web analytics
ΕπικαιροΟμογενεια

Ο Βενιζέλος και το ζήτημα της Κορυτσάς στο Παρίσι, 1919-1920

του Δημητρίου-Μερκουρίου Κόντη*

Μέρος Α: Το εθνογραφικό ζήτημα της Β. Ηπείρου

Περίληψη

Η ιστορική πραγματικότητα είναι πως η εθνογραφική σύνθεση της Β. Ηπείρου δεν διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην απόδοσή της στην Αλβανία. Με το τέλος του Α’ΠΠ, το Αλβανικό Ζήτημα αποτελούσε κομμάτι του Αδριατικού Ζητήματος, αφού συνδέθηκε με την μυστική συνθήκη του Λονδίνου του 1915 και τα αντικρουόμενα συμφέροντα Ρώμης-Βελιγραδίου για τις Δαλματικές Ακτές με επίκεντρο το Φιούμε, την σημερινή Ριέκα της Κροατίας. Αρχικά η Βρετανική και η Γαλλική κυβέρνηση δεσμεύονταν από την μυστική Συνθήκη του Λονδίνου του 1915, όπου η Β. Αλβανία θα δινόταν στην Σερβία και στο Μαυροβούνιο, ενώ η Ν. Αλβανία, δηλαδή η Β. Ήπειρος θα παραχωρούνταν στην Ελλάδα. Τον Νοέμβριο του 1920, ο Βενιζέλος θα έχανε τις εκλογές και η Ελλάδα θα έχανε οριστικά την όποια υποστήριξη των Αγγλογάλλων στο ζήτημα της Β. Ηπείρου, οι οποίοι είχαν διαπιστώσει πως μια ανεξάρτητη Αλβανία στα όρια που είχαν αποφασιστεί από τις Έξι Δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας το 1913 θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντά τους.

******

Στις 3 και 4 Φεβρουαρίου του 1919, η ελληνική αντιπροσωπία με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο, θα παρουσίαζε στο Ανώτατο Συμβούλιο των Συμμάχων τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις, στα πλαίσια του Συνεδρίου Ειρήνης των Παρισίων που έλαβε χώρα μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο γραφείο του Γάλλου υπουργού των Εξωτερικών Πισόν στο Quai d’Orsay και ανάμεσα στους συμμετέχοντες ήταν ο Αμερικανός Πρόεδρος Ουίλσον, ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ, ο Γάλλος πρωθυπουργός Κλεμανσό και ο Ιταλός πρωθυπουργός Ορλάντο[i].

Στόχος του Βενιζέλου στο Παρίσι ήταν να εστιάσει σε πληθυσμιακά και εθνογραφικά δεδομένα, ώστε να καταδείξει το δίκαιο των ελληνικών εθνικών διεκδικήσεων για την Β. Ήπειρο, τα νησιά, την Θράκη και τη Μικρά Ασία. Πίστευε πως η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών θα έφερνε μια αλλαγή στην στάση της Διεθνούς Κοινότητας που μέχρι και τον Α’ΠΠ λειτουργούσε με την λογική των εδαφικών ανταλλαγμάτων και της αποικιοκρατίας.

Ο Βενιζέλος θα ξεκινούσε με το ζήτημα της Β. Ηπείρου και των νησιών του Αιγαίου, επειδή αφορούσαν άμεσα στην Ιταλία, που κατείχε τα Δωδεκάνησα και είχε διαχρονικές βλέψεις για την περιοχή της Αυλώνας. Η σύνδεση των δύο ζητημάτων θα αποκρυσταλλωνόταν για δεύτερη φορά, μετά την περίοδο 1912-1914, στην συμφωνία Βενιζέλου-Τιττόνι μερικούς μήνες αργότερα στις 29 Ιουλίου του 1919. Ο Βενιζέλος θα τόνιζε πως ήταν προς το συμφέρον της Ελλάδας να διατηρεί καλές σχέσεις με την Ιταλία και τις λοιπές μεσογειακές Δυνάμεις, όπως επιδίωκε να διατηρεί καλές σχέσεις με όλες τις δυτικές Δυνάμεις. Συνέχισε λέγοντας πως η Ελλάδα ήταν μια μικρή Δύναμη, ενώ η Ιταλία ήταν μια Μεγάλη Δύναμη αλλά θα ήταν προς το κοινό συμφέρον και των δύο να καταλήξουν σε μια αγαστή συμφωνία. Ο Ορλάντο απάντησε πως η Ελλάδα δεν είναι μια μικρή Δύναμη αλλά μια ευγενής χώρα, της οποίας της αξίζει να διατηρεί μια τιμητική θέση στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.

