Παπα-Μιχάλης Ντάκος: Ο θρυλικός βορειοηπειρώτης ιερεύς
Μιχαήλ Γ. Τρίτου – Επικούρου καθηγητού Α.Π.Θ.
Όπως είναι γνωστό με το υπ’ αριθμ. 4337/13-11-1967 διάταγμα του προεδρείου της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας, η Αλβανία έγινε το πρώτο και μοναδικό κράτος στον κόσμο, που συνταγματικά απαγόρευσε κάθε θρησκευτική έκφραση. Όπως παρατηρεί ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος «… οι περισσότεροι κληρικοί συνέχισαν τη ζωή τους ως εργάτες στους δρόμους, στους σταύλους, γενικά σε ταπεινωτικές εργασίες. Ελάχιστοι ιερείς συνέχισαν και κάτω από τις συνθήκες αυτές να λειτουργούν. Αρκετοί αντιστάθηκαν και πλήρωσαν την πιστότητά τους με φυλακή και εξορία και πέθαναν χωρίς να ανακαλυφθούν ποτέ τα ίχνη τους. Μερικοί έμειναν έγκλειστοι στο σπίτι τους, για να μην ξυριστούν και βγάλουν τα ράσα». Όταν ο Μακαριώτατος Αναστάσιος επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Αλβανία, το έτος 1991, υπήρχαν μόνον 15 ορθόδοξοι κληρικοί, που απέμειναν από τους 347 ιερείς προ του διωγμού.
Μεταξύ των ελαχίστων ιερέων που επέζησαν κάτω από το αθεϊστικό καθεστώς, ήταν και ο ηρωικός παπα-Μιχάλης Ντάκος της Δερβιτσάνης, που εκοιμήθη εν Κυρίω την 9 Μαρτίου 1998. Mε την ευκαιρία της συμπληρώσεως τεσσάρων ετών από την κοίμησή του κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε στη ζωή και το έργο του, τιμώντας στο πρόσωπό του όλους εκείνους τους μάρτυρες κληρικούς της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας, οι οποίοι στα δύσκολα χρόνια της κομμουνιστικής θηριωδίας «ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον» (Έβρ. ια’, 37).
Ο παπα-Μιχάλης Ντάκος, γυιός του Φίλιππα και της Γιαννούλας Ντάκου, γεννήθηκε το 1918 στη Δερβιτσάνη, το μεγαλύτερο σε πληθυσμό και ελληνική ομοιογένεια κεφαλοχώρι της σημερινής Αλβανίας. Τα πρώτα γράμματα έμαθε στο δημοτικό σχολείο της γενέτειράς του. Στη συνέχεια ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του, που ήταν κτίστης. Παράλληλα, επειδή ο πατέρας του ήταν και νεωκόρος του ναού του χωριού, ζούσε από κοντά τη ζωή της Εκκλησίας, υπηρετώντας αρχικά ως Ιεροψάλτης.
Προικισμένος με καλή φωνή έγινε ένας πολύ καλός ιεροψάλτης. Στην εφημερίδα «Βο- ρειοηπειρωτικός Αγών» του Μαρτίου-Απριλίου 1998 ο Πρόεδρος της Ενώσεως Δροπολιτών Βορείου Ηπείρου Βασίλειος Διαμάντης, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά: «Θυμάμαι ακόμα πολύ έντονα τη Μεγάλη Παρασκευή του 1939, τη χρονιά που οι Ιταλοί κατέλαβαν την Αλβανία και ο κόσμος ήταν τρομοκρατημένος για το τι θα ξημέρωνε αύριο. Ο τότε εικοσάχρονος Μίχο Ντάκος έψαλλε στη γεμάτη απ’ τον φοβισμένο κόσμο εκκλησία, πριν απ’ την αποκαθήλωση του Χριστού, το τροπάριο “Σήμερον, κρεμάται επί ξύλου ό εν ύδασι την γην κρεμάσας…”. Σαν παιδί συνέδεσα τόσο άμεσα τις ώρες της κορύφωσης του θείου Δράματος, με τη μορφή του, και στην ψυχή μου χαράχθηκε τόσο έντονα η εικόνα του, ώστε η στεντορία και αρμονική φωνή του αντηχεί, ακόμα στ’ αυτιά μου».
Από το 1950-53 φοίτησε στην Ιερατική Σχολή Αργυροκάστρου. Στη συνέχεια νυμφεύθηκε τη Βικτωρία, το γένος Μιχ. Γκούτζου. Καρπός του γάμου τους ήταν έξι παιδιά, τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια. Το 1952 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1954 πρεσβύτερος από τον Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Δαμιανό. Ως διάκονος υπηρέτησε στον Ιερό Μητροπολιτικό ναό Αργυροκάστρου και ως πρεσβύτερος τοποθετήθηκε στον ιερό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Δερβιτσάνης, όπου ανέπτυξε μεγάλη θρησκευτική, εθνική και κοινωνική δράση.
Πάνε μέρες τώρα που ο πάπα Μιχάλης δεν μπορεί να ησυχάσει. 23 χρόνια κουβαλά την πίκρα εκείνης της σκοτεινής μέρας του 1967 που το καθεστώς Χότζα τον αποσχημάτισε και τον ξύρισε, αυτόν όπως και όλους τους ιερείς, κηρύσσοντας την θρησκευτική απαγόρευση. Αλλά εδώ και λίγες μέρες η ιδέα του έχει γίνει εμμονή. Να λειτουργήσει πάλι, αλλά πώς! Η εκκλησιά του χωριού κλειστή. 23 χρόνια λειτουργεί σαν αποθήκη ζωοτροφών. Άμφια και σκεύη χάθηκαν όλα. Όμως η λαχτάρα του καίει την ψυχή κι ασυναίσθητα προσπαθεί να θυμηθεί τα ιερά τα λόγια που σκεπάστηκαν στις στάχτες. 23 χρόνια έζησε στο χωριό του, τη Δερβιτσάνη, υπό αυστηρή επιτήρηση, μην τυχόν και σκεφτεί το Θεό και την πίστη του, στη χώρα που κάθε υποψία πίστεως ή λατρείας τιμωρείται ως ποινικό αδίκημα. Όμως η γέρικη καρδιά του δεν αντέχει άλλο. Είμαι γέρος μονολογεί, κοντά στο θάνατο, τι μπορούν να μου κάνουν; Πριν πεθάνω θέλω να λειτουργήσω ξανά. Αυτή η επιθυμία τον έχει ζώσει και φτιάχνει το πρώτο του πετραχήλι, μόνος του, κρυφά, από κουρελάκια που σιγά –σιγά ξεκλέβει. Και ήρθε η μέρα που η ψυχή ορθώθηκε. 12 Δεκεμβρίου 1990. Ανήμερα του Αγίου Σπυρίδωνα, στο ξωκλήσι της Παναγίας κάνει κρυφά τον πρώτο του εσπερινό. Κι η γέρικη καρδιά ξεθάρρεψε. Εκείνες τις μέρες ήταν που έφτασε στη ΣΦΕΒΑ το μήνυμα : «Δεν έχω άμφια ούτε σκεύη, όμως τα Χριστούγεννα θέλω να λειτουργήσω.» Ανήμερα τα Χριστούγεννα, στη Δερβιτσάνη του Αργυροκάστρου, τα παλικάρια του χωριού έχουν αδειάσει και καθαρίσει την εκκλησία κι όλο το χωριό περιμένει με λαχτάρα την πρώτη Λειτουργία. Στέλνει στο δρόμο το γιό του ο παπα-Μιχάλης κι η αγωνία τον ζώνει γιατί η ώρα περνά και το ιερό φορτίο δεν έχει φανεί. Πριν καλά-καλά αρχίσει η μεγάλη φυγή των αδελφών μας, δυο Σφεβίτες παίρνουν τον δρόμο της λευτεριάς ανάποδα και περνούν τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα όχι για να φύγουν, αλλά για να μπουν στη χώρα-φυλακή. Με τα άμφια και τα ιερά σκεύη λυμένα και ραμμένα κάτω απ’ τη φόδρα των χειμωνιάτικων μπουφάν, και την ελπίδα ακουμπισμένη στα χέρια του Θεού, περνούν τους αυστηρούς ελέγχους των Αλβανών και φτάνουν με καθυστέρηση στο κεφαλοχώρι της Δρόπολης. Άρατε πύλας και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της Δόξης. Εκείνα τα Χριστούγεννα, μετά από 23 χρόνια , ο Χριστός γεννήθηκε ξανά στη μαρτυρική Βόρειο Ηπειρο. Όσο για τον ηρωικό παπα Μιχάλη Ντάκο, ο Θεός του επεφύλαξε πολλές ακόμη λειτουργίες και χρόνια τόσα ώστε να βαπτίσει τα επί 23 χρόνια αβάπτιστα παιδιά της Δερβιτσάνης, αλλά και των γύρω χωριών, μέχρι την κοίμησή του, το 1998. ΜΑΡΤΙΝΙΑΝΗ – παπα-Μιχάλης Ντάκος: ο ήρωας παπάς της Δερβιτσάνης (sfeva.gr) |

Στα δύσκολα χρόνια της κομμουνιστικής δικτατορίας του Εμβέρ Χότζα, του ζητήθηκε από τη φοβερή «Σιγκουρίμι» να γίνει καταδότης της ασφάλειας. Ο ηρωικός όμως παπα- Μιχάλης, απάντησε: «Αυτό που μου ζητάτε δεν μπορώ να το κάνω, γιατί θα προδώσω τον όρκο που έδωσα ως ιερωμένος, και, θα παραβώ τους θείους κανόνες του μυστηρίου της εξομολογήσεως, αν προδώσω τα όσα οι χριστιανοί μου αποκαλύπτουν κατά την εξομολόγησή τους». Αυτό στοίχησε πάρα πολύ στον παπα-Μιχάλη και την οικογένειά του, αφού το κομμουνιστικό καθεστώς ήταν πολύ σκληρό απέναντί τους.
Το 1967, όταν δια νόμου καταργήθηκε η εκκλησιαστική λατρεία, του ζητήθηκε να παραδώσει στα όργανα του κόμματος τα κλειδιά του ιερού ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Δερβιτσάνης. Ο παπα-Μιχάλης Ντάκος αντιστάθηκε δυναμικά. Μη μπορώντας όμως να συνεχίσει την αντίστασή του, πριν τους παραδώσει τα κλειδιά, πήρε από την Εκκλησία το Ευαγγέλιο και το Άγιο Δισκοπότηρο, τα οποία διαφύλαξε στο σπίτι του. Δυστυχώς, η ιστορική Εκκλησία της Δερβιτσάνης, αφού λεηλατήθηκε, μετατράπηκε σε αποθήκη λιπασμάτων του γεωργικού συνεταιρισμού και παρέμεινε σ’ αυτή την κατάσταση μέχρι το 1990.
Το όνομα του παπα-Μιχάλη συνδέθηκε με την ιστορική θεία λειτουργία της 12.12.1990, γιορτής του άγιου Σπυρίδωνος, λίγο πριν από την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος. Όπως γράφει ο πρόεδρος της Ενώσεως Δροπολιτών Βασίλειος Διαμάντης, ο π. Μιχαήλ «… χωρίς ράσα και ιερά άμφια, πήρε το ευαγγέλιο και το άγιο δισκοπότηρο που είχε διαφυλάξει κρυμμένα και πήγε ψηλά στο βουνό, όπου βρίσκεται το ξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής. Εκεί, ενώπιον πολλών παράτολμων χριστιανών της Δερβιτσάνης, κάνει την πρώτη, μετά την κατάργηση της θρησκείας το 1967, θεία λειτουργία σε όλη την Αλβανία. Το γεγονός αυτό μεταδίδεται αστραπιαία από στόμα σε στόμα σε όλη τη Βόρειο Ήπειρο και οι χριστιανοί νιώθουν ψυχική αγαλλίαση και παίρνουν κουράγιο…».
Από την ημέρα εκείνη ο παπα-Μιχάλης λειτουργεί κανονικά στην Εκκλησία της Δερβιτσάνης και γίνεται πολύτιμος συνεργάτης του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, ο οποίος τον όρισε Αρχιερατικό Επίτροπο της Μητροπόλεως Αργυροκάστρου. Από τη θέση αυτή πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον βορειοηπειρωτικό ελληνισμό. Επόπτευε 218 ενορίες με 20 ιερείς. Έτρεχε όπου τον καλούσαν για να αγιάσει και παρηγορήσει τους πιστούς, να τονώσει το εθνικό τους φρόνημα και να τους παρακαλέσει μετά δακρύων να μείνουν και να δημιουργήσουν στον τόπο τους. Ο π. Μιχαήλ με την αγία του ζωή και τη γενικότερη δραστηριότητά του έγινε το εθνικό και θρησκευτικό σύμβολο των βορειοηπειρωτών.

Πλήρης ημερών, αλλά και έργων αγαθών, εκοιμήθη εν Κυρίω την Κυριακή 8.3.1998, λίγο πριν αρχίσει την κυριακάτικη θεία λειτουργία. Ο Αρχηγός της ζωής και του θανάτου, τελειωτής Ιησούς, τον πήρε στο επουράνιο θυσιαστήριο, γιά να μετάσχει με τους αγίους και τους αγγέλους της θείας φωτοχυσίας και της επουρανίου μυσταγωγίας. Να πως περιγράφει την τελετή του π. Μιχαήλ ο Βασίλης Διαμάντης: «… Η Κυριακή 8.3.1998 ήταν γραφτό να είναι η τελευταία της ζωής του Μιχ. Ντάκου. Το πρωί εκείνο, συνοδευόμενος από τον συγχωριανό του καντηλανάφτη Κων. Σταμούλη, πήγε στην Εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και εισήλθε στο ιερό για να προετοιμαστεί για την καθιερωμένη Θεία Λειτουργία. Μετά από λίγα λεπτά ο καντηλανάφτης τον ερώτησε, αν ήταν ώρα να χτυπήσει την καμπάνα και σαν δεν πήρε απάντηση και στη δεύτερη ερώτησή του, μπήκε στο ιερό να δει τι συμβαίνει. Εκεί αντίκρυσε τον παπά σαν θεϊκό όραμα και σε στάση κατανυκτικής προσευχής να είναι πεσμένος επάνω στην Αγία Τράπεζα αγκαλιά με τον σταυρό του Εσταυρωμένου Χριστού…».
Η κηδεία του παπα-Μιχάλη έγινε την Τετάρτη 11 Μαρτίου στη Δερβιτσάνη, μέσα σε κλίμα βαθύτατης συγκίνησης. Της νεκρωσίμου ακολουθίας προέστη ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, ο οποίος στον επικήδειο λόγο του εξήρε την προσωπικότητα και το πλούσιο εκκλησιαστικό έργο του μεταστάντος.
Με θερμά επίσης λόγια αποχαιρέτησαν τον αείμνηστο παπα-Μιχάλη ο Πρόξενος της Ελλάδος στο Αργυρόκαστρο Κώστας Κακούσης, ο Βασ. Ντούλες εκ μέρους της «Ομόνοιας» και ο Μιχ. Μάσσιος εκ μέρους των συγχωριανών του.
Στις επανειλημμένες επισκέψεις μου στην Αλβανία και τον βορειοηπειρωτικό χώρο, μου δόθηκε η ευκαιρία για συνεργασία με τον π. Μιχαήλ. Ήταν μια ξεχωριστή χαρά και εμπειρία. Στο πρόσωπό του διέκρινες τον σταυροαναστάσιμο χαρακτήρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας, την έκφραση της γνήσιας και βιωμένης απλοϊκής πίστεως, άλλα και τη γλυκειά ελπίδα ότι θα έλθει και για τη μαρτυρική Βόρειο Ήπειρο «η αυγή της μυστικής ημέρας».
Ντυμένος με τα απλοϊκά και μπαλωμένα ιερά του άμφια, έβλεπες να ακτινοβολεί στο ασκητικό πρόσωπό του το μεγαλείο της αποστολικής απλότητας και η δόξα της Εκκλησίας των κατακομβών. Η τέλεση της θείας λειτουργίας ήταν συγκλονιστική. Λειτουργούσε βιωματικά, με κατάνυξη και διαρκή πνευματική εγερσιμότητα. Τα ροζιασμένα από τις σκληρές χειρωνακτικές εργασίες χέρια του κρατούσαν με ευλάβεια το άγιο ποτήριο για να μεταδώσουν τη θεία κοινωνία στο διψασμένο από την πολυετή στέρησή της βορειοηπειρωτικό λαό, «εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον».
Ο παπα-Μιχάλης ήταν ένα φωτόμορφο τέκνο της Εκκλησίας, που είχε υποστεί «την καλήν αλλοίωσιν» όλα τα χρόνια, που η Εκκλησία στην Αλβανία ήταν σε κατάσταση σκληρού διωγμού. Ήταν μια μαρτυρία Ορθοδοξίας και Ελληνισμού. Ένας γνήσιος εκφραστής της αγωνίας, των πόθων και των ελπίδων του βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού. Ας έχουμε την ευχή του.