Ὁ Κοσμᾶς Αἰτωλὸς ὡς Ἱεραπόστολος
Ἀποστολή, Ἀπόστολος, Ἀποστέλλω! Τρεῖς λέξεις βασικὲς γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ποῦ κατ’ ἐξοχὴν εἶναι ‘Ἀποστολική. Καὶ λέγεται ἢ Ἐκκλησία Ἀποστολική, δχὶ μόνο διότι ἔχει τὴν ἀρχή της στὸν πρῶτο ‘Ἀπόστολο, στὸν Ἰησοΰ Χριστό, «ν ἀπέστειλεν ὃ Πατήρ», ἄλλα καὶ διότι τὸ ἔργο τῆς κυρίως εἶναι ἀποστολικό.
• Θὰ ἔφθανε ὁ ὅρος «ἀποστολή», ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἀποστολὴ ἔχουν καὶ ἄλλοι ὀργανισμοὶ καὶ ἄλλες ὑπηρεσίες, προσθέτουμε τὴν ἱερότητα. Καὶ μιλᾶμε γιὰ «ἱεραποστολή». Καὶ βέβαια δακρίνουμε τὴν ἐξωτερικὴ ἀπὸ τὴν ἐσωτερική ἱεραποστολή. Ὡς ἐξωτερικὴ νοοῦμε τὴν ὀρθόδοξο ὁμολογία καὶ θεολογία σὲ ξένες χῶρες, ὅπως κυρίως εἶναι χῶρες τῆς Ἀφρικῆς καὶ τῆς Ἀσίας. Ἂν ὅμως λάβουμε ὑπ᾽ ὄψιν τὴ χαλάρωσι τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὴν ἀποξένωσι τοῦ μεγίστου μέρους τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ μας ἀπό τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἄγνοια βασικῶν ἀρχῶν τῆς χριστιανικῆς μας Πίστεως, τότε δὲν θὰ πέφταμε ἔξω, ἂν καὶ τὴν προσπάθεια ἀναζωπυρώσεως τῆς ἐκλησιαστικῆς ζωῆς στὴν Πατρίδα μας, τὴν θεωρούσαμε καὶ αὐτὴν «ἐξωτερικὴ» ἱεραποστολή. Μιλᾶμε γιὰ Χριστὸ καὶ Εὐαγγέλιο, γιὰ Ἀλήθεια καὶ Ἁγιότητα σὲ ἕνα χῶρο, πού μόνο στατιστικὰ βαυκαλιζόμαστε ἐνίοτε νὰ τὸν θεωροῦμε 95% ὀρθόδοξο!
• Ἀπόλυτη ἀνάγκη ἱεραποστολῆς ἔχουμε ὅλοι, καὶ οἱ ἐντὸς καὶ οἱ ἐκτός, καὶ οἱ ἐν Ἑλλάδι καὶ οἱ ἐκτὸς Ἑλλάδος, καὶ οἱ θεωρούμενοι βαπτισμένοι ποί ὅμως ζοῦν ὡς ἀβάπιστοι, καὶ οἱ τύποις χριστιανοὶ καὶ οἱ τυπολάτρες ὀρθόδοξοι καὶ οἱ ἀθεΐζοντες θρησκευόμενοι!
• Ἂν ἡ Ἐκκλησία εἶναι στρατευομένη καὶ τὰ συνειδητά της μέλη εἶναι στρατιῶτες Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε ἡ ἀναγκαιότερη στολὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀποστολή. Ἂν ἢ Ἐκκλησία παλεύη μέσα σὲ θαλασσοταραχές, τὸν ἰσχυρότερο στόλο της τὸν κατευθύνει ὁ ἀπό-στολος. Ἂν ἡ Ἐκκλησία ἔχη τὶς ρίζες της στὸν Οὐρανό, τότε τὸ ρῆμα πού κάνει τὸ βῆμα τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὸ «ἀποστέλλω».
• Δεκάδες φορὲς στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ σαρκωμένος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἐμφανίζει τὴν παρουσία Του στὸν κόσμο ὡς ἀποστολὴ τοῦ Οὐρανίου Πατρός. «Ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον» (Ἰωάν. γ’ 17). Ὁ διάδοχος τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ καὶ διάκονος τοῦ Εὐαγγελίου λέγεται «ἀπόστολος». «Καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατήρ, κἀγώ πέμπω ὑμᾶς» (Ἰωἀν. κ’ 21). Στὴν ἀρχιερατική Του προσευχὴ τονίζει: «Καθὼς ἐμὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον, κἀγώ ἀπέστειλα αὐτοὺς εἰς τὸν κόσμον» (Ἰωαν. ιζ’ 18). Τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν δὲ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀποστολὴ στὸ κήρυγμα: «Οὐκ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ’ εὐαγγελίζεσθαι» (Α’ Κορ. α’ 17). Ἡ σπουδαιότερη ἐργασία τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀποστολή:
«Πῶς ἐπικαλέσονται εἰς ὅν οὐκ ἐπίστευσαν;
Πῶς δὲν πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν;
Πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος;
Πῶς δὲ κηρύξουσιν ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσιν;
Καθὼς γέγραπται: Ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά!» (Ρωμ. ι’14-15).
• Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς διάλεξε τὸ σπουδαιότερο, ἀλλὰ καὶ δυσκολώτερο ἄργο: τὴν ἱεραποστολή. Ὅσα λέει ὁ ἀπόστολος Παΰλος γιὰ τὴν δική του περιπετειώδη ἱεραποστολή, ἰσχύουν καὶ γιὰ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό: Μὲ ὅσα ἔπραττε καὶ ἀγωνιζόταν, συνιστοῦσε τὸν ἑαυτό τοῦ «ὡς Θεοῦ διάκονο». Γιὰ τὴν ἱεραποστολὴ ἐπέδειξε «ὑπομονην πολλήν», πέρασε τὴ ζωὴ του «ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις», διῆλθε τόσα μέρη κηρύττοντας «ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις», τὴν ἐπίγεια ζωή του τὴν διῆλθε «ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ». Ζοῦσε ὡς ἐπίγειος ἄγγελος «ὡς μηδὲν ἔχων καὶ πάντα κατέχων» (Β’ Κορ. στ’ 4-10). Τὴν κοπιώδη καὶ μαρτυρική του ἱεραποστολικὴ πορεία θὰ μπορούσαμε νὰ τὴν συνοψίσουμε στὸν γνωστὸ Χρυσοστομικὸ λόγο: «Κήρυγμα ὁδεῦον διὰ πάσης ἀνέσεως οὐκ ἔστι κήρυγμα».
Ἄς παρουσιάσουμε μερικὲς ὄψεις τῆς ἀληθινῆς ἁγιοκοσμάτικης ἱεραποστολῆς:
1. • Ἂν ἀπόστολος σημαίνη αὐτὸς πού λέει «παρὼν» στὸν κάλεσμα τοῦ Οὐρανοῦ, τότε ὁ Κοσμᾶς ἦταν ὁ ἀπόστολος, σὰν τὸν Ἠσαΐα τὸν προφήτη, πού στὸ ἐρώτημα τοῦ Θεοῦ «ποιὸν νὰ ἀποστείλη;» παραδόθηκε προσφέροντας τὸν ἑαυτό του: «Ἰδοὺ ἐγώ, Κύριε, ἀποστειλόν με» (Ἡσ. στ’ 8). Ὁ Κοσμᾶς ἦταν ἀπόστολος πού ἄφησε τὰ πάντα γιὰ ν᾽ ἀκολουθήση τὸν Χριστὸ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς σωτηρίας, ὅπως οἱ πρῶτοι τοῦ Χριστοῦ Ἀπόστολοι. Τὸ κάλεσμά του ἦρθε ἀπὸ τὸν Οὐρανό, ἀφοῦ ὁ ἴδιος πάλαιψε μεταξὺ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ καλύτερου. Καλό τό μοναστήρι. Μὰ πιὸ καλό, ἀπείρως καλύτερο, ἡ ἀγάπη γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Στὴ Μονὴ Φιλόθεου γονατιστὸς παρακαλοῦσε: «Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν, ἐν ἧ πορεύσομαι» (Ψάλμ. 142,8).
Στὴν ἀγωνία του ἀπάντησι ἔδωσε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Ἄνοιξε τὴ Γραφή. Τὸ βλέμμα του ἔπεσε στὸ ρητὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Μηδεὶς τὸ ἐαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος» (Α’ Κορ. ι’ 24).
Σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον: «Κοσμᾶ! Μὴ σκέπτεσαι μόνο τό δικό σου πνευματικὸ συμφέρον. Σκέψου καὶ τοὺς ἄλλους. Οἱ ὀρθόδοξοι ἀδελφοί σου χάνονται. Τὸ ἔθνος ἐξισλαμίζεται. Τὰ παιδιὰ μένουν καὶ ἀγράμματα καὶ ἀκατήχητα. Πάρε τὸ ραβδὶ τῆς ἱεραποστολῆς καὶ βγαῖς! Θὰ σὲ ὁδηγῶ «εἰς εὐθεῖαν ὁδόν». Μόνο νὰ πῆς τὸ μεγάλο «Nαί!».
Τὸ «Ναὶ» τὸ εἶπε μετὰ ἀπὸ πολλὲς προσευχές. Τὸ «Ναὶ» τὸ εἶπε ὕστερα καὶ ἀπὸ τὴ συμβουλὴ πού ζήτησε ἀπὸ θεωμένους πατέρες. Τὸ «Ναὶ» τὸ εἶπε κυρίως ὅτανν τὸν εὐλόγησε ὁ τότε Πατριάρχης Σωφρόνιος.
2. • Ἂν ἀπόστολος καὶ ἱεραπόστολος εἶναι αὐτὸς πού τρέχει μετ᾽ ἐμποδίων, γιὰ νὰ κερδίση ψυχές, τότε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἦταν ἀληθινὸς ἱεραπόστολος. Στοὺς δώδεκα ἀποστόλους του ὁ Χριστὸς εἶχε πεῖ: «Σᾶς ἀποστέλλω ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. ι’ 16). Ὁ Κοσμᾶς ὑπῆρξε τὸ ἐξαγνισμένο πρόβατο τῆς χάριτος, πού βάδισε ἀνάμεσά σε λύκους. Νίκησε. Τοὺς ἀγρίους τους μετέβαλε σὲ ἁγίους. Τοὺς λύκους τοὺς μετέτρεψε σὲ ἀρνία.
Ἐμπόδια; Πολλὰ συνάντησε. Μαζὶ μὲ τὸν ἴνδαλμά του, τὸν Παῦλο, θὰ μποροῦσε νὰ λέη: «Καθ’ ἡμέραν ἀποθνήσκω» (Α’ Κορ. ιε’ 31). Ἐμπόδιο οἱ ἀλλόφυλοι καὶ οἱ ἀλλόθρησκοι. Ἐμπόδιο οἱ κατακτητὲς Ὀθωμανοὶ Τοῦρκοι. Ἐμπόδιο ἡ μανία γιὰ τὸν ἐξισλαμισμὸ τοὺ ὀρθοδόξου λαοῦ. Ἐμπόδιο οἱ Ἑβραῖοι, πού διαιωνίζεται τὸ μῖσος τους κατὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Χίλιοι Τοῦρκοι μὲ ἀγαποῦν κι ἕνας ὄχι τόσο. Χιλιάδες Ἑβραῖοι θέλουν τὸ θάνατό μου καὶ ἕνας ὄχι». Ἐμπόδια ἀκόμα εἶχε ὁ ἅγιος καὶ στὴν ἀρχὴ τῆς ἀποστολικῆς του ἀποφάσεως καὶ ἀπὸ μοναχούς, ἀπὸ συμμοναστὲς τοῦ Ὅρους. Δὲν ἔβλεπαν μὲ καλὸ βλέμμα τὸν ἀποστολικὸ πόθο, πού τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶχε ἀνάψει στὴν καρδιά του. Καὶ εὐτυχῶς, πού προεστῶτες Μονῶν τοὺ Ὅρους καὶ πρὸ παντὸς ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος ἔθεσαν στὴν ἁγία κεφαλή του τὴν εὐλογία τους, γιὰ ὅσα σκεπτόταν νὰ κάνη γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ σωτηρία τοῦ λαοῦ.
3. • Ἂν ἀπόστολος καὶ ἱεραπόστολος εἶναι ὁ προσφερόμενος ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας καὶ διὰ τὴν Ἐκκλησία, τότε ὁ Κοσμᾶς εἶναι Ἱεραπόστολος μὲ τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα. Δὲν βρῆκε, ὅπως ἐλέχθη, τὸ ἀποστολικό του ὅραμα τὴ συμπάθεια συμμοναστῶν τῆς Μονῆς Φιλόθεου. Σφραγίστηκε ὅμως ἀπὸ τὴν ἔνθερμη ἔγκρισι ἁγίων πατέρων καὶ τὴν εὐλογία τῆς ποιμαινούσης Ἐκκλησίας. Ὁ προαναφερθείς Πατριάρχης συγκινήθηκε σὰν εἶδε τὸν ἱερομόναχο Κοσμᾶ γονατιστὸ μπροστά του νὰ τοῦ φιλάη τὸ χέρι. Μπροστά του ἔβλεπε ἕναν νέο ἀπόστολο Παῦλο, ποῦ μόνος αὐτὸς θὰ ἄναβε παντοῦ τὴν ἅγια φλόγα τῆς πίστης στὸν Χριστό.
Ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ καὶ τὸν κρυπτόμενο στὸ σπήλαιο τῆς μοναχικῆς ἀφιερώσεως, ἀλλ’ ὑπερευλογεῖ τὸν ἀετό, πού σὰν ἄλλος Παῦλος ἀνοίγει τὰ φτερὰ τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ χριστοκεντρικοῦ του λόγου καὶ ὑπερίπταται ὁ ἱεραποστολικὸς ἀετὸς σ᾽ ὅλοὺς τοὺς τόπους, κηρύσσοντας «Χριστόν, καὶ τοῦτον Ἐστυρωμενον» (Α’ Κορ. β’ 2).
4 • Ἂν ἀπόστολος εἶναι αὐτὸς πού ἀκούει τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα ἔθνη» (Ματθ. κη’ 19) καὶ δικό του τόπο δὲν ἔχει, ἀλλὰ τόπος του εἶναι ἡ καρδιὰ κάθε ἀνθρώπου, τότε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἦταν ΧρισταπόστολοςΙ
5 • Ἂν ἀπόστολος εἶναι αὐτὸς ποῦ ζῆ παντελῶς ἀκτήμων, αὐτὸς πού ὅλα τὰ δίνει καὶ ὁ ἴδιος δὲν εἰσπράττει τίποτε, αὐτὸς πού χαράχτηκε μέσα του τὸ «Μακάριόν ἐστι διδόναι μᾶλλον ἢ λαμβάνειν» (Πράξ. κ’ 35), τότε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὑπῆρξε ὑπερκόσμιος ἱεραπόστολος. Μιμητὴς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, πού «οὐκ εἶχε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. η’ 20). Τηρητής τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ στοὺς ἀποστόλους, ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ τοὺς ἀπέστειλε σὲ ἀποστολικὴ ἄσκησι. Τὰ λόγια Του ζωγραφίζουν τὴν ἁγία ἀκτημοσύνη: «Μηδὲν αἴρετε εἰς τὴν ὅδον, μήτε ράβδους μήτε πήραν μήτε ἄρτον μήτε ἀργύριον μήτε ἀνὰ δύο χιτώνας ἐχειν» (Λουκ. θ’ 3. ι’ 4. κβ’ 35). Θαυμαστής ὁ ἅγιος Κοσμᾶς καὶ τοῦ μεγάλου Παύλου, πού ἕνα δικαίωμα γνώρισε, τὸ νὰ θυσιάζη ὅλα τὰ προσωπικά του δικαιώματα. Ἀναγνωρίζει γιὰ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους τὸ «ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ» (Λουκ. ι’ 7). Γιὰ τὸν ἑαυτό του δὲν τὸ ἀναγνωρίζει. Ἀπόλυτα ἀφιλάργυρος ὁ Παῦλος. Θὰ λέη σὲ ὅλους ἐμᾶς, πού διεκδικοῦμε πολλὰ ὑλικὰ δικαιώματα: «Οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ» (Α’ Κορ. θ´ 12).
Ἀπόλυτα ἀκολούθησε καὶ στὸ θέμα τῆς ἀκτημοσύνης ὁ ἅγιος Κοσμᾶς τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ἀπόστολος ἰσάγγελος ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, οὔτε ἀράσθη ποτὲ ἀμοιβῆς καὶ χρημάτων, οὔτε δέχθηκε ποτὲ δώρημα ἢ φιλοδώρημα. Ἀφιλαργυρς πέρα γιὰ πέρα.
6 • Ἂν ὁ ἀπόστολος ἀφήνει τὸν ἑαυτό του στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ χαρίζει σὲ ὅλους τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς του, τότε ὁ Κοσμᾶς εἶναι ἀπὸ τὰ σπάνια πρότυπα τῆς πλήρους ἀφιερώσεως καὶ τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης.
Φυσικὰ δὲν μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε ἕναν Κοσμᾶ εἰσπράκτορα τυχερῶν, νὰ τὸν φαντασθοῦμε διάγοντα πολυτελῆ βίο, νὰ τὸν φαντασθοῦμε μὲ χρυσοΰφαντες στολές, νὰ τὸν φαντασθοῦμε μὲ τραπεζικοὺς λογαριασμούς, νὰ φαντασθοῦμε ἕναν Κοσμᾶ μὲ ἰδιοκτησίες καὶ περιουσίες, νὰ φαντασθοῦμε ἕναν Κοσμᾶ χωρὶς Σταυρὸ θυσίας, ἕναν Κοσμᾶ χωρὶς ἀγάπη καὶ προσφορά, ἕναν Κοσμᾶ τοῦ κόσμου τούτου. Ἀδιανόητο! Τέτοιος δὲν μποροῦσε ποτέ νὰ εἶναι.
Ἀξίζει νὰ ἀκούσουμε τὸν ἴδιον, τὸν ἀκτήμονα ἱεραπόστολο, τὸν Κοσμᾶ:
«Μελετώντας τὸ ἅγιον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, εὗρον καί λόγον ὁπού λέγει ὁ Χριστός μας, πώς χάρισμα σοῦ ἔδωσα καὶ ἐγὼ τὴν χάριν μου, χάρισμα νὰ τὴν δώσης καὶ σὺ εἰς τοὺς ἀδελφούς σου, χάρισμα νὰ διδάσκης, χάρισμα νὰ συμβουλεύης, χάρισμα νὰ ἐξομολογῆς, καὶ ἀνίσως καὶ ζητήσης νὰ πάρης τίποτε πληρωμὴν διὰ τὴν διδαχήν, ἢ πολλὰ ἢ ὀλίγα, ἢ ἕνα ἄσπρο, ἐγὼ σὲ θανατώνω καὶ σὲ βάνω εἰς τὴν κόλασιν.
Ἀκούοντας καὶ ἐγώ, ἀδελφοί μου, αὐτὸν τὸν γλυκύτατον λόγον ὁπού λέγει ὁ Χριστός μας, χάρισμα νὰ ὑπηρετοῦμεν καὶ τοὺς ἀδελφούς μας, εἰς τὴν ἀρχὴν μοῦ ἐφάνη βαρὺς ὁ λόγος, ὕστερον ὅμως μοῦ ἐφάνη γλυκύτερος ὥσπερ μέλι καὶ κηρίον, καὶ ἐδόξασα καὶ δοξάζω χιλιάδες φορὲς τὸν Χριστόν μου ὁπού μ᾽ ἐφύλαξε ἀπό τοῦτο τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας, καὶ μὲ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ Θεοῦ δὲν ἔχω μήτε σακκούλα, μήτε σπίτι, μήτε κασέλλα, μήτε ἄλλο ράσο ἀπό αὐτὸ ὁπού φορῶ, ἀλλά ἀκόμη παρακαλῶ τὸν Κύριόν μου μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μου νά μέ ἀξιώση νά μήν ἀποκτήσω σακκούλα, διότι ὡσὰν κάμω ἀρχὴν νὰ παίρνω ἄσπρα, εὐθὺς ἔχασα τοὺς ἀδελφούς μου καὶ δὲν ἠμπορῶ καὶ τὰ δύο, ἤ τον Θεὸν ἢ τὸν διάβολον» (Αὐγ. Καντιώτου, ἔκδ. κβ’, σελ. 108).
7 • Ἂν ἀπόστολος εἶναι τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ, τότε ὁ Κοσμᾶς ἦταν χρυσόστομος ἀπόστολος. Ἔχει λεχθῆ: Στόμα Χριστοῦ Παῦλος! Στόμα Παύλου Χρυσόστομος! Ἐμεῖς ἔχουμε δικαίωμα συμπληρωματικὰ νὰ ποῦμε: Στόμα καὶ Χριστοῦ καὶ Παύλου καὶ Χρυσοστόμου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Τὸ στόμα τοῦ ἦταν τὸ μεγάφωνο τοῦ Θεοῦ. Τὸ στόμα του ἦταν ἡ ἔκφρασις τῆς καιομένης καὶ παλλομένης καρδιᾶς του. Γιὰ τὸ στόμα τοῦ ἀποστόλου Κοσμᾶ ἰσχύει πλήρως τὸ τοῦ Παύλου στὴν πρὸς Ρωμαίους: «Καρδίᾳ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν» (Ρωμ. ι’ 10).
Τὸ στόμα του ἦταν πάντοτε ἕτοιμο πρὸς ἀπολογία καί ὁμολογία. Εἶναι ἡ συνέχεια τοῦ μεγάλου Παύλου, πού λέει στὴν Α’ πρὸς Κορινθίους: «Οὐαί μοι ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι» (Α’ θ’ 16). Τὸ στόμα του ἦταν ἡ ἁγιώτερη καὶ ἡ πλέον ἐποικοδομητικὴ μετάφρασις τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Δὲν τὸ ἄνοιγε γιὰ ἄρρητο λόγο, γιὰ ἀκατονόητα ψαλσίματα, γιὰ περιττὰ διανθίσματα. Ὅταν ἄνοιγε τὸ στόμα του, λὲς καὶ τὸ κατηύθυνε τὸ 14ο κεφάλαιο τῆς Α’ Κορινθίους: «Θέλω πέντε λόγους διὰ τοῦ νοός μου λαλῆσαι ἢ μύριους λόγους ἐν γλώσσῃ» (ιδ’ 4).
Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸν ἀκουγαν ὅλοι. Κρέμονταν ἀπὸ τὰ χείλη του. Κάθε λόγος καὶ ἕνα θαῦμα. Ὁ βιογράφος του περιγράφει: «Τὸ κήρυγμα του εἶχε τεραστίαν ἐπίδρασιν. Καί ληστας ἀκόμη ἀφώπλιζε. Συνήντησε κάποτε ληστοσυμμορίαν, τρομοκρατοῦσαν τὴν περιφέρειαν. Ἀλλ᾽ ὁ ἀρχηγὸς της τόσον συνεκινήθη ἀπό τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου, ὥστε μετενόησε διὰ τὰ ἐγκλήματα, πού εἶχε διαπράξει εἰς βάρος ἀθώων πλασμάτων, ἐπέταξε τά ὅπλα του, διέλυσε τὴν συμμορίαν, καὶ ἐγένετο ἕνας ἀπό τούς κοινωφελέστερους χριστιανοὺς τοῦ τόπου του» (σελ. 22).
8 • Ἂν ἀπόστολος εἶναι ὅποιος μεταδίδει τὸν αἰώνιο Χριστὸ μὲ κατανοητὴ γλῶσσα, τότε ὁ Κοσμᾶς ἦταν ὁ γλωσσοπυρσόμορφος ἀπόστολος. Μιλοῦσε στὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ. Προέτρεπε τοὺς ἱερεῖς νὰ διαβάζουν «παστρικά» τό Εὐαγγέλιο. Χρησιμοποιοῦσε κάθε τοπικὴ διάλεκτο. Διέσωσε βεβαίως τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα, χωρὶς ὅμως νὰ κάνη τὴν γλώσσα σκοπό. Σκοπὸς του ἕνας ἦταν: Ὁ Γλυκύτατος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ Ἀλήθειά Του. Ὅλες τὶς Διδαχὲς του τὶς ξεκινάει μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού γιὰ τὸν Κοσμᾶ εἶναι γλυκύτατο Πρόσωπο: «Ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός, ἀδελφοί μου, ὁ γλυκύτατος αὐθέντης καὶ Δεσπότης, ὁ ποιητὴς τῶν Ἀγγέλων καὶ πάσης νοητῆς καὶ αἰσθητῆς κτίσεως,… ἐκαταδέχθη καὶ ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ ἀπό τά κα-θαρώτατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας…» (σελ. 103).
9 • Ἂν ἀπόστολος καὶ ἱεραπόστολος εἶναι ὅποιος τὰ ματωμένα ἴχνη τοῦ Σταυροῦ ἀκολουθεῖ, τότε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὑπῆρξε ὁ μάρτυρας, ὁ ἱερομάρτυρας τῆς ἱεραποστολῆς. «Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ἠμῶν, ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ ἀκολουθήσωμεν (Α’ Πέτρ. β’ 21).
Τὸν ἱεραπόστολο δὲν τὸν περιμένει θρόνος. Τὸν ἀναμένει πόνος. Δὲν τὸν περιμένει ἡ ἐπίγεια δόξα. Τὸν ἀναμένει ὁ ἔνδοξος θάνατος. Δὲν τὸν περιμένει θέσις ὑψηλή. Τὸν ἀναμένει μετάθεσις στὸν Οὐρανό.
Εἴκοσι χρόνια βάδισε ὁ Κοσμᾶς τὸν τραχὺ δρόμο τοῦ ἱεραποστολικοῦ κηρύγματος. 45 ἐτῶν ἦταν ὅταν βγῆκε «τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ» (Μάθ. ιγ’ 3). Τὸν σπόρο τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ. Ὥριμος γιὰ φυτευτής. 65 ἐτῶν ἔφθασε, τότε πού ἦλθε ἡ ὥρα τῆς ἀμοιβῆς τῶν κόπων του. Ἑβραῖοι τὸν πρόδωσαν. Ὁ Κοὺρτ Πασὰς ἀνέλαβε τὸ ἔργο τοῆ σταυρωτοῦ. Καὶ ἡ γενναία ψυχὴ τοῦ μεγάλου ἱεραποστόλου ἑτοιμάστηκε. Εἶπε στοὺς τέσσερις καλογήρους πού τὸν συνώδευαν: «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος καὶ ἐξήγαγεν ἡμᾶς εἰς ἀναψυχὴν» (Ψαλμ. 65,12).
Ὁ Κύριος της ἀποστολῆς ἀνέμενε μὲ τὸ στεφάνι Του τὸν μάρτυρα ἀπόστολο, τὸν πρωταθλητή τοῦ παγκοσμίου πρωταθλήματος, πού λέγεται ἱεραποστολή. Τὸν περίμενε νὰ τὸν στεφανώση. Οἱ ἄγγελοι ἀπό τὶς οὐράνιες ἁψίδες παρακολουθοῦσαν τὴν τελευταία μάχη τοῦ ἱερομάρτυρα. Καὶ ἐκεῖνος, καρτερόψυχος, γονάτισε στὴ ρίζα τοῦ δένδρου πού θὰ γινόταν ὁ σταυρός του, στὶς ὄχθες τοῦ Ἀώου ποταμοῦ, πού κυλοῦσε ὅπως κυλοῦσε ἡ ζωὴ τοῦ ἐνδόξου ἱεραποστόλου γιὰ νὰ καταλήξη στὴν ἀπεραντωσύνη τῆς οὐράνιας βασιλείας. Εὐχαρίστησε τὸν Κύριο γιὰ τὴν τιμὴ πού τοῦ ἔκανε νὰ εἶναι ἀπόστολός Του. Σηκώθηκε, εὐλόγησε τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα. Στήλωσε τὸ σῶμα του στὸ δέντρο καὶ ὁ δήμιος τοῦ πέρασε τὸ σχοινὶ τοῦ ἀπαγχονισμοῦ.
• Ἅγιε Κοσμᾶ, ἕνας ἐσὺ ἔσωσες τὸν τόπο μας. Ἕνας ἐσὺ κράτησες τὴν Ὀρθοδοξία στὶς καρδιὲς τῶν σκλαβωμένων Ἑλλήνων. Ἕνας ἐσὺ ἄνοιξες τὰ μάτια τῆς πίστεως σὲ χιλιάδες ἀδελφούς. Ἕνας ἐσὺ σήκωσες ἀταλάντευτα τό Σταυρὸ τῆς μαρτυρικῆς ἱεραποστολῆς. Ἡ ἐπὶ γῆς Ἐκκλησία ἄργησε νὰ σὲ τιμήση. Ἀπὸ τὸ 1779, ἔτος πού μαρτύρησες, μόλις τὸ 1961 ἔγινε ἡ πράξις ἁγιοκατατάξεώς σου. Καὶ τί μὲ τοῦτο; Ὁ Οὐρανὸς αὐτοστιγμεὶ σὲ δέχτηκε δίπλα στοὺς μεγάλους ἀποστόλους καὶ ἱεραποστόλους. Τὸ μαρτύριο εἶναι τὸ μόνο ἀπόλυτα βέβαιο εἰσιτήριο γιά τὴν κατάκτησι τῆς αἰώνιας ζωῆς.
• Ἅγιε Κοσμᾶ! Κάθε σπόρος σου κι ἕνα δάκρυ. Κάθε λόγος σου καὶ μιὰ προσευχή. Κάθε κήρυγμά σου κι ἕνα θαῦμα ἐπιστροφῆς ψυχῆς. Κάθε βῆμα σου καὶ ἕνα στήριγμα τοῦ κόσμου. Κάνε μὲ τὶς πρεσβεῖες σου, νέοι ἀπόστολοι καὶ ἱεραπόστολοι νὰ λάμψουν. Μὲ ὑψωμένες τὶς λαμπάδες τῆς ἐν Χριστῷ Ἀλήθειας καὶ Ἀγάπης, νὰ καλοῦν: «Δεῦτε λάβετε φώς ἀκ τού ἀνεσπέρου φωτός».