν οι στρατιώτες του πόσο μικρόσωμοι ήταν. Το ίδιο είχε κάνει ο Γέλων των Συρακουσών με Καρχηδόνιους αιχμαλώτους.