Πολωνία-Ουκρανία: Σφιχτοί εναγκαλισμοί μέχρι… πνιγμού
του Βασίλη Μακρίδη
Ενώ η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων συνεχίζεται στο έδαφος της Ουκρανίας και των δύο Λαϊκών Δημοκρατιών (ΛΔ) του Ντονμπάς με τη συμμετοχή και των Λαϊκών Πολιτοφυλακών των αυτοανακηρυγμένων κρατικών οντοτήτων, η χουντική ηγεσία του Κιέβου με επικεφαλής τον ίδιο τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι πραγματοποιεί κινήσεις στον διεθνή χώρο που, για να το πούμε κομψά, είναι περίεργες και με στοχεύσεις που προκαλούν το λιγότερο απορίες. Στις 22 Μαΐου και με αφορμή την επίσημη επίσκεψη του προέδρου της Πολωνίας, Άντζεϊ Ντούντα (Andrzej Duda) στο Κίεβο, ο Ζελένσκι ανακοίνωσε (προς το παρόν ανεπίσημα, αλλά σύντομα και επίσημα, μέσω Προεδρικού Διατάγματος) την πρόθεσή του να παρέχει τους πολίτες της Πολωνίας προνομιακό «ειδικό καθεστώς».
Σύμφωνα με τη ρωσική ιστοσελίδα rg.ru (ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Rossiyskaya Gazeta), με βάση το προς έκδοση Προεδρικό Διάταγμα, οι ευρισκόμενοι στην επικράτεια της Ουκρανίας Πολωνοί πολίτες θα εξομοιώνονται, ουσιαστικά, με τους αντίστοιχους Ουκρανούς, θα μπορούν να καταλαμβάνουν κρατικά αξιώματα, να εργάζονται σε ουκρανικές κρατικές επιχειρήσεις υψηλής μυστικότητας, ακόμη και να γίνονται μέλη του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας! Ευρύτατο φάσμα αρμοδιοτήτων θα δοθεί και στα πολωνικά Σώματα Ασφαλείας (Αστυνομία κλπ), αφού από εδώ κι εμπρός θα μπορούν να «υπηρετούν» και να δρουν επί ουκρανικού εδάφους! Μοναδική εξαίρεση, κατά τα φαινόμενα, θα αποτελέσει (για πόσο, όμως;) το δικαίωμα ψήφου.
Πολιτικοί παρατηρητές επισημαίνουν, ότι ο βασικός στόχος της κίνησης αυτής του Ζελένσκι είναι να νομιμοποιήσει, προοπτικά, την παρουσία Πολωνών στρατιωτικών στο έδαφος της Ουκρανίας και μάλιστα με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους για τη Βαρσοβία. Σύμφωνα με το ρωσικό στρατιωτικό περιοδικό «Voyennoe Obozreniye» («Στρατιωτική Επιθεώρηση»), το «υπό κατασκευή» Προεδρικό Διάταγμα θα προβλέπει την ενσωμάτωση των Πολωνών στρατιωτικών στις επίσημες ουκρανικές Ένοπλες Δυνάμεις, κάτι που σημαίνει ότι η Πολωνία θα μπορεί να συμμετάσχει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Ρωσίας χωρίς να της έχει κηρύξει επίσημα τον πόλεμο. Με αυτόν τον τρόπο, επίσης, η Βαρσοβία ευελπιστεί να ξεπεράσει δια της πλαγίας οδού το ζήτημα της απευθείας στρατιωτικής σύγκρουσης ανάμεσα στη Ρωσία και το ΝΑΤΟ (του οποίου η Πολωνία, ως γνωστόν, αποτελεί μέλος), ενώ και σε περίπτωση που κάποιοι Πολωνοί στρατιωτικοί πιαστούν αιχμάλωτοι, θα υπάγονται στους όρους της Συνθήκης της Γενεύης περί διεξαγωγής πολέμου, δεδομένου ότι θα λογίζονται ως… «Ουκρανοί».
Όπως γίνεται ευνόητο από τα παραπάνω, η έκδοση ενός τέτοιου Προεδρικού Διατάγματος και η έγκρισή του από την ουκρανική Ανώτατη Ράντα (Βουλή) δεν θα έχει μόνο ως άμεση επίπτωση την άμεση εμπλοκή (έστω και δια της πλαγίας οδού) μιας χώρας-μέλους του ΝΑΤΟ στη στρατιωτική σύγκρουση στην Ουκρανία. Το μεσομακροπρόθεσμο αποτέλεσμα μιας τέτοιας κίνησης θα είναι η – μερική, έστω – εκπλήρωση των επιδιώξεων του πολωνικού «μεγαλοϊδεατισμού», που εδώ και 7 περίπου αιώνες ονειρεύεται μια «Πολωνία των δύο θαλασσών», δηλαδή από τη Βαλτική έως τον Εύξεινο Πόντο, με ενδιάμεση στάση στο Κίεβο και… στη Μόσχα (αφού το άσβεστο μίσος κατά της Ρωσίας διαπερνά διαχρονικά την πολωνική ιστορία από το Μεσαίωνα μέχρι τις μέρες μας)… Ταυτόχρονα, η εκπλήρωση των μικροϊμπεριαλιστικών σχεδίων της πολωνικής άρχουσας τάξης και των κυβερνήσεων της χώρας, σημαίνουν στην πράξη όχι τη διάσπαση, αλλά την πλήρη κατάργηση του ουκρανικού «ανεξάρτητου» κράτους, όπως το γνωρίσαμε από το 1991 και μετά, δηλαδή μετά τη διάσπαση της ΕΣΣΔ.
Δεν είναι τυχαίο, ότι ο Πολωνός πρόεδρος Άντζεϊ Ντούντα, σε μια αποστροφή του λόγου που εκφώνησε πριν λίγες μέρες στην Ανώτατη Ράντα, ανέφερε τα παρακάτω: «Ανάμεσα στις χώρες μας, την Πολωνία και την Ουκρανία, δεν θα υπάρχουν, πλέον, σύνορα. Για να ζήσουμε μαζί σε αυτή τη γη, οικοδομώντας μαζί την κοινή μας ευτυχία και την κοινή μας ισχύ, η οποία θα μας επιτρέπει να αποκρούουμε οποιονδήποτε κίνδυνο ή οποιανδήποτε πιθανή απειλή».
Γίνεται προφανές, ότι τα «κοινά σύνορα» και η «εξαφάνιση» των εσωτερικών συνόρων ανάμεσα στα δύο κράτη ευνοεί σαφώς αυτή την πλευρά που βρίσκεται σε καλύτερη μοίρα από πλευράς οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο «ισχυρός» είναι πασιφανώς η Πολωνία. Η Ουκρανία, αντιθέτως, επιστρέφει ουσιαστικά στους όρους με τους οποίους ένα σημαντικό κομμάτι της σημερινής της έκτασης αποτελούσε τμήμα της Πολωνο-Λιθουανικής Ουνίας από τον 14ο αιώνα και μέχρι την εξέγερση των Κοζάκων υπό τον Μπογκντάν Χμελνίτσκι το 1648 και την ίδρυση της «Βουλής του Περεγιασλάβλ» το 1654, μαζί με το Σύμφωνο Φιλίας και Ένωσης του νεοσύστατου κράτους των Κοζάκων της σημερινής Ουκρανίας με το Πριγκιπάτο της Μόσχας.
Οι σημερινοί Ουκρανοί πολίτες μετατρέπονται σταδιακά σε πολίτες β΄ κατηγορίας, ενώ η πάλαι ποτέ πολωνική «σλάχτα» (szlachta), δηλαδή η άρχουσα τάξη (κάποτε ως αριστοκρατία, σήμερα ως πολιτική και οικονομική εξουσία) ξαναπαίρνει το «πάνω χέρι» και ορίζει την κατάσταση. Και η Ουκρανία παραμένει, σε κάθε περίπτωση, αυτό που ορίζει εξαρχής η ονομασία της: μια περιοχή «στην άκρη» (u kraja – у края) «μιας άλλης κρατικής οντότητας, χωρίς καμία εθνική κυριαρχία και πολίτες «πληβείους» και φτηνό εργατικό δυναμικό για τους Πολωνούς και αλλοδαπούς καπιταλιστές…
Για να φτάσουν, ωστόσο, οι δύο πλευρές σε αυτά τα όψιμα… «σφιχταγκαλιάσματα» (μέχρι… πνιγμού, θα έλεγα), έπρεπε αμφότερες να βάλουν αρκετό «νερό στο κρασί τους», τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορικής, αφού από τα προλεγόμενα γίνεται κατανοητό, ότι οι σχέσεις των δύο λαών μόνο ως… «αδελφικές» δεν μπορούν να περιγραφούν. Ή, αν θέλετε, είναι τόσο «αδελφικές» που, υπό άλλες συγκυρίες και οι δύο πλευρές θα έβλεπαν ευχαρίστως τον εαυτό τους σε ρόλο… «αδελφοκτόνου»!
Μιλήσαμε για την εκμεταλλευτική στάση της Πολωνίας απέναντι στους πληθυσμούς της σημερινής δυτικής Ουκρανίας και τη θεώρησή τους ως «υπανθρώπων». Να σημειωθεί εδώ, ότι οι Πολωνοί εξαρχής αντιμετώπιζαν τον πληθυσμό αυτών των περιοχών ως ρωσικό· οι έννοιες του «ουκρανικού έθνους» και του «ουκρανισμού» (κατά το «ελληνισμός») δεν υπήρχαν ακόμη ούτε κατά διάνοια. Η εμφάνιση των παραπάνω εννοιών, μαζί με αυτή του ουκρανικού εθνικισμού, ήταν αποτέλεσμα της επίδρασης που προσπάθησε να ασκήσει στους πληθυσμούς αυτών των περιοχών η Αυτοκρατορία της Αυστροουγγαρίας, με απώτερο σκοπό την απόσπασή τους, αρχικά από την Πολωνία και στη συνέχεια από τη ρωσική Αυτοκρατορία. Ο ουκρανικός εθνικισμός, λοιπόν, εμφανίζεται αρχικά περισσότερο ως «αντι-πολωνισμός» και λιγότερο ως «αντι-ρωσισμός»· τα αντιρωσικά του χαρακτηριστικά θα τα διαμορφώσει μετά τη διάλυση του πολωνικού κράτους στο 1793 και, κυρίως, από τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν τα εδάφη αυτά γίνονται τμήματα του ρωσικού κράτους.
Μέχρι τη διάλυσή του το πολωνικό κράτος προσπάθησε να επιδράσει με διάφορους τρόπους στους κατοίκους αυτών των περιοχών· αρχικά μέσω της θρησκείας, με τη δημιουργία (με τις ευλογίες του Βατικανού) της λεγόμενης «Ελληνοκαθολικής» («Ουνιτικής») Εκκλησίας, δηλαδή επί του προακτέου μια εκκλησίας με πλήρη διοικητική εξάρτηση από το Παπικό Κράτος, αλλά με ορθόδοξα ιερατικά άμφια και λατρευτικό τυπικό. Επειδή, ωστόσο, το «ουνιτικό» πείραμα δεν πέτυχε εντελώς, αφού το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού της περιοχής παρέμεινε πιστό στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, χρησιμοποιήθηκαν τα πολιτικά και τα «ταυτοτικά» μέσα: οι «ανατολικοί Πολωνοί» (δηλαδή οι σημερινοί Ουκρανοί) μπορούσαν, τρόπω τινί, να αυτοπροσδιορίζονται εθνοτικά ως κάτι διαφορετικό από τους Πολωνούς, «αρκεί να αυτοπροσδιορίζονται και ως κάτι διαφορετικό από τους Ρώσους»· κυρίως δε, να αυτοπροσδιορίζονται ως κάτι εναντίον των Ρώσων… Το «θεάρεστο» αυτό έργο συστηματοποίησαν, ουσιαστικά, οι Αυστροούγγροι στις αρχές του 19ου αιώνα και ολοκλήρωσε αργότερα ο Μπίσμαρκ, ως ηγέτης του ενιαίου γερμανικού κράτους τη δεκαετία του 1870.
Όλα αυτά τα χρόνια οι σχέσεις Πολωνών και Ουκρανών (οι οποίοι αποκαλούνται από τους συγχρόνους τους ιστορικούς και πολιτικού παρατηρητές ως «Μικρορώσοι»), ακόμη και εντός της ρωσικής Αυτοκρατορίας, είναι ανταγωνιστικές. Η μοναδική περίπτωση, όπου -εν μέρει- παρατηρείται κάποιου είδους συνεργασία ανάμεσα στις δύο πλευρές, ήταν κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «Εξέγερσης του Γενάρη» (10/22 Ιανουαρίου 1863 – 6/18 Ιουνίου 1864), μιας εξέγερσης εναντίον της ρωσικής Αυτοκρατορίας με αμιγώς πολωνοκεντρικό χαρακτήρα, όπου οι λίγοι Μικρορώσοι που αγωνίζονται στο πλευρό των Πολωνών, σύμφωνα με τον Τσέχο ιστορικό και πολιτικό της εποχής Φράντισεκ Πάλατσκι (František Palacký), «πολεμούν όχι κάτω από λάβαρα μικρορωσικά για την πολιτική αυτοτέλεια της Μικρορωσίας, αλλά σαν Πολωνοί για την αναστήλωση της παλιάς Πολωνίας».
Κόντρα στο «αφήγημα» αυτό της «πολωνοουκρανικής φιλίας» έρχεται και το πραγματικό γεγονός της εξέγερσης, ταυτόχρονα με αυτήν του Γενάρη 1863, των Μικρορώσων, Λευκορώσων, ακόμη και Πολωνών ακτημόνων αγροτών εναντίον των μεγαλογαιοκτημόνων της πολωνικής szlachta, που οδήγησε στην ανοιχτή τρομοκρατία και τις πράξεις ωμής βίας στα χωριά της σημερινής ουκρανικής επαρχίας, με πολλούς νεκρούς ανάμεσα στους ντόπιους αγρότες και τα μέλη των οικογενειών τους.
Η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία το 1917, η ανεξαρτητοποίηση της Πολωνίας στα τέλη του 1918 και το πέρασμα τμήματος των εδαφών της πάλαι ποτέ ρωσικής Αυτοκρατορίας στην κυριαρχία της Πολωνίας δημιουργεί το νέο έδαφος για την όξυνση των σχέσεων ανάμεσα στους Ουκρανούς και τους Πολωνούς. Δημιουργούνται, στις κατεχόμενες, ουσιαστικά, περιοχές της σημερινής δυτικής Ουκρανίας οι πρώτες εθνικιστικές ουκρανικές οργανώσεις, η OUN (Ένωση Ουκρανών Εθνικιστών) και το στρατιωτικό της σκέλος, ο διαβόητος UPA (Ουκρανικός «Επαναστατικός» Στρατός), απ’ όπου αναδείχθηκαν αργότερα μέσα από τη δράση τους σε αυτόν οι συνεργάτες των Γερμανών ναζί Στεπάν Μπαντέρα και Ρομάν Σουχέβιτς.
Το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ο de facto διαμελισμός της Πολωνίας, ως αποτέλεσμα της εισβολής των Γερμανών ναζί δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για να «ξαναβγούν τα μαχαίρια» (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Από τη μία πλευρά οι Πολωνοί εθνικιστές της Armia Krajowa («Στρατός της Πατρίδας») πραγματοποιούν εθνοκάθαρση των Ουκρανών που ζούσαν στις ανατολικές περιοχές της σημερινής Πολωνίας και τη Λευκορωσία, ενώ από την άλλη πλευρά οι Ουκρανοί εθνικιστές και συνεργάτες των ναζί πραγματοποιούν ανάλογες επιχειρήσεις στις σημερινές περιοχές της δυτικής Ουκρανίας. Η πιο γνωστή και μαζική σφαγή που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή ήταν αυτή της Βολίν, όπου οι Ουκρανοί εθνικιστές κατέσφαξαν πάνω από 100 χιλιάδες Πολωνούς μέσα σε διάστημα περίπου 1 έτους (1943-1944). Αυτήν ακριβώς τη σφαγή κάλεσε ανερυθρίαστα πριν λίγες μέρες ο Άντζεϊ Ντούντα τους συμπατριώτες του Πολωνούς να «ξεχάσουν», χάριν της «φιλίας» που δένει τους λαούς της Πολωνίας και της Ουκρανίας…
Τόσο οι ενέργειες του Ντούντα, όσο και οι αντίστοιχες του Ζελένσκι στην Ουκρανία προκαλούν θύελλα διαμαρτυριών και μάλιστα από τις πιο ετερόκλητες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις: από τους σκληρούς εθνικιστές και των δύο πλευρών (που τους ενώνει, μεν, το αντιρωσικό μένος, αλλά τους χωρίζουν ποτάμια αίματος και απόπειρας αλληλοεξόντωσης), μέχρι τους υγιώς σκεπτόμενους πολίτες και από τους δύο λαούς, που βλέπουν να γίνονται κινήσεις πίσω από τις πλάτες τους και χωρίς κανένα κέρδος για τους ίδιους, παρά μόνο για το μεγάλο κεφάλαιο (εγχώριο και ξένο) και τους πολεμοκάπηλους που έχουν κάθε συμφέρον από τη μεγαλύτερη δυνατή παράταση της στρατιωτικής διένεξης ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία.
Φυσικά το «έργο» για το οποίο μιλήσαμε και δώσαμε, ουσιαστικά, ένα γενικό ιστορικό περίγραμμα και τη σύνδεσή του με τη σημερινή πραγματικότητα, έχει ακόμη πολλά «επεισόδια» μπροστά του. Ο γράφων θα παρακολουθεί τις εξελίξεις και, αναλόγως με την εξέλιξη των γεγονότων, θα επανέλθει στο θέμα εφόσον κάτι τέτοιο κριθεί απαραίτητο.