Αναφερόμενος στην Β. Ήπειρο, ο Βενιζέλος ξεκίνησε την επιχειρηματολογία του λέγοντας πως η Ελλάδα είχε την πληθυσμιακή υπεροχή στην περιοχή: 120.000 Έλληνες έναντι 80.000 Αλβανών. Παραδέχτηκε ότι πολλοί από τους Έλληνες της Β. Ηπείρου δεν ομιλούσαν την ελληνική γλώσσα, παρά μόνο αλβανικά. Το 1913 είχαν δημιουργηθεί κατόπιν εντολής των Έξι Δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας δύο επιτροπές για τον καθορισμό των συνόρων της Αλβανίας, προς βορρά και νότο. Τα μέλη της επιτροπής για τον καθορισμό των ελληνοαλβανικών συνόρων είχαν προτείνει τη διενέργεια δημοψηφίσματος, κάτι που δεν έγινε αποδεκτό. Εντέλει το αποκλειστικό κριτήριο για την εθνικότητα είχε αποτελέσει η μητρική γλώσσα. Ο Βενιζέλος θεωρούσε πως το κριτήριο αυτό ήταν λανθασμένο και πως το ορθό κριτήριο, που θα έπρεπε να εφαρμοστεί ήταν η εθνική συνείδηση του πληθυσμού.

Αναφορικά με την εθνογραφική σύνθεση του πληθυσμού της Β. Ηπείρου, το Γενικό Στρατηγείο Ελληνικού Στρατού εκπόνησε ένα χάρτη[ii], με υπόμνημα στα ελληνικά και γαλλικά με ημερομηνία έγκρισης 26 Ιουλίου του 1919, ώστε να προσκομιστεί στο Παρίσι. Σημαντικό είναι πως γίνεται μια αποτίμηση για την πληθυσμιακή σύνθεση κάθε πόλης και σημαντικού χωριού της Β. Ηπείρου, σε Έλληνες (Χριστιανούς) και Αλβανούς (Μουσουλμάνους).

Στον χάρτη προσδιορίζεται γεωγραφικά η περιοχή της Β. Ηπείρου και δίνονται δύο παραλλαγές για τα γεωγραφικά της όρια. Αρχικά τον Φεβρουάριο του 1919, ο Βενιζέλος τα προσδιόρισε στο Παρίσι, ως μια γραμμή που διέρχεται από την Χιμάρα, βορείως από το Τεπελένι, δυτικά της Μοσχόπολης και μέχρι την λίμνη Πρέσπα, όπου ενώνεται με τα γεωγραφικά σύνορα της Ελλάδας. Η διαφοροποίηση στον χάρτη του Ιουλίου είναι πως η περιοχή της Β. Ηπείρου επαναπροσδιορίζεται νοτίως από την γραμμή Τεπελένι-Κλεισούρα, καθώς στην περιοχή αυτή κατοικούσαν κυρίως Αλβανοί μουσουλμάνοι. Στην δεύτερη παραλλαγή του γεωγραφικού προσδιορισμού της Β. Ηπείρου η πληθυσμιακή σύνθεση, σύμφωνα με τα δεδομένα του χάρτη, ήταν 115.900 Έλληνες (58.1%) και 83.539 Αλβανοί (41.9%)

Ο βασικός άξονας της επιχειρηματολογίας του Βενιζέλου εστίαζε στο ότι όλοι οι ορθόδοξοι στην Αλβανία λογίζονταν ως Έλληνες, ενώ οι Αλβανοί που εξισλαμίστηκαν επί Τουρκοκρατίας αποδέχτηκαν την οθωμανική κυριαρχία και εν καιρώ τουρκοποιήθηκαν. Έφερε ως παράδειγμα τους Αρβανίτες, οι οποίοι έφυγαν από την Αλβανία για να γλιτώσουν από τις διώξεις των Οθωμανών και ενσωματώθηκαν στον ελλαδικό πληθυσμό, διατηρώντας όμως την γλώσσα τους:

«Αυτοί οι 300.000 Αλβανοί είχαν εξελληνισθεί τόσο ως προς τα ήθη και τα έθιμα, διατηρώντας παράλληλα την αλβανική γλώσσα, και πλέον έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή της Ελλάδας. Πάνω από τα δύο τρίτα του ελληνικού στόλου επανδρώνονται σήμερα από άνδρες αλβανικής καταγωγής [Αρβανίτες]. Θα ήταν ίσως ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι ο Αντιπρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου στην Ελλάδα — Εμμανουήλ Ρέπουλης; ο Ανώτατος Διοικητής του Ελληνικού Στρατού — Στρατηγός Δαγκλής; ο Γενικός Διοικητής των Ναυτικών Δυνάμεων στην Ελλάδα — Ναύαρχος Κουντουριώτης, ήταν Αρβανίτες…»

Επίσης, ο Βενιζέλος θα επισήμαινε τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι Αρβανίτες κατά την Ελληνική Επανάσταση.

Ο Βενιζέλος στην συνέχεια εστίασε στην Κορυτσά και στα ελληνικά σχολεία που λειτουργούσαν στην περιοχή κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, τα οποία και αριθμούσαν 2.400 μαθητές ετησίως και είχαν ανεγερθεί με δωρεές επιφανών Κορυτσαίων με πιο σημαντικό τον Ιωάννη Μπάγκα, ιδρυτή του ομώνυμου γυμνασίου στην Κορυτσά. Τα ελληνικά σχολεία της Κορυτσάς είχαν παραμείνει κλειστά κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και επαναλειτούργησαν τον Σεπτέμβριο του 1918. Θέλοντας να αποδείξει την ελληνική συνείδηση του πληθυσμού ο Βενιζέλος παρουσίασε ένα σημαντικό στατιστικό στοιχείο. Την ακαδημαϊκή χρονιά 1918-1919, στα ελληνικά σχολεία της Κορυτσάς φοιτούσαν 2.300 μαθητές, ενώ στο μοναδικό αλβανικό σχολείο της περιοχής φοιτούσαν μόνο 200 μαθητές.

Ο Βενιζέλος αναφερόταν στο σχολείο των ευαγγελιστών, που τελούσε υπό την καθοδήγηση ενός Αμερικανού, του Φινέας Κένεντυ, για το οποίο ο Βενιζέλος τόνισε πως ήταν ένα καλό σχολείο, παρόλα αυτά οι Κορυτσαίοι επέλεγαν να στείλουν τα παιδιά τους στα ελληνικά σχολεία. Το αντεπιχείρημα του Αλβανού πρωθυπουργού Τουρχάν Πασά Περμέτι στο Παρίσι, ο οποίος και δεν αμφισβήτησε τα νούμερα που παρουσίασε ο Βενιζέλος, ήταν πως τα ελληνικά σχολεία προτιμούνταν διαχρονικά και από τους μουσουλμάνους Αλβανούς. Η πραγματικότητα είναι πως τα παιδιά των Αλβανών μπέηδων διαχρονικά είχαν τελειώσει  ελληνικά σχολεία, με γνωστότερη την Ζωσιμαία σχολή των Ιωαννίνων, όπου μεταξύ άλλων φοίτησε ο ιδρυτής του αλβανικού κράτους Ισμαήλ Κεμάλ.  Η απάντηση του Βενιζέλου, όπως προκύπτει από την επιχειρηματολογία του στο Παρίσι, είναι πως δεν τον ενδιέφερε το τι έκαναν οι «Τούρκοι», που νεόκοπα αυτοπροσδιορίστηκαν ως Αλβανοί. Άλλωστε ποτέ ο Βενιζέλος δεν προσμετρούσε τους μουσουλμάνους Αλβανούς της Β. Ηπείρου στους Έλληνες.

Ο Βενιζέλος εστίασε στο γεγονός πως μετά από την ανακήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, οι ορθόδοξοι στην Αλβανία θεωρούσαν εαυτούς ως Έλληνες, ενώ οι Αλβανοί μουσουλμάνοι δεν είχαν διαμορφώσει εθνική συνείδηση και πως ανέκαθεν αυτοπροσδιορίζονταν ως Τούρκοι. Ο Βενιζέλος τόνισε αρκετές φορές κατά την έκθεση των επιχειρημάτων του πως το αλβανικό κίνημα ήταν νεόκοπο και είχε ενταθεί μόλις τα τελευταία 2-3 χρόνια. Θα πρέπει να επισημανθεί πως η Κορυτσά αποτέλεσε από την δεκαετία του 1880 την κοιτίδα του αλβανικού εθνικισμού στον Νότο, όπως αντίστοιχα για τον Βορρά ήταν η Πριζρένη. Το αυστριακό ενδιαφέρον για την περιοχή συνετέλεσε, ώστε στις αρχές του 20ου  αιώνα να δημιουργηθεί μια μικρή ομάδα αλβανόφρονων ορθοδόξων στην Κορυτσά, η οποία βρισκόταν σε ανοιχτή σύγκρουση με το ελληνικό-ορθόδοξο στοιχείο της πόλης, το οποίο και αποτελούσε την μεγάλη πλειοψηφία.

Οι Αλβανοί ιστορικοί δεν αποδέχονται σήμερα την επιχειρηματολογία του Βενιζέλου, ότι όλοι οι ορθόδοξοι της Αλβανίας ήταν a priori Έλληνες, χαρακτηρίζοντάς την επιχειρηματολογία αναχρονιστική, η οποία και αγνοούσε την ύπαρξη του αλβανικού εθνικού κινήματος. Μάλιστα επισημαίνουν πως τα μέλη της αλβανικής αντιπροσωπίας στο Παρίσι επιδίωξαν την διενέργεια δημοψηφίσματος για τις περιοχές που οι Μεγάλες Δυνάμεις συζητούσαν να αφεθούν εκτός της αλβανικής επικράτειας τον Μάρτιο του 1919[iii]. Επίσης χαρακτηριστικά αναφέρονται στην τοποθέτηση του Ιταλού αντιπροσώπου στο Παρίσι Ντε Μαρτίνο, ο οποίος τόνισε στα λοιπά μέλη της αρμόδιας επιτροπής για το ελληνοαλβανικό ζήτημα πως το θρήσκευμα δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως το αποκλειστικό κριτήριο για τον καθορισμό της εθνικότητας. Ο Ντε Μαρτίνο υποστήριξε πως στη νότια Αλβανία υπήρχαν ορθόδοξοι που ήταν Αλβανοί, όπως και στον Βορά υπήρχαν καθολικοί, που δεν ήταν Ιταλοί, αλλά επίσης Αλβανοί. Προθυμοποιήθηκε μάλιστα να προσκομίσει στατιστικά στοιχεία από τις ιταλικές αρχές, με εμφανή στόχο να αντικρούσει τα εθνολογικά δεδομένα που είχε παραθέσει ο Βενιζέλος. Ο έτερος Ιταλός αντιπρόσωπος, συνταγματάρχης Καστόλντι, αποδέχτηκε την επιχειρηματολογία του Βενιζέλου, ότι οι Μουσουλμάνοι κατά βάση ήταν Αλβανοί, ενώ οι ορθόδοξοι Έλληνες.

Η ειδική επιτροπή που εξέτασε τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις συνεδρίασε 12 φορές, από τις 12 Φεβρουαρίου μέχρι της 21 Μαρτίου του 1919, ενώ το ζήτημα του καθορισμού των ελληνοαλβανικών συνόρων απασχόλησε στην 7η συνεδρίαση. Οι Αλβανοί ιστορικοί αναφέρουν πως η βρετανική αντιπροσωπία, ενώ πίστευε ότι η Χιμάρα, το Αργυρόκαστρο, το Δέλβινο και οι Άγιοι Σαράντα ήταν καθολικά ελληνικές και ως προς το εθνικό φρόνημα και ως προς το γλωσσικό κριτήριο, οι περιφέρειες της Κορυτσάς, της Κολόνιας και του Λεσκοβίκ αποτελούνταν ως επί των πλείστων από «κατά το γένος» Αλβανούς[iv]. Οι εκπρόσωποι των Αγγλογάλλων στην επιτροπή ήταν και οι θερμότεροι υποστηρικτές τον ελληνικών διεκδικήσεων στην Β. Ήπειρο.

Κορυτσά: Με μπλε χρώμα παρουσιάζεται ο ορθόδοξος πληθυσμός ενώ με καφέ χρώμα ο μουσουλμανικός. Μια πρώτη ανάγνωση του χάρτη καθιστά εμφανής την υπεροχή του ορθόδοξου-ελληνικού στοιχείου στην πόλη της Κορυτσάς, στην Μοσχόπολη και στα χωριά νοτίως της Κορυτσάς προς την Νικολίτσα και την Ελλάδα. Τα χωριά στον άξονα Κορυτσά-Πόγραδετς και Κορυτσά-Βίγλιστα, με κάποιες εξαιρέσεις, αποτελούνταν από μουσουλμανικό πληθυσμό.

Αργυρόκαστρο: Μια πλήρης αντιστροφή της κατάστασης βλέπουμε στην περιοχή του Αργυροκάστρου, όπου στην πόλη κυριαρχεί το μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ στα χωριά (που αργότερα αναγνωρίστηκαν ως ελληνική μειονοτική ζώνη), κυριαρχεί το ορθόδοξο-ελληνικό στοιχείο.

Ο Μεγάλος Πόλεμος είχε καταστήσει έκδηλο ότι η εθνική συνείδηση έπρεπε να αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα που θα καθόριζε την εθνικότητα ενός λαού. Χαρακτηριστικά ο Βενιζέλος θα δήλωνε στο Παρίσι πως ούτε η φυλή, ούτε η γλώσσα, ούτε τα ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά του προσώπου, μπορούσαν να αποτελέσουν ασφαλή κριτήρια για τον προσδιορισμό της εθνικότητας. Είναι εμφανές πως ο Βενιζέλος ήταν επηρεασμένος από τις ιδέες του βρετανού καθηγητή της Οξφόρδης Άρνολντ Τόινμπι, όπως αποτυπώθηκαν στο βιβλίο του «Η Εθνικότητα και ο Πόλεμος» που εκδόθηκε το 1915.

Αναφορικά με τους Ηπειρώτες, ο Τόινμπι έγραφε πως ήταν ανεπτυγμένοι πολιτισμικά, ώστε να έχουν διαμορφώσει μια κοινή εθνική συνείδηση που ξεπερνούσε τα όρια της φυλής. Οι Μεγάλες Δυνάμεις το 1913-1914 είχαν ετεροπροσδιορίσει συλλήβδην τους κατοίκους της Β. Ηπείρου ως Αλβανούς, μόνο και μόνο επειδή μιλούσαν μια αλβανική διάλεκτο. Το καθοριστικό στοιχείο για τον Τόινμπι δεν ήταν ότι οι Ηπειρώτες μιλούσαν αλβανικά στο σπίτι, αλλά ότι μάθαιναν ελληνικά στο σχολείο, ως επιλογή ζωής. Οι Ηπειρώτες απέδειξαν πως η κοινή γλώσσα με τους Αλβανούς στην περίπτωσή τους δεν αποτελούσε κριτήριο εθνικού δεσμού, καθώς το 1914 πήραν τα όπλα για να υπερασπιστούν το δικαίωμά τους να ενωθούν με ένα αλλόγλωσσο κράτος, την Ελλάδα[v]. Είναι προφανές πως ο Τόινμπι αναφερόταν συγκεκριμένα στους Κορυτσαίους.

Είναι δεδομένο ότι η κατάσταση στην Κορυτσά το 1920 δεν ήταν η ίδια με αυτήν του 1914. Ο Γάλλος στρατηγός Ντεφουρτόν που επισκεπτόταν περιοδικά την Κορυτσά για να επιθεωρήσει τα γαλλικά στρατεύματα που έλεγχαν την περιοχή από το 1916, θα επισήμαινε τον Απρίλιο του 1920 στην Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή Κωνσταντινούπολης πως το ελληνικό φρόνημα των κατοίκων της Κορυτσάς είχε εξασθενίσει σε σχέση με προηγούμενες επισκέψεις του στην περιοχή, που είχε πραγματοποιήσει το 1916 και το 1918. Ο Ντεφουρτόν απέδιδε το παραπάνω γεγονός στο διάγγελμα του Προέδρου Ουίλσον που προέκρινε την δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους, που θα συμπεριλάμβανε στην επικράτειά του και την Κορυτσά. Επίσης η νέα κυβέρνηση των Τιράνων με επικεφαλής τον Σουλεϊμάν Ντελβίνα, που είχε προκύψει μετά από το Συνέδριο της Λούσνια τον Ιανουάριο του 1920 είχε καθολική αποδοχή από τους Αλβανούς, γεγονός που είχε συμβάλει στην ενίσχυση του αλβανικού εθνικού φρονήματος[vi].

Τον ίδιο μήνα ο βρετανός διπλωμάτης Άλεν Λήπερ, αρμόδιος για το ελληνικό ζήτημα και μέλος της βρετανικής αντιπροσωπίας στο Παρίσι, θα τηλεγραφούσε στο Foreign Office ισχυριζόμενος πως ο Βενιζέλος του είχε εκμυστηρευτεί σε κατ’ιδίαν συζήτηση πως δεν θα έφερνε αντίρρηση, εάν η Κορυτσά ενσωματωνόταν σε ένα ανεξάρτητο Αλβανικό κράτος, καθώς ο Βενιζέλος είχε ως κύριο στόχο την προσάρτηση της περιοχής του Αργυροκάστρου στην Ελλάδα, κάτι που εκείνη την εποχή δεν έβρισκε αντίθετες τις τέσσερεις Μεγάλες Δυνάμεις (Η.Π.Α., Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία). Αντιθέτως, η ενδεχόμενη απόδοση της Κορυτσάς στην Ελλάδα δεν έβρισκε σύμφωνο τον πρόεδρο Ουίλσον, ενώ είχε αποτελέσει αντικείμενο κριτικής και από τον βρετανικό τύπο. Tην ίδια εποχή ο γαλλικός στρατός αποχωρούσε από την Κορυτσά και ο Βενιζέλος προετοίμαζε το έδαφος, ώστε να γινόταν η αντικατάστασή του από τον ελληνικό στρατό[vii].

Οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν αποφασίσει να μην επιτρέψουν καμία μεταβολή στην εδαφική κατάσταση που είχε δημιουργήσει ο Α’ΠΠ, προτού ολοκληρωθούν οι διεργασίες στο Παρίσι. Το ζήτημα της αποχώρησης του γαλλικού στρατού από την Κορυτσά είχε προκύψει από το καλοκαίρι του 1919. Ο πρώτος που ανέδειξε το θέμα στο Παρίσι ήταν ο Τομάσο Τιττόνι, ο οποίος διαμήνυσε πως θα έπρεπε να διατάξουν τον ελληνικό στρατό να μην καταλάβει την Κορυτσά, καθώς αυτό θα οδηγούσε σε συγκρούσεις με το μουσουλμανικό στοιχείο της περιοχής[viii]. Θα πρέπει να επισημανθεί πως και τον Οκτώβριο του 1914, ο ελληνικός στρατός δεν είχε εισέλθει στην Κορυτσά αυτοβούλως αλλά κατόπιν εντολής των δυνάμεων της Αντάντ. Το 1919 ο ελληνικός στρατός παρέμενε και συμμαχικός στρατός. Οι Γάλλοι ενημέρωσαν τον Βενιζέλο σχετικά με τα τεκταινόμενα στο Παρίσι μέσω του Έλληνα πρεσβευτή Ρωμανού και του υπογράμμισαν πως κανένα κράτος δεν θα καταλάμβανε την Κορυτσά χωρίς να έχουν καθοριστεί πρώτα τα όρια της αλβανικής επικράτειας στο Παρίσι[ix].

*Ο Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης είναι ιστορικός ερευνητής.

[i] Papers Relating to the Foreign Relations of the United States, The Paris Peace Conference, 1919, Volume III Document 58. Secretary’s Notes of a Conversation Held in M. Pichon’s Room at the Quai d’Orsay, Paris, on Monday, 3 February,1919, at 11 a.m.

[ii] Ο εθνογραφικός χάρτης του 1919 αποτελεί τμήμα του «Αρχείου Μίλτου Σπυρομήλιου»

[iii] Dervishi, E. (2020). The Albanian question at the Paris Peace Conference during 1919-1920. Journal of Liberty and International Affairs, 6(2), 123-134, p. 123 and p.129

[iv] Lavdosh, Ahmetaj & Sinani, Arsim. (2014). Wilson and European Policy in Albania (1918-1920). SEEU Review. 10. 10.2478/seeur-2014-0011, p. 121-122.

[v] Kondis, D.M. (2023). British Foreign Policy on The Aegean Islands: 1912-1914. Turin: KDP, p. 67.

[vi]  Κόντης, Β. (1996). Ευαίσθητες ισορροπίες, Ελλάδα και Αλβανία στον 20ο αιώνα. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, σελ. 127-128

[vii] DBFP, 1919-1939, vol. XII, No 318 Memorandum by Mr. Leeper on the Greek occupation of Koritza and Thrace, Foreign Office, April 5, 1920

[viii] Papers Relating to the Foreign Relations of the United States, The Paris Peace Conference, 1919, Volume VIII, Document 5. Notes of a Meeting of the Heads of Delegations of the Five Great Powers Held in M. Pichon’s Room at the Quai d’Orsay, Paris, on Wednesday, September 3, 1919, at 11 a.m.

[ix] Β.Κόντης (2018), Ο Βενιζέλος και το ζήτημα της Κορυτσά, Θεσσαλονίκη: Literatus, σελ.100

Πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *