web analytics
ΕπικαιροΕπικαιροτητα

Κυβέρνηση χωρίς… αξιωματική αντιπολίτευση

Στην πραγματικότητα, έχουμε μία πολλαπλή αντιπολίτευση.

του Σταύρου Λυγερού

Η κάλπη μίλησε και μίλησε κατά τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια για πολλαπλές ερμηνείες. Εάν στις 21 Μαΐου το 41% ψήφισε τη ΝΔ κυρίως για να αποφύγει το ενδεχόμενο σχηματισμού μίας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, στις 25 Ιουνίου το 40,5% την ψήφισε για να αποφύγει τρίτες εκλογές. Όπως έχω επανειλημμένως τονίσει, το δίλημμα του Μητσοτάκη “αυτοδυναμία ή τρίτες εκλογές” ήταν πραγματικό από τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας.

Ο Ανδρουλάκης απέκλεισε αυτό το ενδεχόμενο, λόγω των αποτελεσμάτων της 21ης Μαΐου. Η τότε μεγάλη εκλογική πτώση του ΣΥΡΙΖΑ (από το 31,5% στο 20%) και παραλλήλως η σημαντική άνοδος του ΠΑΣΟΚ (από το 8,1% στο 11,5%) άλλαξε τον ρόλο του ΠΑΣΟΚ. Ενώ μέχρι τότε ήταν το τρίτο ενδιάμεσο κόμμα που καλείτο να συμπράξει με το πρώτο για τον σχηματισμό κυβέρνησης, μετά τις 21 Μαΐου το ΠΑΣΟΚ μετατράπηκε σε δυνάμει διεκδικητή της δεύτερης θέσης, δηλαδή του ρόλου της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Είναι ακριβώς αυτή η μετατροπή που δικαιολογημένα οδήγησε σε αλλαγή πλεύσης τη Χαριλάου Τρικούπη. Μέχρι τις 21 Μαΐου, ο Ανδρουλάκης έθετε ως όρο για να συνεργαστεί με το πρώτο κόμμα (όποιο κι αν ήταν) να μην είναι πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης ή αντιστοίχως ο Τσίπρας. Με άλλα λόγια, έλεγε ναι στη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ σε κυβέρνηση συνεργασίας, αλλά υπό τον συγκεκριμένο όρο. Μετά τις 21 Μαΐου, όμως, η συμμετοχή σε κυβέρνηση αποκλείστηκε και λογικά. Από τη στιγμή που διεκδικούσε να αναρριχηθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση, θα ακύρωνε τον στόχο του εάν συνεργαζόταν με τη ΝΔ. Κι αυτό θα ήταν “φιλί της ζωής” για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Το σημερινό αποτέλεσμα δείχνει ότι το δίλημμα που έθεσε ο Μητσοτάκης (αυτοδυναμία ή τρίτες εκλογές) εκτός από πραγματικό ήταν και εκλογικά αποτελεσματικό. Για την ακρίβεια, κατά κανόνα συγκράτησε δύο κατηγορίες ψηφοφόρων, οι οποίες είχαν λόγους να μην ξαναψηφίσουν τη ΝΔ. Η πρώτη είναι κεντρώοι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι είχαν στις 21 Μαΐου είχαν ψηφίσει ΝΔ, φοβούμενοι τη συνεργασία του κόμματός τους με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ εξανέμισε αυτό το ενδεχόμενο, οπότε ήταν λογικό κάποιοι από αυτούς που τον είχαν φοβηθεί να επιστρέψουν στο ΠΑΣΟΚ. Φαίνεται, όμως, ότι το ποσοστό επιστροφής είναι μικρό, κυρίως επειδή συγκράτησε στη ΝΔ αυτή την κατηγορία των ψηφοφόρων το δίλημμα που έθεσε ο Μητσοτάκης.

Η δεύτερη κατηγορία που θα μπορούσε να μειώσει το ποσοστό της ΝΔ είναι παραδοσιακοί ψηφοφόροι της που για ενδοπαραταξιακούς λόγους δεν επιθυμούν την απόλυτη “μητσοτακοποίηση” του κόμματός τους, κυρίως κάποιοι Καραμανλικοί και Σαμαρικοί. Αποδεικνύεται, όμως, πως κι αυτοί οι ψηφοφόροι τελικώς κατά κανόνα επηρεάστηκαν από την ανάγκη για αυτοδυναμία.

Μονοδιάστατα καθοδική

Όπως είχα επανειλημμένως προβλέψει η εκλογική τάση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μονοδιάστατα καθοδική. Το 20% της 21ης Μαΐου ήταν μία ανώμαλη προσγείωση για την εκλογική του βάση, γεγονός που την αποδόμησε περαιτέρω, ρίχνοντάς το ποσοστό του κάτω από το 18%. Αν και το σημερινό αποτέλεσμα δεν συνιστά μία πρόσθετη εκλογική κατάρρευση, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πολιτικά και εκλογικά πάρει την κάτω βόλτα.

Το μόνο θετικό για την Κουμουνδούρου είναι ότι ο ανταγωνιστής της, το ΠΑΣΟΚ, δεν κατάφερε να εκμεταλλευθεί τον ούριο άνεμο και να πραγματοποιήσει ένα νέο εκλογικό άλμα αντίστοιχο αυτού της 21ης Μαΐου (από 8,1% το 2019 στο 11,5%). Εάν το ΠΑΣΟΚ είχε προσεγγίσει το 15%, η φιλοδοξία του στις επόμενες εκλογές να εκτοπίσει τον ΣΥΡΙΖΑ από τη δεύτερη θέση θα είχε εγγραφεί στην πολιτική ατζέντα.

Αναλύσαμε τον λόγο που το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε να επαναπατρίσει ψηφοφόρους του που είχαν πάει στις 21 Μαΐου στη ΝΔ. Δεν κατάφερε, όμως, ούτε να εισπράξει τη μερίδα του λέοντος από τις απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ (πάνω από δύο μονάδες). Ανέβασε το ποσοστό του κατά μισή μονάδα, γεγονός ναι μεν θετικό, αλλά μάλλον απογοητευτικό για τις συγκεκριμένες πολύ ευνοϊκές συνθήκες.

Η αιτία που το ΠΑΣΟΚ δεν έκανε το άλμα που δυνάμει μπορούσε να κάνει, οφείλεται και στο γεγονός ότι η ηγεσία δεν ανέλαβε πρωτοβουλίες που θα δημιουργούσαν μία πολιτική-εκλογική δυναμική, επαναπατρίζοντας παλαιούς “πράσινους” ψηφοφόρους. Η νέα μικρή εκλογική άνοδος του ΚΚΕ (5,3% το 2019, 7,23% στις 21 Μαΐου) δείχνει όχι μόνο ότι σταθεροποίησε τα κέρδη των προηγούμενων εκλογών, αλλά κι ότι εισέπραξε ένα τμήμα των απωλειών του ΣΥΡΙΖΑ.

Τα μικρά κόμματα

Σε ό,τι αφορά στα μικρότερα κόμματα, είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού πως η αντισυστημική ψήφος ενισχύθηκε περαιτέρω και μάλιστα θα είναι παρούσα σε όλες τις εκδοχές της (εκτός του ΜΕΡΑ25) στη Βουλή. Αναμφιβόλως, έκπληξη είναι το ποσοστό του μέχρι πριν λίγες εβδομάδες άγνωστου κόμματος “Σπαρτιάτες”. Όχι μόνο εξασφάλισε την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση, αλλά και πρώτευσε στην αρένα των μικρών κομμάτων (4,7%), αποδεικνύοντας ότι το ποσοστό της άλλοτε “Χρυσής Αυγής” δεν ήταν συγκυριακό. Ο κρατούμενος Κασιδιάρης επέτυχε να οδηγήσει τον κορμό αυτής της κατηγορίας ψηφοφόρων σ’ ένα τίτλο που τους υπέδειξε.

Η άνετη είσοδος της “Νίκης” στη Βουλή (3,7%) απέδειξε ότι απέτυχε η εκστρατεία πολιτικού στιγματισμού της, που ενορχήστρωσε το επιτελείο Μητσοτάκη μέσω των συστημικών ΜΜΕ (ακροδεξιό κόμμα με ρωσικό χρήμα), με σκοπό να αποτρέψει την κοινοβουλευτική της εκπροσώπηση. Ενδιαφέρον είναι ότι με άνεση επιβίωσε κοινοβουλευτικά και η “Ελληνική Λύση” (4,5%), ενώ οριακά εισήλθε στη Βουλή και η “Πλεύση Ελευθερίας”, η οποία είχε δείξει πως είχε μεγαλύτερη δυναμική. Φαίνεται, όμως, πως οι αλλαγές που έκανε η Ζωή Κωνσταντοπούλου στις εκλόγιμες θέσεις των συνδυασμών, αναβίωσαν την αρνητική εικόνα μίας αυταρχικής προσωπικότητας που την συνόδευε από την εποχή της θητείας της στον ΣΥΡΙΖΑ και την οποία είχε προσπαθήσει με αρκετή επιτυχία να ανασκευάσει.

Η νέα Βουλή, λοιπόν, θα είναι οκτακομματική και εξόχως πολυφωνική. Το γεγονός ότι εισέρχονται τρία αντισυστημικά κόμματα που κινούνται στον ευρύτερο χώρο της Δεξιάς δεν σημαίνει ότι μπορούμε να μιλάμε για “δεξιά πολυκατοικία”. Είναι προφανές πως εάν κοιτάξουμε πέρα από τη γραμμική ταξινόμηση “Δεξιά-Αριστερά” θα διαπιστώσουμε πως σε μεγάλο βαθμό πρόκειται για διακριτά ιδεολογικά-πολιτικά ρεύματα. Στην πραγματικότητα, έχουμε ένα ισχυρό κυβερνών κόμμα, το οποίο θα έχει απέναντί του μία πολλαπλή αλλά κοινοβουλευτικά αδύναμη αντιπολίτευση. Στους κόλπους της, μάλιστα, είναι αναμενόμενο να κυριαρχήσει ο ανταγωνισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, γεγονός το οποίο αναμένεται να διευκολύνει περαιτέρω την κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Πηγή: SPress.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *