web analytics
ΕπικαιροΟρθοδοξια

Ὁ Περιστερίου σιωπᾶ διὰ τὸν Ἐσταυρωμένον

Γράφει ὁ Παναγιώτης Κατραμάδος, Θεολόγος

Ἀναγνώστης τοῦ «Ο.Τ.» ἐσχολίασε τὰ ἀκόλουθα διὰ τὸ ἄρθρον «Διατί ὁ Περιστερίου ἀφαιρεῖ τόν Τίμιον Σταυρόν;»:

«Εἶναι ἐνδιαφέρον ὁ Μητροπολίτης καὶ ὁ ἀρθρογράφος νὰ μᾶς προσκομίσουν τὶς πηγὲς καὶ τὰ στοιχεῖα, μὲ βάση τὰ ὁποῖα τεκμηριώνεται ὅτι ἡ τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου στὴν Ἁγία Τράπεζα εἶναι ὑπόθεση τῶν 100 τελευταίων ἐτῶν προτοῦ νὰ πᾶμε στοὺς θεολογικοὺς λόγους καὶ τὴ σημασία τους. Γιατί ἱστορικὴ ἔρευνα ἀπὸ τὸ 1932-33 ἔχει ἀποδείξει ὅτι αὐτὸ συνέβη αἰῶνες πρίν, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1491 καὶ 1561. Παρατίθεται ἡ πηγή: Δελτίον XAE 1 (1932), Περίοδος Γ’· Σελ. 135 – 140».

Εἶναι μᾶλλον ὑποχρέωσις τοῦ Σεβασμιωτάτου, ὁ ὁποῖος καὶ προβαίνει εἰς τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ Τ. Σταυροῦ, καὶ ὄχι ἰδική μας, νὰ ἐξηγήση εὐθέως τὰ κίνητρά του καὶ νὰ τεκμηριώση αὐτὴν τὴν καινοτομίαν του. Δίδεται ὅμως ἡ εὐκαιρία μέσῳ τοῦ ἀνωτέρω σχολίου νὰ ἐμβαθύνωμεν εἰς τὸ ὅλον ζήτημα.

Ἱστορία ἢ θεολογία;

Διὰ τὴν ἀξιοπιστίαν τῶν γραφομένων μας εἶναι ἀνάγκη νὰ διευκρινίσωμεν τὸ λεπτὸν ζήτημα περὶ τῆς τοποθετήσεως τοῦ Τ. Σταυροῦ ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Εἰς τὸ ἄρθρον εἴχομεν γράψει:

«Ὁ Σεβ. Περιστερίου διατείνεται ὅτι ἡ τοποθέτησις τοῦ Τ. Σταυροῦ ὄπισθεν τῆς Ἁγ. Τραπέζης εἶναι μόλις τῶν 100 τελευταίων ἐτῶν. Ὄντως εἶναι. Ὅμως ἀρκεῖ αὐτό;».

Ἡ συμφωνία μας αὐτὴ ἐστηρίχθη ἐπὶ τοῦ ἑξῆς λόγου: καλόπιστα ἐδέχθημεν τὸν ἰσχυρισμὸν τοῦ Σεβασμιωτάτου, ἀφοῦ προηγουμένως συνεβουλεύθημεν καὶ ὅσα ἀναφέρει ὁ ἀείμνηστος Λειτουργιολόγος Ἰ. Φουντούλης, προκειμένου νὰ καταδείξωμεν ὅτι τὸ ζήτημα δὲν εἶναι πρωτίστως ἱστορικόν. Ἐὰν ἡ τοποθέτησις τοῦ Ἐσταυρωμένου ὄντως ἀνάγεται ἀκόμη εἰς προγενεστέρους αἰῶνας ἀπὸ τοὺς ὑπολογισμοὺς τοῦ Σεβασμιωτάτου, αὐτὸ ἀποτελεῖ βεβαίως ἐπιχείρημα κατὰ τῆς ἀποφάσεώς του νὰ ἀφαιρῆ τὸν Τ. Σταυρόν, καθὼς -ἀπ’ ὅσα εἶναι μέχρι στιγμῆς γνωστά-, τὸ βασικὸν ἐπιχείρημα τοῦ Σεβ. Περιστερίου ἐρείδεται ἐπὶ τῆς ἱστορίας.

Ἡ ἰδική μας ὅμως συλλογιστικὴ ἐθεμελιώθη εἰς τὴν θεολογίαν τῆς λειτουργικῆς ἐξελίξεως καὶ τὴν σπουδαιότητά της, εἰδάλλως ἂν αὐτὴ τεθῆ εἰς τὸ περιθώριον, θὰ ἔπρεπε οἱαδήποτε πρᾶξις εἰς τὴν λατρείαν μας νὰ κρίνεται μὲ ἀποκλειστικὸν κριτήριον τὴν ἀρχαιότητά της. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἄτοπον, διότι θὰ ἔπρεπε κάθε μεταβολὴ νὰ ἀπορρίπτεται καὶ τὸ τελετουργικὸν νὰ ἐξαντλεῖται εἰς ὅ,τι ὑπῆρχε μόνον κατὰ τὴν περίοδον τῶν Ἀποστόλων! π.χ. θὰ ἔπρεπε νὰ καταργήσωμεν τὴν ἱ. Λαβίδα(!), διὰ τὴν ὁποίαν ἔγινε τόσος λόγος τὴν τελευταίαν διετίαν. Τοιουτοτρόπως θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπορριφθῆ τὸ μέγιστον μέρος τῆς λατρείας, ὅπως τὴν παρελάβαμεν ἕως σήμερα. Διὰ τὴν Ἐκκλησίαν ὅμως δὲν εἶναι ἡ ἱστορικότης τὸ (μοναδικὸν) κριτήριον.

Εἰς τὴν ἐπιχειρηματολογίαν τὴν ὁποίαν ἀνεπτύξαμεν εἰς τὸ ἄρθρον «Διατὶ ὁ Περιστερίου…», δὲν ἔχει τὴν βαρύτητα ἡ χρονικὴ ἔκτασις τῆς παραδόσεως (ἂν εἶναι 100 ἢ 1.000 ἔτη), ἀλλὰ ἡ σπουδαιότης καὶ ἡ ἐνσωμάτωσις-ἀποδοχὴ ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἑκάστης λειτουργικῆς πράξεως. Πρόδηλον, ὅτι ὅταν βεβαίως κάτι ἀποτελῆ παράδοσιν 1.000 ἐτῶν, αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ καθιέρωσαν συγκεκριμένοι θεολογικοὶ λόγοι καὶ ἔχει δοκιμασθῆ ἀρκούντως, εἰς σύγκρισιν μὲ μίαν συνήθειαν, ἡ ὁποία ἴσως ἐπεκράτησε διὰ μικρὸν χρονικὸν διάστημα εἰς Τοπικὴν Ἐκκλησίαν, διὰ λόγους ἀνάγκης, καὶ ἔπειτα περιέπεσεν εἰς ἀπραξίαν. Ὡστόσον, ἱ. κανόνες Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἔχουν καταδείξει ὅτι ἀκόμη καὶ πολυετεῖς παραδόσεις δύνανται νὰ τεθοῦν ὑπὸ ἀπαγόρευσιν (π.χ. τὸ ἔγγαμον τῶν Ἐπισκόπων, ἡ ἀπεικόνισις τοῦ Ἱ. Χριστοῦ ὡς Ἀμνοῦ κ.ἄ.), διότι πάντοτε κριτήριον εἶναι ἡ θεολογία, ὄχι ἁπλῶς ἡ ἀρχαιότης.

Τὸ τελετουργικὸν τῶν Ἁγίων Παθῶν

Ἂς ἐξετάσωμεν ὅμως ὅσα ἀναφέρονται εἰς τὸ Δελτίον τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, εἰς τὸ ὁποῖον μᾶς παραπέμπει ὁ σχολιαστής:

«Αἱ πρῶται μετὰ τὴν Ἅλωσιν τῆς Κων/λεως ρωσσικαὶ ἐκδόσεις (τυπικῶν) χρονολογοῦνται ἀπὸ τὸ 1491, αἱ δεύτεραι ἀπὸ τὸ 1561… Εἰς τὰς πρώτας δὲν ἀνεύρομεν καμμίαν μνείαν Ἐξόδου τοῦ Ἐσταυρωμένου, εἴτε τοῦ Ἐπιταφίου. Εἰς τὰς δευτέρας ἀπ’ ἐναντίας εὕρομεν τὸ ζητούμενον… Οὕτω, τὰ Τυπικὰ τῶν ξένων Ὀρθοδόξων λαῶν καὶ δὴ αἱ μεταφράσεις ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ τῆς Διατάξεως τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ, ἐν Ρωσσίᾳ κατ’ ἀρχάς, Βουλγαρίᾳ, Σερβίᾳ καὶ Ρουμανίᾳ βραδύτερον, βοηθοῦν νὰ ἀνεύρωμεν τὴν ἐποχὴν τῆς εἰσχωρήσεως εἰς τὴν ὀρθόδοξον ἑλληνικὴν ἐκκλησίαν τῆς ὅλης διατάξεως τῶν Παθῶν, ὅπως ἔφθασεν αὕτη μέχρις ἡμῶν μετὰ τῆς Ἐξόδου τοῦ Ἐσταυρωμένου –ἥτις ἦτο ἄγνωστος εἰς τοὺς πρὸ τῆς Ἁλώσεως χρόνους- καὶ τῆς ὅλης τελετῆς τοῦ Ἐπιταφίου: Κυμαίνεται αὕτη ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 15ου ἕως τὰ μέσα τοῦ 16ου αἰῶνος. Ἀπὸ τῆς ἐποχῆς δὲ ταύτης χρονολογεῖται πιθανώτατα καὶ ἡ ἀνάρτησις καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τοῦ ἔτους εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα τοῦ Ἐσταυρωμένου, τὸν ὁποῖον δεικνύουν αἱ ἐκκλησίαι εἰς τὸ κοινὸν ἅπαξ τοῦ ἔτους, τὴν Μεγάλην Πέμπτην…».

Ὅλα ὅσα ἀναφέρονται εἰς τὸ ἄρθρον αὐτὸ –καὶ ὄχι μόνον τὰ ὀλίγα τὰ ὁποῖα παρεθέσαμεν- ἀφοροῦν εἰς τὴν τελετὴν τῆς Σταυρώσεως κατὰ τὴν Μ. Πέμπτην. Δὲν ἀποτελεῖ τὸ ἄρθρον αὐτοτελῆ ἀρχαιολογικὴν ἔρευναν, ἡ ὁποία ἀφορᾶ εἰς τὸν ἐντοπισμὸν καὶ χρονολόγησιν Τ. Σταυρῶν ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ἀλλὰ εἰκάζει τὴν τοποθέτησιν τοῦ Ἐσταυρωμένου εἰς αὐτὸ τὸ σημεῖον ἐμμέσως, δηλ. ὡς ἀπόρροιαν τῆς καθιερώσεως τοῦ τελετουργικοῦ τῆς «Ἐξόδου» τοῦ Σταυροῦ. Αὐτὸ χρήζει διερευνήσεως, διότι δὲν σημαίνει ἀπαραιτήτως ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Ἐσταυρωμένου συναρτᾶται ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὸ συγκεκριμένον τελετουργικόν.

Τὸ δεύτερον τὸ ὁποῖον ὀφείλει νὰ σημειώση κανεὶς εἶναι ὅτι αἱ πληροφορίαι προέρχονται ἀπὸ τυπικὰ νεωτέρων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ὄχι τῶν Παλαιφάτων Πατριαρχείων ἢ τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου συγκεκριμένα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀκόμα καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν ὑπῆρχεν ἤδη ἀλλοῦ αὐτὴ ἡ συνήθεια τῆς «Ἐξόδου» δὲν εἶναι ἀπαραίτητον ὅτι συνέβαινε καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα. Ὁ Ἰ. Φουντούλης ἀναφέρει διὰ τὰ ἑλληνικὰ δεδομένα (Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας, τ. Α΄, σ. 65):

«Πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ περίπου χρόνια, κατὰ τὰ μέσα τοῦ περασμένου αἰῶνος, θέλησαν στὸ Πατριαρχεῖο Κων/λεως νὰ μιμηθοῦν τὴν πρᾶξι τῆς Ἀντιόχειας [ὅπου ἐλιτανεύετο μεγάλων διαστάσεων Σταυρός], ποὺ τόσο παραστατικὰ ἐξεικόνιζε τὰ σχετικὰ γεγονότα τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ. Ἡ τελετὴ ἔγινε τόσο προσφιλὴς στὸν κλῆρο καὶ στὸν λαό, ποὺ γρήγορα διαδόθηκε στὶς μεγάλες πρῶτα πόλεις καὶ σιγὰ σιγὰ στὰ χωριὰ καὶ σὲ πολλὰ ἀκόμη μοναστήρια».

Ὁ Ἰ. Φουντούλης ὑποστηρίζει ὅτι ἡ «Ἔξοδος» τοῦ Σταυροῦ ἐφηρμόσθη πρῶτον ἀπὸ τὸν Πατριάρχην Κων/λεως Σωφρόνιον τὸ 1864 μ.Χ. Ἂν ἡ ἄποψίς του εἶναι σωστὴ καὶ τὴν συνδυάσει κανεὶς μὲ ὅσα θέτει ὡς κριτήριον τὸ Δελτίον τῆς ΧΑΕ δύναται νὰ καταλήξη ὅτι ἡ τοποθέτησις τοῦ Τ. Σταυροῦ ὄπισθεν τῆς Ἁγ. Τραπέζης διὰ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος εἶναι ὄντως παράδοσις τῶν τελευταίων 100 ἐτῶν(!), ἀφοῦ τότε ἐπεκράτησεν ἡ λιτάνευσις κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τῶν Παθῶν.

Κατὰ τὴν ταπεινήν μας ἄποψιν, τὸ σφάλμα τὸ ὁποῖον γίνεται εἶναι ἡ συνάρτησις τῶν δύο γεγονότων: τῆς «Ἐξόδου» καὶ τῆς θέσεως τοῦ Τ. Σταυροῦ ὄπισθεν τῆς Ἁγ. Τραπέζης. Τὸ ἴδιο τὸ ἄρθρον τῆς ΧΑΕ γράφει «πιθανώτατα», μὴ γνωρίζον μὲ ἀκρίβειαν, ἀλλὰ λαμβάνον ὡς δεδομένον ὅτι ἐξέρχεται ὁ ἴδιος Ἐσταυρωμένος, ὁ εὑρισκόμενος ὄπισθεν τῆς Ἁγ. Τραπέζης. Αἱ λιτανεῖαι Σταυρῶν ὅμως εἶναι παλαιότερον φαινόμενον τῆς «Ἐξόδου». Εἰς αὐτὰς τὰς περιπτώσεις ὁ Σταυρὸς ἐξήρχετο ἀπὸ σκευοφυλάκια (βλ. Εὐαγρίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. Δ΄). Δὲν εἶναι βέβαιον ἑπομένως ὅτι πρέπει νὰ ταυτισθῆ ὁ εἷς Σταυρὸς μὲ τὸν ἕτερον. Εἰς αὐτὸ δύναται κανεὶς νὰ προσάγη τὴν μαρτυρίαν τοῦ Ἱεροσολυμιτικοῦ Τυπικοῦ τοῦ 1122 μ.Χ., ἡ παράδοσις τοῦ ὁποίου ἀνάγεται τουλάχιστον ἕνα αἰῶνα ἐνωρίτερον, ὅπου ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς (Α. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, Ἀνάλεκτα Ἱεροσολυμιτικῆς Σταχυολογίας, τ. Β΄, σ. 146):

«…τότε εἰσελεύσεται ὁ πατριάρχης καὶ ὁ ἀρχιδιάκονος εἰς τὴν Νικητήριον τὴν Ἀγγελικήν, ὀπίσω τοῦ Ἁγίου Κρανίου, καὶ λαμβάνει τὸν τίμιον σταυρὸν ἀπ’ ἐκεῖθεν, καὶ βαστάζει αὐτὸν δεδεμένον ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτοῦ καὶ δένει οὐράριν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ, καὶ σύρει αὐτὸν ὁ ἀρχιδιάκων ἐπὶ τὴν Ἁγίαν Φυλακήν… καὶ μένει ὁ πατριάρχης εἰς τὴν Ἁγίαν Φυλακὴν καὶ ἡμεῖς ἔμπροσθεν αὐτοῦ ψάλλομεν τὸ τροπάριον… «Σταυρωθέντος σου, Χριστέ, ἀνηρέθη ἡ τυραννίς…»».

Καίτοι δύναται κανεὶς νὰ ἀντείπη ὅτι τὸ τελετουργικὸν αὐτὸ κατηργήθη συντόμως καὶ ἀφεώρα συγκεκριμένως εἰς τοὺς Ἁγίους Τόπους, μαρτυρεῖ ὅμως ὅτι ὁ Σταυρός, ὁ ὁποῖος ἐχρησιμοποιεῖτο εἰς «Ἔξοδον» εὑρίσκετο εἰς σκευοφυλάκιον.

Πόθεν ὁ Ἐσταυρωμένος ὄπισθεν τῆς Ἁγ. Τραπέζης;

Ὅστις μελετήση τὸ ἄρθρον εἰς Δελτίον τῆς ΧΑΕ θὰ διαπιστώση ὅτι ἡ «Ἔξοδος» τοῦ Σταυροῦ συσχετίζεται μὲ θεατρικὰ δρώμενα τοῦ Βυζαντίου:

«Οἱ Βυζαντινοὶ παρίστανον τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ μεγαλοπρεπῶς καὶ μὲ ἰδιάζουσαν σκηνοθεσίαν. Οἱ ὑποδουλωμένοι χριστιανοὶ ὤφειλον ἐνστερνιζόμενοι τὴν παλαιὰν συνήθειαν… νὰ δικαιολογήσωσιν αὐτὴν ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς θρησκείας… ἀναγνωρίζοντες οὕτω εἰς τὴν ὅλην ἱεροτελεστίαν τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ τῶν μετὰ τὴν Ἅλωσιν χρόνων, στοιχεῖα καθαρῶς ἐκκλησιαστικὰ καὶ λειτουργικά, ἀναμεμιγμένα μετ’ ἄλλων, ἀποτελούντων τὴν τελευταίαν ἐπιβίωσιν τῶν σκηνοθετικῶν διατάξεων τῶν πρὸ τῆς Ἁλώσεως χρόνων».

Μὲ αὐτὰ ὡς δεδομένα, τὸ ἄρθρον εἰκάζει ὅτι ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 15ου αἰῶνος χρονολογεῖται καὶ ἡ τοποθέτησις τοῦ Ἐσταυρωμένου ὄπισθεν τῆς Ἁγ. Τραπέζης. Βεβαίως, ὑπῆρχαν βυζαντινὰ θεατρικὰ δρώμενα π.χ. «Χριστὸς Πάσχων», τὸ ὁποῖ­ον μάλιστα ἀποδίδεται καὶ ἀπὸ κάποιους –μᾶλλον ἐσφαλμένως- εἰς τὸν Ἅγ. Γρηγόριον τὸν Θεολόγον (βλ. Φ. Ἰωαννίδου, Τὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ θρῆνος τῆς Θεοτόκου στὴ βυζαντινὴ παράδοση) ἢ καὶ ἕτερα ἔθιμα ἀναπαραστάσεως τῆς Σταυρώσεως π.χ. ἕως σήμερα εἰς τὴν Μάρπησσα Πάρου, ὅμως ἡ ὑπόθεσις ὅτι ἐπηρέασαν μόνον τοὺς ὑποδούλους ὑπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς καὶ ὄχι καὶ αὐτοὺς τοὺς Βυζαντινοὺς ἀφήνει κάποια κενά.

Μᾶλλον ὀφείλομεν νὰ ἀναζητήσωμεν ἀλλοῦ τὴν ἱστορίαν τῆς τοποθετήσεως τοῦ Σταυροῦ ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης καὶ ὄχι εἰς τὴν θεατρικὴν τρόπον τινὰ «Ἔξοδον» τοῦ ὄρθρου τῆς Μ. Παρασκευῆς. Ἄλλωστε εἰς τὰς Ἱ. Μονὰς τοῦ Ἁγ. Ὄρους, ὑπάρχει Ἐσταυρωμένος ὄπισθεν τῆς Ἁγ. Τραπέζης καίτοι δὲν λιτανεύεται αὐτὸς κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τῶν Παθῶν, τηρουμένου τοῦ παλαιοῦ τυπικοῦ, ὅπου τοποθετεῖται πρὸς προσκύνησιν εἰκὼν τῆς Σταυρώσεως.

Μία εὔλογος ὑπόθεσις

Ἀπὸ τὴν παλαιοχριστιανικὴν ἐποχὴν ὁ Τ. Σταυρὸς εἰς διαφόρους ἱ. ναοὺς κοσμεῖ τὴν ἁψίδα τοῦ ἱεροῦ (π.χ. Ἅγ. Ἀπολλινάριος in Classe εἰς Ραβένναν, Santa Pudenziana εἰς Ρώμην, Ἅγιος Στέφανος ὁ Στρογγυλὸς εἰς Ρώμην, Καθολικὸν Ἱ. Μ. Σινᾶ κ.ἄ.). Μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου ἀναπτύσσονται πλούσια εἰκονογραφικὰ θέματα. Ὅμως κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς εἰκονομαχίας αἱ τοιχογραφίαι εἴτε ἀφαιροῦνται εἴτε σοβατίζονται καὶ ἐπὶ τοῦ νέου κονιάματος ἐπιζωγραφίζονται θέματα ἀπὸ τὸ φυσικὸ περιβάλλον. Μόνον ὁ Σταυρὸς παραμένει ἀνέπαφος καὶ μάλιστα ἀνάγεται εἰς σύμβολον τῶν εἰκονομάχων. Μετὰ τὴν εἰκονομαχίαν οἱ Σταυροί, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρχον εἰς τὴν ἁψῖδα ἱερῶν (π.χ. Ἁγ. Εἰρήνης Κων/λεως, Ἁγ. Σοφίας Θεσσαλονίκης, Κοιμήσεως Θεοτόκου Νικαίας κ.ἄ.) καλύπτονται καὶ τὴ θέσιν τους καταλαμβάνει τὸ γνωστὸν εἰκονογραφικὸν θέμα τῆς «Πλατυτέρας τῶν Οὐρανῶν». Τὸ ἐρώτημα τὸ ὁποῖον ἐγείρεται εἶναι: Τί ἀπέγιναν αὐτοὶ οἱ Τ. Σταυροὶ ἐφ’ ὅσον ἦσαν ἀποδεκτοὶ καὶ ἀπὸ τοὺς εἰκονοφίλους; Ἐξωβελίσθησαν ἄνευ ἐνδοιασμῶν; Δὲν ἠσθάνθη κανεὶς ὅτι ἔπρεπε κάπου νὰ εὕρουν τὴν θέσιν των;

Ἴσως εἰς αὐτὴν τὴν περίοδον μετὰ τὴν εἰκονομαχίαν ὀφείλει κανεὶς νὰ ἀναζητήση τὴν τοποθέτησιν Τ. Σταυρῶν ὄπισθεν τῆς Ἁγ. Τραπέζης. Ἐφ’ ὅσον ἀφηρέθησαν ἀπὸ τοὺς τοίχους ἠδύνατο νὰ λάβουν νέαν θέσιν δίκην φορητῶν εἰκόνων. Ἄλλωστε ὁ χῶρος ὄπισθεν τῆς Ἁγ. Τραπέζης κενοῦται, καθὼς τὸ τέμπλον σταδιακὰ ὑψώνεται, διὰ νὰ γεμίση μὲ ἱ. εἰκόνας, τὸ σύνθρονον παρακμάζει καὶ ὁ Ἐπίσκοπος εὑρίσκει σταδιακὰ τὴν μόνιμον θέσιν του ἐκτός τοῦ ἱεροῦ, εἰς τὸν δεύτερον θρόνον (βλ. Δ. Ι. Πάλλας, Ὁ ἐπισκοπικὸς ἔξω θρόνος καὶ τὸ ἀσπαστικὸν τῶν Ἐκκλησιῶν, Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, ἔτος ΚΓ΄, σ. 577-592).

Ἐπιλογικὰ

Θὰ εἴμεθα εὐγνώμονες εἰς οἱονδήποτε παράσχει νέα ἱστορικὰ στοιχεῖα περὶ τοῦ ζητήματος. Τὰ μέχρι τώρα δεδομένα δεικνύουν ὅτι ἡ παράδοσις τοποθετήσεως Ἐσταυρωμένου ὄπισθεν τῆς Ἁγ. Τραπέζης εἶναι κατὰ πολὺ ἀρχαιοτέρα τῶν 100 ἐτῶν. Ἀνεξαρτήτως ὅμως τῶν ἐτῶν ὁ Σεβ. Περιστερίου ὀφείλει νὰ τοποθετηθῆ δημοσίως ὑπὸ ποίαν ἐξουσίαν καὶ μὲ ποῖον σκοπὸν προβαίνει εἰς ἀλλαγάς, τὰς ὁποίας οὔτε κλῆρος οὔτε λαὸς ἐπιδοκιμάζει. Ἐπιθυμεῖ νὰ δημιουργηθοῦν καὶ νέαι ἔριδες εἰς τὴν Ἐκκλησίαν;

Ορθόδοξος Τύπος

Πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *