«Η Πόλις εάλω»: Η πτώση του Βυζαντίου, η πολιορκία και η Άλωση
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να κρατήσει απόρθητα τα οχυρά
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης έγινε στις 29 Μαΐου του 1453, μετά από πολιορκία που είχε ξεκινήσει στις αρχές Απριλίου.
Ο υπερασπιστής της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να κρατήσει απόρθητα τα οχυρά.
Χρησιμοποίησε ακόμα και τη διπλωματία.
Προτού ξεκινήσει η στρατιωτική αναμέτρηση έστειλε αντιπρόσωπό του στο σουλτάνο και του υπενθύμιζε ότι στην πόλη παραμένει φρουρούμενος ο πρίγκιπας Ορχάν, διεκδικητής του οθωμανικού θρόνου.
Ο Παλαιολόγος ζήτησε από τον σουλτάνο να πληρώσει τα χρήματα που είχαν συμφωνηθεί για τη φρούρηση του εσωτερικού του αντιπάλου.
Η μεγάλη τραγωδία έμπαινε σταδιακώς στην τελευταία της φάση. Σύμφωνα με τον ιστορικό συγγραφέα και αξιωματούχο, Γεώργιο Φραντζή, οι υπερασπιστές της πόλης ήταν 4.773 Έλληνες και 2.000 περίπου ήταν οι ξένοι.
Ο αυτοκράτωρ όταν έμαθε πόσο λίγοι ήταν οι αμυνόμενοι ταράχθηκε και ζήτησε από τον Φραντζή να μη φανερώσει σε κανένα το τρομερό μυστικό. Στο μεταξύ, στις 28 Αυγούστου 1452 εμφανίστηκε ενώπιον των τειχών ο Μωάμεθ, επικεφαλής μιας στρατιάς 50.000 ανδρών.
Ο σουλτάνος όμως δεν επετέθη. Απλώς, κατόπτευσε τα τείχη και αποχώρησε, αφήνοντας πίσω του αρκετούς ιππείς με τη διαταγή να εμποδίσουν κάθε απόπειρα των Ελλήνων να εξέλθουν από την Πόλη.
Από την ημερομηνία αυτή και μετά αρχίζει ουσιαστικά η πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως. Όπως αναφέρει ο Δούκας, οι πολιορκημένοι επιχειρούσαν κάθε τόσο μικροεξόδους, με σκοπό να σπάσουν τον αποκλεισμό. Στις συμπλοκές αυτές όμως οι Έλληνες υπέστησαν σοβαρές απώλειες.
Έτσι, ο Κωνσταντίνος διέταξε να αλλάξουν τακτική και να περιοριστούν σε παθητική άμυνα πίσω από τα τείχη. Παράλληλα όμως διέταξε μερικά μικρά και ταχέα πλοία να εκτελούν καταδρομές στα κατεχόμενα από τους Τούρκους παράλια. Στις ναυτικές επιχειρήσεις οι Έλληνες, όπως μας πληροφορεί ο Δούκας, είχαν σημαντικές επιτυχίες.
Κυρίευσαν τουρκικά χωρία και επέστρεψαν με λάφυρα και αιχμαλώτους. Οι τακτικές αυτές επιχειρήσεις όμως δεν μπορούσαν να έχουν επίπτωση στο στρατηγικό αποτέλεσμα. Την ίδια ώρα ο Μωάμεθ επετέθη σε όλα τα εκτός πόλεως σημεία που κατείχαν ακόμη οι Έλληνες. Η Μεσημβρία και η Αγχίαλος ισοπεδώθηκαν.
Οι Επιβάτες παραδόθηκαν χωρίς μάχη και μόνη η Σηλυβρία άντεξε στην τουρκική έφοδο.
Παράλληλα, ο Μωάμεθ είχε αποστείλει και μια μεγάλη στρατιά, υπό τον Τουραχάν, στην Πελοπόννησο, με σκοπό όχι να την κυριεύσει, αλλά να αγκιστρώσει τις δυνάμεις των δεσποτών Θωμά και Δημητρίου, ώστε ακόμη και εάν θελήσουν, να μην μπορέσουν να στείλουν βοήθεια στην Πόλη. Οι δε Τούρκοι διέσπασαν την άμυνα των Ελλήνων στο Εξαμίλι, κυρίευσαν και λεηλάτησαν την Κόρινθο και την Πάτρα. Ένα τμήμα τους όμως έπεσε σε ενέδρα Ελλήνων στο Λεοντάρι της Αρκαδίας και αφανίστηκε.
Παρ’ όλα αυτά ο σκοπός του Μωάμεθ επετεύχθη και οι δεσπότες, απασχολημένοι με τους κοντινούς εχθρούς, δεν διανοήθηκαν καν να αποστείλουν ενισχύσεις στον αυτοκράτορα αδελφό τους.
Στο μεταξύ, στην Κωνσταντινούπολη, στις 10 Νοεμβρίου, δύο ενετικές γαλέρες δοκίμασαν για πρώτη φορά την ισχύ των τουρκικών πυροβόλων στο νεοανεγερθέν οχυρό, «Λαιμοκοπία».
Τα δύο σκάφη, στα οποία ηγείτο ο Ενετός, Ιερώνυμος Μοροζίνι, έφτασαν ενώπιον του οχυρού και όταν αρνήθηκαν να κατεβάσουν τα ιστία εδέχθησαν τα φονικά πυρά. Ευτυχώς, ο Μοροζίνι κατέβασε τα πανιά και οι Τούρκοι σταμάτησαν τα πυρά.
Ο πονηρός Ενετός όμως άφησε τα σκάφη να παρασυρθούν από το ρεύμα και μόλις βγήκαν από το βεληνεκές των τουρκικών πλοίων, ανέπτυξαν και πάλι τα ιστία τους και διεσώθησαν. Δεν είχε την ίδια τύχη όμως και η γαλέρα του, επίσης Ενετού, Αντωνίου Ρίτζου.
Οι Τούρκοι αυτή τη φορά δεν ξεγελάσθηκαν. Βύθισαν το ενετικό πλοίο με τα πυροβόλα τους και όταν οι επιζώντες –30 άνδρες- βγήκαν στην ξηρά τους αιχμαλώτισαν και τους έστειλαν σιδεροδέσμιους στον Μωάμεθ.
Αυτός διέταξε την εκτέλεσή τους με τους πλέον απάνθρωπους τρόπους (άλλοι διχοτομήθηκαν με πριόνι, άλλοι ανασκολοπίστηκαν και οι πιο τυχεροί απλώς αποκεφαλίστηκαν).
Ο Δούκας μάλιστα αναφέρει ότι είδε τον Ενετό πλοίαρχο να κρέμεται νεκρός σε έναν πάσσαλο. Ο Μωάμεθ είχε διατάξει τα πτώματα των σφαγμένων να παραμείνουν άταφα.
Από τότε κανένα πλοίο δεν τόλμησε να διαπλεύσει τον Βόσπορο. Το μεγαλύτερο κακό όμως ήταν ότι η Πόλη είχε χάσει τη μία οδό του ανεφοδιασμού της. Παρ’ όλα αυτά άλλη μια γαλέρα κατόρθωσε να περάσει ξεγελώντας τους Τούρκους. Ήταν αυτή του Ενετού, Ιακώβου Κόκκου.
Ήταν όμως και η τελευταία. Ο Μωάμεθ αποφάσισε τότε να μεταφέρει τον στόλο του στη χερσόνησο της Καλλιπόλεως, ούτως ώστε να αποκλείσει την Πόλη και από το Αιγαίο.
Η Πόλη είχε και στο παρελθόν πολιορκηθεί από τους Τούρκους. Ήταν όμως τώρα η πρώτη φορά που οι βάρβαροι είχαν κατορθώσει να την αποκλείσουν και από θαλάσσης. Ο Κωνσταντίνος ωστόσο, απτόητος από τα γεγονότα, φρόντισε να στείλει πρέσβεις στη Δύση, ζητώντας βοήθεια, έστω και τώρα, που ο κίνδυνος ήταν απτός.
Από την άλλη πλευρά ο Μωάμεθ δεν φάνηκε να βιάζεται. Είχε ζητήσει από όλους τους στρατηγούς των επαρχιών να συγκεντρώσουν όλους τους διαθέσιμους στρατιώτες, μαζί με κάθε διαθέσιμο όπλο.
Επίσης, χάρη στον Ούγγρο τεχνίτη, Ουρβανό, κατασκεύασε στην Ανδριανούπολη ένα υπερμέγεθες πυροβόλο, το οποίο για να διανύσει την απόσταση από την Ανδριανούπολη στην Πόλη, συρόμενο από 60 ζεύγη βοοειδών, χρειάστηκε σχεδόν δύο μήνες!
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω τεχνίτης είχε προσφέρει αρχικώς την υπηρεσία του στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Δεν έμεινε όμως ικανοποιημένος από το ύψος της αμοιβής που του εδόθη και αυτομόλησε στους Τούρκους!
Αλλά και στην Πόλη συνέρεαν όλες οι δυνατές ενισχύσεις. Από την Κρήτη έφτασαν οκτώ σκάφη με εφόδια και μερικούς Κρήτες στρατιώτες.
Επίσης, όλα τα ενετικά πλοία που ευρέθησαν στην Πόλη απεφασίσθη να παραμείνουν σε αυτήν και τα πληρώματα τους να συνεισφέρουν στην άμυνα, ως μισθοφόροι του αυτοκράτορα.
Πέρα όμως από αυτά στις 26 Ιανουαρίου 1453 έφτασαν στην Πόλη και δύο γενουάτικα πλοία με 700 (κατ’ άλλους 400 ή 200) στρατιώτες και με επικεφαλής τον περίφημο Γενουάτη πολεμιστή, Ιωάννη Ιουστινιάνη.
Ο Ιωάννης ήταν ένας θρύλος του καιρού του, καθώς είχε πολλές φορές αντιμετωπίσει τους Τούρκους στο παρελθόν, όταν ήταν τοποτηρητής της γενουάτικης αποικίας στην Κάφφα του Ευξείνου Πόντου.
Οι άνδρες του Ιουστινιάνη ήταν όλοι τους εμπειροπόλεμοι και άριστα εξοπλισμένοι. Όλοι τους δε έφεραν θώρακες. Αρκετοί δε από αυτούς ήταν οπλισμένοι με πρώιμα τυφέκια, μολυβδοβόλα, όπως τα αποκαλούσαν οι Έλληνες.
Άλλοι ήταν οπλισμένοι με δορυδρέπανα και με μεγάλες σπάθες, μήκους 1,5 μέτρου. Ευκόλως γίνεται αντιληπτό ότι το σώμα αυτό ήταν το πλέον επίλεκτο που η άμυνα μπορούσε να παρατάξει.
Ο Κωνσταντίνος δέχθηκε με χαρά τον εθελοντή αυτόν και τους άνδρες του. Ονόμασε μάλιστα τον Ιουστινιάνη Πρωτοστάτορα και του ανέθεσε τη διεύθυνση της άμυνας, ως υπαρχηγό του. Ο τελευταίος, έμπειρος κοντοτιέρος όπως ήταν, ανέλαβε με μεγάλη δραστηριότητα τα νέα του καθήκοντα.
Κατ’ αρχάς άρχισε να εκπαιδεύει εντατικά τους Έλληνες πολιτοφύλακες. Κατόπιν, έταξε με φροντίδα ιδιαιτέρα τις πολεμικές μηχανές στα πλέον επίκαιρα σημεία, από όπου θα μπορούσαν να επιφέρουν τη μέγιστη δυνατή βλάβη στον εχθρό.
Τέλος, χώρισε τους αμύντορες κατά τομείς και κατ’ έθνη, ώστε να μην υπάρχουν προστριβές μεταξύ τους, προστριβές που σαφώς έβλαπταν τον κοινό σκοπό. Στις 26 Φεβρουαρίου όμως πέντε ενετικά πλοία με 700 περίπου ναύτες έφυγαν κρυφά από την Πόλη, την οποία προφανώς θεωρούσαν καταδικασμένη.
Η αποχώρησή τους αδυνάτισε ιδιαιτέρως τις ισχνές, ούτως η άλλως, γραμμές των αμυντόρων, αλλά απετέλεσε καίριο πλήγμα και για το ηθικό, ιδίως των αμάχων. Έτσι, ο χριστιανικός στόλος απέμεινε πλέον με επτά ενετικά, δύο της Γένοβας και τρία αυτοκρατορικά σκάφη για να προστατεύσει τον λιμένα και τον Κεράτιο κόλπο, την είσοδο του οποίου έφραξε ο αυτοκράτωρ με βαριά αλυσίδα. Πίσω από την αλυσίδα ετάχθησαν τα 12 αυτά μεγάλα σκάφη.
Υπήρχαν φυσικά και μερικά άλλα σκάφη, μικρότερα όμως και όχι τόσο κατάλληλα για ναυμαχίες. Απέναντι στον ισχνό αυτόν στόλο ο Μωάμεθ είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει 40 μεγάλα πολεμικά και πάνω από 360 μικρότερα σκάφη.
Παρήλθε ο Μάρτιος και ο Μωάμεθ δεν είχε κάνει ακόμα αισθητή την παρουσία του. Προετοιμαζόταν όμως. Όλοι το γνώριζαν αυτό, από τον δυστυχή αυτοκράτορα, έως και τον ταπεινότερο στρατιώτη.
Ήρθε ο Απρίλιος. Οι πολιορκημένοι διατηρούσαν έως τότε τις ελπίδες τους. Και άλλες φορές είχαν αντιμετωπίσει τον Τούρκο και τα είχαν καταφέρει. Και τώρα το ίδιο θα συνέβαινε. Άλλοι, πιο απαισιόδοξοι, πίστευαν ότι είχε έρθει το τέλος.
Ανάμεσα στους τελευταίους συγκαταλεγόταν οι ανθενωτικοί, με κύριο εκπρόσωπο τον μετέπειτα πατριάρχη, Γεννάδιο.
Ο Γεννάδιος και οι συν αυτώ θεωρούσαν βέβαιη την άλωση της Πόλης και πίστευαν ότι αυτή θα ήταν η τιμωρία της για το μέγα αμάρτημα της υποταγής της στην παπική εκκλησία. Με τον τρόπο τους υπέσκαπταν το ηθικό του πληθυσμού, έστω και ακουσίως.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι τα τραγικά αυτά γεγονότα έλαβαν χώρα σε χρόνους όπου η δεισιδαιμονία και η αμάθεια εμπόδιζαν την καθαρή σκέψη και τη λογική.
Στις 5 Απριλίου τελικά αφίχθησαν ενώπιον των τειχών οι εμπροσθοφυλακές της στρατιάς του Μωάμεθ.
Οι πολιορκημένοι εντυπωσιάστηκαν από τον τεράστιο αριθμό των ανδρών του. Σύντομα όμως η κατάπληξη μετατράπηκε σε φόβο, όταν διαπίστωσαν ότι καθημερινώς και νέες δυνάμεις έφταναν στο τουρκικό στρατόπεδο.
Η απειράριθμη στρατιά του Μωάμεθ έλαβε διάταξη, παράλληλη με τη γραμμή των τειχών, από την Προποντίδα έως τον Κεράτιο κόλπο. Άγνωστος παραμένει ο ακριβής αριθμός των ανδρών του Μωάμεθ.
Τούρκοι και σύγχρονοι δυτικοί ιστορικοί κατεβάζουν τον αριθμό τους σε 40–80.000 άνδρες. Οι μαρτυρίες όμως των πηγών, ελληνικών και ιταλικών, κάνουν λόγο για τουλάχιστον 160.000 Τούρκους.
Ο Φραντζής αναφέρει ότι ήταν 260.000, ενώ ο Δούκας γράφει πως την επίθεση άνοιξαν 140.000 Τούρκοι, οι οποίοι όμως κατόπιν ενισχύθηκαν, ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει ότι η αναλογία μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ήταν της τάξεως του 1:20. Ο ίδιος επίσης αναφέρει ότι Έλληνες κατάσκοποι ανέφεραν στον αυτοκράτορα ότι οι Τούρκοι ξεπερνούσαν τις 400.000 άνδρες.
Το δε «Σλαβονικό Χρονικό» αναφέρει επίσης ότι ο στρατός του Μωάμεθ αριθμούσε 400.000 Τούρκους, Ούγγρους, Ρουμάνους, Σέρβους, Βουλγάρους, ακόμη και Έλληνες. Και γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι με τους Τούρκους συμπολέμησαν 1.500 επίλεκτοι Σέρβοι ιππείς και αρκετοί άλλοι υπονομευτές (λαγουμιτζήδες).
Προφανώς, οι διαφορές των απόψεων μεταξύ των διαφόρων συγγραφέων έχουν να κάνουν με τον διαχωρισμό των τακτικών και των άτακτων στρατευμάτων. Όπως και να έχει πάντως η ουσία είναι ότι οι επιτιθέμενοι υπερτερούσαν συντριπτικά των αμυνομένων σε αριθμό ανδρών, σε πολεμικά μέσα και σε πολεμική εμπειρία.
Πάνω δε από όλα ο Μωάμεθ διέθετε και ένα μεγάλο αριθμό πυροβόλων –περί τα 100, ίσως και περισσότερα– ορισμένα εκ των οποίων ήταν πολύ μεγάλου μεγέθους, όπως αυτό του Ουρβανού ή παρόμοια με αυτά που είχε τοποθετήσει στο φρούριο «Λαιμοκοπία», τα οποία ήταν ικανά να βάλουν βλήμα, βάρους 600 λιβρών (περίπου 290 κιλών).
Για πρώτη φορά, το πυροβολικό θα χρησιμοποιούταν τόσο μαζικά στα έως τότε παγκόσμια στρατιωτικά δεδομένα. Πέραν δε των πυροβόλων ο Μωάμεθ διέθετε και πλήθος άλλων λιθοβόλων βλητικών μηχανών, ενώ κατά τη διάρκεια της πολιορκίας κατασκεύασε και μεγάλους πολιορκητικούς πύργους.
Ένας από αυτούς ήταν τόσο μεγάλος που οι χρονογράφοι τον συνέκριναν με τις ελεπόλεις του Δημητρίου Πολιορκητή.
Ο Μωάμεθ, όταν αφίχθη ενώπιον των τειχών έστησε τη σκηνή του στο μέσο της παρατάξεως, απέναντι από την πύλη του Αγ. Ρωμανού, στο πλέον εκτεθειμένο δηλαδή τμήμα του αμυντικού περιβόλου. Στο εκτεθειμένο αυτό σημείο έστησε το στρατηγείο του και ο Κωνσταντίνος με τον Ιουστινιάνη.
Μερικές ημέρες αργότερα ο τουρκικός στόλος με 400 περίπου σκάφη αγκυροβολούσε στο Διπλοκιόνιον. Και για τον αριθμό των πλοίων του Μωάμεθ οι γνώμες αλληλοσυγκρούονται. Ανάλογα με την άποψη ο αριθμός τους κυμαίνεται μεταξύ 145 και 400.
Στις 6 Απριλίου ο τουρκικός στρατός πλησίασε στα τείχη και έλαβε θέσεις σε απόσταση όχι μεγαλύτερη των 1.200 μέτρων από αυτά.
Πριν την έναρξη των επιθέσεων ο σουλτάνος, όπως αναφέρει ο Κριτόβουλος, ζήτησε από τον Κωνσταντίνο να παραδώσει την Πόλη. Αλλά έλαβε την πρώτη αρνητική απάντηση. Κατόπιν τούτου διέταξε την πλήρη περίσχεση της Πόλεως.
Ο Αλβανός εξωμότης, Ζαγανός πασάς ανέλαβε τη διοίκηση των στρατευμάτων στο Πέραν και κατασκεύασε μάλιστα μια γέφυρα, ενώνοντας τις ακτές του Βοσπόρου.
Τον βόρειο τομέα, από τις ακτές του Κερατίου έως την πύλη του Χαρισίου ανέλαβε ο Καρατζά πασάς. Στο κέντρο τάχθηκε ο Μωάμεθ, μαζί με τους 15.000 επίλεκτους γενίτσαρους και σπαχήδες φρουρούς του και στα δεξιά του ο Χαλίλ πασάς.
Το μέτωπο δε από την κοιλάδα του ποταμού Λύκου έως και τη Χρυσή πύλη ανέλαβε ο διοικητής των ασιατικών στρατευμάτων, Ισαάκ πασάς μαζί με τον ομοιόβαθμο του της Ευρώπης, Μαχμούτ.
Με αυτή τη διάταξη οι Τούρκοι πλησίασαν ακόμα περισσότερο τα τείχη. Ο Μωάμεθ έστησε την πολυτελή σκηνή του σε απόσταση 350 μέτρων από την τάφρο. Το θεοδοσιανό τείχος της Πόλεως ήταν τριπλό στο μεγαλύτερο μήκος του. Διέθετε δηλαδή τρεις οχυρωματικούς περιβόλους. Ο πρώτος, το προτείχισμα ήταν πλησίον της τάφρου και δεν βρισκόταν σε καλή κατάσταση.
Ο δεύτερος, το μεσοτοίχιο, ήταν ο περίβολος που επάνδρωσαν οι αμυνόμενοι, για να κάνουν οικονομία δυνάμεων και να έχουν ως εφεδρεία, θα λέγαμε, τον τρίτο κυρίως περίβολο. Το μήκος των χερσαίων τειχών έφτανε τα 6.808 μέτρα. Το κυρίως τείχος είχε πύργους, ύψους 27 μέτρων. Η απόσταση του κυρίως τείχους από το μεσοτοίχιο ήταν της τάξεως των 5 μέτρων.
Το δε μεσοτοίχιο είχε ύψος 7 μέτρων και οι πύργοι του έφταναν σε ύψος τα 16 μέτρα. Το προτείχισμα βρισκόταν σε απόσταση 6 μέτρων από το μεσοτοίχιο. Ενώπιον δε του προτειχίσματος βρισκόταν η τάφρος, που είχε πλάτος 20 μέτρων.
Πέρα από την τάφρο υπήρχε ένα ακόμα προτείχισμα, ύψους 3 μέτρων. Οι υπερασπιστές είχαν λάβει θέσεις στο μεσοτοίχιο τοποθετώντας όμως στους υψηλούς πύργους του κυρίως τείχους πολεμικές μηχανές και πυροβόλα.
Στη βόρεια πλευρά του όμως, εκεί που βρισκόταν το ανάκτορο των Βλαχερνών υπήρχε μία μόνο περίβολος. Εκεί όμως η μορφολογία του εδάφους αποτελούσε και επιπλέον κώλυμα για τον επίδοξο πολιορκητή.
Οι πρώτες συγκρούσεις
Έχοντας ολοκληρώσει την περιστοίχιση της Πόλεως, ο Μωάμεθ, διέταξε το πυροβολικό του να ανοίξει πυρ κατά των τειχών. Επί 12 συνεχείς ημέρες τα πυροβόλα των Τούρκων δεν έπαυσαν να βομβαρδίζουν τα αρχαία τείχη της Πόλεως, προκαλώντας τους μεγάλες ζημιές. Ο Δούκας μάλιστα αναφέρει ότι ένας Ούγγρος δίδαξε στους Τούρκους τον απαραίτητο κανονισμό βολής.
Χάρη στις συμβουλές του κατόρθωσαν οι Τούρκοι πυροβολητές να γκρεμίσουν έναν πύργο και το τείχος πλάι από αυτόν.
Μάταια ο πολιορκημένοι προσπαθούσαν να ελαχιστοποιήσουν τα καταστρεπτικά αποτελέσματα των βολών, κρεμώντας σάκους γεμισμένους με μαλλί από τα τείχη. Ιδιαιτέρως καταστροφικά ήταν τα αποτελέσματα των βολών της «βομβάρδας του Ουρβανού».
Ευτυχώς, το τεράστιο εκείνο πυροβόλο ανατινάχθηκε, από υπερβολική γόμωση πυρίτιδας, ύστερα από μερικές βολές, σκοτώνοντας όλους τους υπηρέτες του. Επισκευάσθηκε όμως και κατόπιν έβαλε επτά βολές κάθε μέρα. Βλέποντας τη βλάβη του τείχους ο Μωάμεθ αποπειράθηκε, στις 18 Απριλίου, μια πρώτη έφοδο εναντίον της. Στο μεταξύ οι πολιορκημένοι είχαν λάβει θέσεις στα τείχη και τον περίμεναν.
Οι Ενετοί και οι Κρήτες είχαν αναλάβει τη φρούρηση των θαλασσίων τειχών και του τείχους των Βλαχερνών. Από εκεί έως τη μοιραία κερκόπορτα την ευθύνη της άμυνας είχε αναλάβει ο επίσκοπος Λεονάρδος, με 200 Ιταλούς μισθοφόρους και μερικούς Γενουάτες.
Οι υπόλοιποι έλαβαν θέσεις κατά μήκος του χερσαίου τείχους, με τους επίλεκτους Έλληνες και Γενουάτες στην πύλη του Αγ. Ρωμανού. Το δε θαλάσσιο τείχος της Προποντίδας επιτηρούσαν 50 τοξότες.
Επίσης είχε συγκροτηθεί και ένα εφεδρικό σώμα, υπό τον Λουκά Νοταρά, δυνάμεως 500 ή κατ’ άλλους 700 ανδρών, αποστολή του οποίου ήταν να σπεύδει να ενισχύει τον απειλούμενο κάθε φορά τομέα των τειχών.
Όπως-όπως οι Έλληνες επισκεύαζαν τα ρήγματα, τοποθετώντας μαλακό χώμα και ξύλα και κληματίδες στις οπές. Τα υλικά αυτά, μαλακότερα του λίθου, μπορούσαν να απορροφούν καλύτερα τα πλήγματα των λίθινων σφαιρών που εξαπέλυαν τα τουρκικά πυροβόλα.
Τη νύκτα της 18ης προς 19η Απριλίου ο Μωάμεθ διέταξε τα στίφη του να επιτεθούν. Στόχος τους ήταν το λεγόμενο «σταύρωμα», το πρόχειρα επισκευασμένο δηλαδή σημείο του τείχους, το οποίο είχε υποστεί σοβαρές βλάβες από τον βομβαρδισμό.
Το ρήγμα είχε επιτευχθεί κοντά στην πύλη του Αγ. Ρωμανού, στο πλέον δηλαδή ευαίσθητο σημείο του αμυντικού περιβόλου. Ξαφνικά η νυκτερινή ησυχία διεκόπη από το ήχο εκατοντάδων τυμπάνων.
Χιλιάδες άνδρες εξόρμησαν με φρικτούς αλαλαγμούς κατά των ελαχίστων αμυντόρων. Οι τελευταίοι όμως αμέσως συνεγέρθηκαν και προετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν τα μαινόμενα στίφη. Και τότε δόθηκε μάχη κραταιά, σώμα με σώμα.
Οι Τούρκοι, εφοδιασμένοι με άγκιστρα επιχειρούσαν να γκρεμίσουν τα πρόχειρα οχυρώματα των Ελλήνων για να εισέλθουν μέσω του ρήγματος στην Πόλη. Άλλοι τοποθετούσαν κλίμακες στα ερείπια του τείχους και μέσω αυτών προσπαθούσαν να εισβάλουν εντός.
Αμέσως στο σημείο της προσβολής έσπευσε ο Κωνσταντίνος και ο Ιουστινιάνης με τους επίλεκτους μαχητές του και τις εφεδρικές δυνάμεις. Τότε η μάχη γενικεύθηκε. Οι βαριά θωρακισμένοι άνδρες του Ιουστινιάνη συνεπλάκησαν εκ του συστάδην με τους Τούρκους. Χάρη στην ισχυρή τους θωράκιση, τα εχθρικά βλήματα δεν τους έβλαπταν.
Όταν μάλιστα έφτασε και το ελληνικό εφεδρικό σώμα όλοι μαζί αντεπετέθηκαν και έτρεψαν τους Τούρκους σε επαίσχυντη φυγή, καταδιώκοντάς τους και έξωθεν του «σταυρώματος».
Σε λίγο ξημέρωσε. Η μάχη αυτή, η πρώτη σοβαρή απόπειρα των Τούρκων να εισβάλουν, είχε διαρκέσει καθ’ όλη τη διάρκεια της νύκτας και είχε λήξει με την πλήρη ήττα τους.
Ο Ενετός, Μπάρμαρο αναφέρει ότι οι Τούρκοι άφησαν πίσω τους τουλάχιστον 200 νεκρούς. Προφανώς οι απώλειές τους, περιλαμβανομένων και των τραυματιών θα ήσαν πολύ μεγαλύτερες.
Από την άλλη, οι αμύντορες δεν υπέστησαν καμία απώλεια!
Η ναυμαχία της ελπίδας
Η 20η Απριλίου 1453, η 15η ημέρα από την επίσημη έναρξη της πολιορκίας της Πόλεως, θα μείνει για πάντα στην ιστορία. Την ημέρα εκείνη συνέβη μια από τις μεγαλύτερες εποποιίες στο θαλάσσιο πόλεμο. Ποτέ άλλοτε τόσο λίγοι πολεμώντας με τόσους πολλούς δεν κατάφεραν να τους νικήσουν. Το πρωινό της 20ης Απριλίου τέσσερα ή κατ’ άλλους πέντε πλοία φάνηκαν στον ορίζοντα. Το ένα από αυτά ήταν ελληνικό και τα λοιπά γενουάτικα. Έρχονταν στην πολιορκημένη πόλη από την Πελοπόννησο ή από τη Σικελία.
Τα σκάφη είχαν συγκεντρωθεί αρχικώς στη Χίο και από εκεί απέπλευσαν όλα μαζί με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Μετέφεραν δε τροφές και εφόδια στους πολιορκημένους. Με ούριο άνεμο τα πλοία ανέβηκαν σιγά-σιγά τον Βόσπορο και πλησίασαν την πόλη. Ήταν πλέον εντελώς ορατά από τους κατοίκους, οι οποίοι με αγωνία ανέβηκαν στις επάλξεις του θαλασσίου τείχους, ελπίζοντας να τα δουν να κατορθώνουν τη διάσπαση του αποκλεισμού.
Όλοι τους πίστευαν ότι τα εν λόγω πλοία αποτελούσαν την προφυλακή ενός μεγάλου χριστιανικού στόλου, ο οποίος θα έφτανε από ώρα σε ώρα. Δυστυχώς όμως τα πλοία δεν τα είχε στείλει ο πάπας, ούτε κανείς άρχοντας της Δύσεως.
Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος είχε μισθώσει πλοία για να φέρουν στην Πόλη εφόδια. Για κακή τύχη όλων όμως η κακοκαιρία τα είχε εμποδίσει να αφιχθούν εγκαίρως, πριν ο Μωάμεθ εμφανιστεί έξωθεν των τειχών.
Τα πλοία έπλεαν με καλή ταχύτητα και όλα έδειχναν ότι θα προλάβαιναν να εισέλθουν στο λιμάνι πριν οι Τούρκοι επανδρώσουν τα αγκυροβολημένα στην ακτή σκάφη τους και τους επιτεθούν.
Ο ίδιος ο σουλτάνος, γεμάτος αγωνία και φοβούμενος ότι είχαν έλθει ενισχύσεις από τη Δύση, έφτασε έφιππος στην ακτή για να δει με τα μάτια του το θέαμα.
Μόλις τα αντίκρισε, με λύσσα, διέταξε τον Βούλγαρο εξωμότη ναύαρχό του, Μπαλτάογλου να επανδρώσει τα πλοία του και να επιτεθεί στα μοναχικά χριστιανικά πλοία. Με αλαλαγμούς και φωνές απαίσιες ο τουρκικός στόλος, αποτελούμενος από 400 πλοία, όρμησε κατά των χριστιανικών σκαφών.
Τρόμος κατέλαβε τους πολιορκημένους. Πώς θα ήταν ποτέ δυνατόν τέσσερα μόλις πλοία να γλιτώσουν από 400. Αυτή φυσικά τη γνώμη είχαν και οι Τούρκοι, οι οποίοι άρχισαν με μεγάλη σιγουριά να πλησιάζουν τα εύκολα, όπως πίστευαν, θύματά τους.
Όπως αναφέρει ο Κριτόβουλος, «ο ναύαρχος του Μωάμεθ ενόμιζε ήδη σχεδόν ότι έχει τα ναύς εις τας χείρας». Τα τέσσερα πλοία συνέχιζαν τον πλου τους, ωθούμενα από ούριο άνεμο.
Ξαφνικά, βρέθηκαν μπροστά στον απειράριθμο τουρκικό στόλο. Ο Μπαλτάογλου έκανε σήμα στα πλοία να παραδοθούν.
Εκείνα όμως τον αγνόησαν και συνέχισαν τον πλουν τους. Βρίσκονταν πλέον λίγες εκατοντάδες μέτρα από το λιμάνι. Μόλις έφθασαν σε απόσταση 150 μέτρων από αυτά οι Τούρκοι άρχισαν να βάλουν με κάθε διαθέσιμο μέσο εναντίον τους. Το ελληνικό και τα ιταλικά όμως πληρώματα δεν δείλιασαν και απάντησαν με τον ίδιο τρόπο, προκαλώντας σοβαρότατες απώλειες στον μιαρό βάρβαρο όχλο.
Με τη βοήθεια του ανέμου, αλλά και χάρη στη ναυτοσύνη των πληρωμάτων τους, τα χριστιανικά πλοία πέρασαν διαμέσου του τουρκικού στόλου, βαλόμενα πανταχόθεν. Όλα έδειχναν ότι θα κατόρθωναν τελικώς να εισέλθουν στον λιμένα. Ξαφνικά όμως ο άνεμος κόπασε εντελώς και επεκράτησε απόλυτη νηνεμία.
Μέγας τρόμος επικράτησε στους δυστυχείς θεατές επί των τειχών. Τα πλοία ήταν χαμένα, πίστευαν. Το ίδιο πίστευε και ο Οθωμανός ναύαρχος και ο ίδιος ο σουλτάνος, ο οποίος παρακολουθούσε με αγωνία τη ναυμαχία από τις ακτές του Πέραν. Με νέο θάρρος και ορμή οι Τούρκοι ναύτες επετέθησαν κατά των τεσσάρων, καταδικασμένων, όπως όλα έδειχναν, πλοίων. Τα πληρώματα των χριστιανικών πλοίων όμως, έμπειρα ως ήταν, δεν πτοήθηκαν.
Έδεσαν τα σκάφη μεταξύ τους, σχηματίζοντας ένα πλωτό φρούριο, ένα τετράγωνο στη θάλασσα, θα μπορούσαμε να πούμε. Τα τουρκικά πλοία, ως αγέλη άγριων λύκων, είχαν περικυκλώσει από όλες τις πλευρές τα αντίπαλα σκάφη.
Ο ναύαρχος Μπαλτάογλου μάλιστα είχε προσκολλήσει τη ναυαρχίδα στην πρύμνη του ελληνικού πλοίου και επιτέθηκε εναντίον του με σκοπό να το κυριεύσει με εμβολή. Εκεί όμως στην πρύμνη του πλοίου έστεκε ακλόνητος φρουρός ο Έλληνας πλοίαρχος ,ο Φλαντανελάς. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες για τον άνδρα αυτόν, το πρότυπο του Έλληνα θαλασσινού ήρωα, πέραν του ονόματός του και της δράσεως του κατά την εν λόγω ναυμαχία.
Ο Φλαντανελάς λοιπόν, κραδαίνοντας έναν υπερμεγέθη πέλεκυ στάθηκε στην πρύμνη και τεμάχιζε όποιον Τούρκο επιχειρούσε να πηδήσει στο κατάστρωμα του πλοίου του. Ο Φραντζής, αυτόπτης μάρτυς ο ίδιος, αναφέρει ότι ο Φλαντανελάς περιέτρεχε το σκάφος από την πλώρη έως την πρύμνη, πολεμώντας «ως λέων» και δίνοντας κουράγιο στους άνδρες του.
Άλλα οι Τούρκοι, σαν υπνωτισμένοι από την παρουσία του ιδίου του σουλτάνου, συνέχιζαν τις επιθέσεις. Τότε λοιπόν, αναφέρει ο Λεονάρδος και ο Μπάρμπαρο, οι χριστιανοί πολέμησαν με υπέροχο ηρωισμό. Οι μόνοι Τούρκοι που κατόρθωσαν να εισβάλουν στα πλοία ήταν οι νεκροί. Παντού έβλεπε κανείς ανθρώπινα μέλη, χέρια, κεφάλια, να κείτονται στα καταστρώματα.
Δίπλα τους έβλεπε επίσης κατακρεουργημένους Τούρκους, νεκρούς ή ετοιμοθάνατους. «Και βοή πολλή και θρούς ην εξ απάντων εγειρόμενος, βαλλόντων, βαλλομένων, κτεινόντων, κτεινομένων, ωθούντων, ωθουμένων, βλασφημούντων, υβριζόντων, απειλούντων, στενόντων, πάντα δεινά ποιούντων», αναφέρει ο Κριτόβουλος. Η μάχη συνεχίστηκε έτσι, άγρια.
Οι Τούρκοι έστελναν συνεχώς νέες ενισχύσεις κατά των τεσσάρων πλοίων, τα πληρώματα των οποίων θα έπρεπε ήδη να έχουν αποκάμει. Πέραν πάσης ανθρώπινης αντοχής όμως, οι ναύτες τους, με πρωτοστάτη τον Φλαντανελά, πολεμούσαν με την ίδια αγριότητα τους βαρβάρους και κρατούσαν γερά, παρά την κόπωση και τις πληγές.
Και οι κάτοικοι της Πόλεως με θρήνους παρακαλούσαν τον Θεό να ελεήσει τους δύσμοιρους γενναίους αυτούς και από την άλλη ο αιμοβόρος Μωάμεθ, πνέοντας μένεα για την ανικανότητα των ανδρών του και καταβάλουν την αντίσταση τόσο λίγων, μπήκε έφιππος μέσα στη θάλασσα, έως τη μέση και ούρλιαζε. Απευθυνόμενος δε στον Μπαλτάογλου άλλοτε τον παρακινούσε και άλλοτε τον εξύβριζε.
Το αυτό έπρατταν και όλοι οι άλλοι στρατηγοί και οι γενίτσαροι φρουροί. Τα πλοία, τώρα πια, ωθούμενα από το ελαφρύ θαλάσσιο ρεύμα, είχαν πλησιάσει σε απόσταση λίγων μόνο μέτρων από την ακτή και οι φωνές, εκατέρωθεν, ακούγονταν καθαρά.
Η πλέον παράδοξη ναυμαχία των αιώνων συνεχίστηκε έτσι για ώρες, με τους Τούρκους να επιτίθενται συνεχώς με άγριο φανατισμό και τους Έλληνες και Ιταλούς ναύτες να τους κατακόπτουν με την ίδια μανία.
Η ναυαρχίδα του Μπαλτάογλου εξακολουθούσε να παραμένει προσκολλημένη στην πρύμνη του ελληνικού πλοίου. Για να αναπληρώσει δε τις τρομακτικές του απώλειες ο Οθωμανός ναύαρχος επάνδρωνε συνεχώς το πλοίο του με νέα αγήματα εμβολής. Οι Τούρκοι κάποια στιγμή επιχείρησαν να σκαρφαλώσουν στο πλοίο από τις αλυσίδες των αγκύρων.
Όπως όλοι οι χρονικογράφοι αναφέρουν, η σύγκρουση του ελληνικού πλοίου με την τουρκική ναυαρχίδα απετέλεσε την κορωνίδα της ναυμαχίας.
Ο ακαταπόνητος Φλαντανελάς, με τον πέλεκύ του ανά χείρας συνέχιζε πάντα, απτόητος, να πολεμά και να ενθαρρύνει. Αλλά και ο Βούλγαρος εξωμότης πολεμούσε με το ίδιο πείσμα και φαινόταν αποφασισμένος να νικήσει. Ενισχυμένος συνεχώς με νέους άνδρες, πολεμούσε τους λίγους και κατάκοπους Έλληνες.
Σε κάποια στιγμή το ελληνικό πλήρωμα φάνηκε να λυγίζει και οι Τούρκοι άρχισαν να πλημμυρίζουν το κατάστρωμα. Και πάλι όμως το θάρρος του Έλληνα πλοιάρχου έσωσε την κατάσταση και οι Τούρκοι ρίχθηκαν στη θάλασσα, ή απέμειναν άψυχα κουφάρια, στο κατακόκκινο από το αίμα κατάστρωμα.
Παραμένει απορίας άξιον τι θα είχε συμβεί εάν και τα άλλα περίπου 30 χριστιανικά πλοία, τα αγκυροβολημένα στον λιμένα της Πόλεως, εξέρχονταν αιφνιδιαστικά και επιτίθονταν στους Τούρκους. Πιθανότατα, ο τουρκικός στόλος να καταστρεφόταν ολοσχερώς. Δυστυχώς όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη.
Ήδη ο ήλιος έβαινε προς τη Δύση, χωρίς οι Τούρκοι να έχουν κατορθώσει το παραμικρό. Ήταν όμως πλέον φανερή η κόπωση των χριστιανών ναυτών, οι οποίοι άλλωστε πολεμούσαν επί οκτώ συνεχόμενες ώρες. Εάν δεν έπαυε η νηνεμία τα πλοία ήταν καταδικασμένα.
Ξαφνικά όμως σφοδρός νότιος άνεμος άρχισε να πνέει, φουσκώνοντας τα ιστία των ηρωικών πλοίων και έτσι σε λίγο τα τέσσερα πλοία βρέθηκαν στην ασφάλεια του λιμανιού.
Ο Μωάμεθ είχε υποστεί τη δεύτερή του ήττα. Εξιλαστήριο θύμα στην οργή του αιμοσταγούς σουλτάνου έγινε ο Μπαλτάογλου, ο οποίος όχι μόνο καθαιρέθηκε, αλλά μαστιγώθηκε και του έβγαλαν το ένα μάτι.
Ο εκνευρισμένος Μωάμεθ, κατόπιν της αποτυχίας του ναυτικού να επιτύχει τον από θαλάσσης αποκλεισμό της Πόλης, αποφάσισε να δράσει αλλιώς.
Μέσα σε μια νύκτα πέρασε 70 πλοία του από το Διπλοκιόνιον στην Κεράτιο, μέσω των λόφων του Πέραν! Οι τεχνίτες του κατασκεύασαν μια ξύλινη δίολκο, μέσω της οποίας τα πλοία σύρθηκαν και επανακαθελκύστηκαν στον Κεράτιο.
Μόνο το πρωινό της επομένης οι πολιορκημένοι αντελήφθησαν τι είχε συμβεί, όταν είδαν τα εχθρικά πλοία στον Κεράτιο.
Ο αποκλεισμός της Πόλεως ήταν πλέον ασφυκτικός. Οι αμυνόμενοι απεφάσισαν τότε να πυρπολήσουν τα τουρκικά πλοία στον Κεράτιο.
Η προσπάθειά τους όμως απέτυχε, είτε από ατυχία, είτε από προδοσία των Γενουατών που κατοικούσαν στο Πέραν, όπως αναφέρουν ορισμένες πηγές. Μερικοί μάλιστα από τους επιδόξους πυρπολητές συνελήφθησαν, δυστυχώς για αυτούς, ζώντες, από τους Τούρκους.
Ο Μωάμεθ την επομένη διέταξε την εκτέλεσή τους, μπροστά στα τείχη, ώστε να είναι ορατή από τους αμυνόμενους. Σε απάντηση ο Κωνσταντίνος έφερε στα τείχη τους αιχμάλωτους Τούρκους, τους οποίους και θανάτωσε.
Άγριες μάχες
Οι επόμενες ημέρες κύλησαν με το συνεχή βομβαρδισμό των τειχών από τα τουρκικά πυροβόλα. Ο Μωάμεθ πάντως δεν αποτόλμησε νέα επίθεση μετά τις δύο αιματηρές αποτυχίες που είχε υποστεί.
Στο σημείο αυτό ο Δούκας αναφέρει μια ελεγχόμενη πληροφορία, ότι δηλαδή ο Κωνσταντίνος απέστειλε πρεσβεία στον Μωάμεθ, ζητώντας του να άρει την πολιορκία και υποσχόμενος την καταβολή φόρου υποτέλειας. Την πληροφορία όμως αυτή δεν επιβεβαιώνει καμία άλλη πηγή, ελληνική ή ξένη.
Όλα δε τα χρονικά συμφωνούν ότι ο Μωάμεθ ήταν αυτός που απέστειλε πρέσβη στον Κωνσταντίνο, στις 15 Μαΐου, ζητώντας του να του παραδώσει την Πόλη. Σε αντάλλαγμα υποσχόταν να τον αναγνωρίσει δεσπότη της Πελοποννήσου και δεσμευόταν ότι δεν θα πείραζε τους κατοίκους.
Τότε όμως έλαβε από τον Κωνσταντίνο την υπερήφανη απάντηση ότι δεν ημπορούσε να παραδώσει με τη θέληση του την Πόλη, τη «χαρά και την ελπίδα όλων των Ελλήνων».
Κοινή απόφαση, αυτοκράτορα και λαού ήταν μια: αντίσταση μέχρις εσχάτων. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν άλλωστε οι Έλληνες να απαντήσουν;
Πριν πάντως ο Μωάμεθ αναγκαστεί να αποστείλει πρεσβεία στον Κωνσταντίνο είχε αποτολμήσει την εκτόξευση και νέων μεγάλων εφόδων κατά των χερσαίων τειχών.
Στις 7 Μαΐου 30.000 Τούρκοι επιτέθηκαν κατά των τειχών στο ύψος της πύλης του Αγ. Ρωμανού, όπου και διεξήχθη άγρια μάχη.
Οι Έλληνες, υπό την καθοδήγηση ενός ειδικού υπονομευτή, του Ιωάννη Γκραντ, Γερμανού ή Σκώτου στην καταγωγή, κατέστρεψαν όλους τους τουρκικούς υπονόμους και τους ανατίναξαν με πυρίτιδα.
Τα μεσάνυκτα της 12ης Μαΐου όμως 50.000 Τούρκοι εξόρμησαν κατά του περιβόλου στο ύψος του ανακτόρου των Βλαχερνών και του ανακτόρου του Πορφυρογέννητου.
Η πρώτη τους έφοδος αποκρούστηκε κατόπιν σφοδρής μάχης, στην οποία διακρίθηκαν ο Νικηφόρος Παλαιολόγος και ο Θεόδωρος Καρυστηνός. Πριν παύσει η έφοδος στο βόρειο τείχος, άλλοι τόσοι Τούρκοι εξόρμησαν νοτιότερα κατά της πύλης του Χαρισίου.
Και εκεί όμως αποκρούστηκαν, όχι όμως πριν αφιχθούν ο Ιουστινιάνης με τους άνδρες του. Το «Σλαβονικό Χρονικό» αναφέρει πάντως ένα ακόμα επεισόδιο με πρωταγωνιστή τον Κωνσταντίνο.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Ανώνυμο Μοσχοβίτη, κατά τη διάρκεια της εφόδου αυτής, οι Τούρκοι κατόρθωσαν να εισβάλουν στην Πόλη.
Στο άκουσμα της είδησης ο Κωνσταντίνος έσπευσε έφιππος προς το απειλούμενο σημείο. Στο δρόμο συνάντησε μερικούς φυγάδες, αμάχους και ενόπλους.
Αμέσως τους επετίμησε, τους εμψύχωσε και τους οδήγησε σε αντεπίθεση, με την οποία κατόρθωσε να πετάξει τους εισβάλλοντες Τούρκους εκτός των τειχών και να σώσει την Πόλη.
Από την άλλη όμως, η είσοδος της τουρκικής μοίρας στον Κεράτιο είχε δημιουργήσει επιπλέον προβλήματα στους αμυνόμενους. Υπήρχε πλέον η ανάγκη της φύλαξης και του θαλασσίου τείχους εντός του Κερατίου.
Οι λιγοστοί αμυνόμενοι όφειλαν λοιπόν να βρίσκονται παντού, ταυτοχρόνως! Τι θα συνέβαινε όμως εάν οι Τούρκοι εξαπέλυαν γενική έφοδο καθ’ όλο το μήκος του αμυντικού περιβόλου;
Όλοι γνώριζαν ότι οι φρουροί δεν επαρκούσαν για να επανδρώσουν το τείχος, ακόμη και αν αυτό βρισκόταν σε καλή κατάσταση.
Πόσο μάλλον τώρα που ήταν γεμάτο ρήγματα, η κάλυψη των οποίων αποστράγγιζε τις αμυντικές δυνατότητες του μικρού στρατού του αυτοκράτορα. Οι ώρες, οι ημέρες, κυλούσαν με αγωνία.
Ο Κωνσταντίνος είχε αποστείλει στις 3 Μαΐου ένα μικρό πλοιάριο, επανδρωμένο με 12 γενναίους ναυτικούς, για αναγνώριση στο Αιγαίο. Αποστολή του πλοιαρίου ήταν να ανακαλύψει τον καθ’ οδό εβρισκόμενο χριστιανικό στόλο και να ζητήσει από τους επικεφαλής του να βιαστούν.
Η αποστολή που ανετέθη στους 12 ναυτικούς ισοδυναμούσε με καταδίκη σε θάνατο. Πέραν πάσης προσδοκίας όμως οι έμπειροι Έλληνες ναυτικοί κατόρθωσαν να περάσουν μέσα από τον τουρκικό στόλο, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί και να ξανοιχθούν στο πέλαγος. Εκεί μάταια αναζήτησαν τον χριστιανικό στόλο.
Στην πραγματικότητα ένας ενετικός στολίσκος πλησίασε την Κωνσταντινούπολη μερικές ημέρες μετά την Άλωση. Ύστερα από την άκαρπη αναζήτηση τους οι ναυτικοί αυτοί, κατάλαβαν ότι δε υπήρχε ελπίδα σωτηρίας για την Πόλη. Παρ’ όλα αυτά, αν και θα μπορούσαν να σωθούν, αποφάσισαν να ξαναγυρίσουν στην Πόλη για να πεθάνουν μαζί με αυτήν, τον Βασιλέα και την Αυτοκρατορία!
Όλοι άλλωστε γνώριζαν ότι επίκειτο η μεγάλη έφοδος του σουλτάνου. Ο Χαλίλ πασάς, ο μεγάλος βεζίρης του Μωάμεθ, είχε ενημερώσει τους Έλληνες, όπως άλλωστε έπραττε επί πολύ καιρό πριν, έναντι φυσικά αδρής αμοιβής.
Μετά την απόκρουση και της μεγάλης επιθέσεως της 12ης Μαΐου ο Κωνσταντίνος, έχοντας υπόψη και τις πληροφορίες του Χαλίλ, συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο.
Την 18η Μαΐου ο Μωάμεθ επεφύλαξε μια ακόμη δυσάρεστη έκπληξη στους πολιορκημένους.
Με το πρώτο φως της ημέρας οι αμυνόμενοι είδαν με τρόμο ενώπιόν τους έναν πελώριο πολιορκητικό πύργο, επενδεδυμένο με δέρατα ζώων, για να μην καίγεται, επανδρωμένο με πλήθος επίλεκτων ανδρών και εξοπλισμένο με πυροβόλα και άλλες βλητικές μηχανές. Αμέσως, οι Τούρκοι ρίχθηκαν στην επίθεση, χρησιμοποιώντας αυτόν το μεγάλο πύργο.
Με υπεράνθρωπες προσπάθειες η νέα επίθεση αποκρούσθηκε. Και όχι μόνο αυτό. Τη νύκτα, οι αμυνόμενοι κατόρθωσαν και τα ρήγματα να επισκευάσουν και τον μεγάλο πύργο να ανατινάξουν. Σε απάντηση όμως ο Μωάμεθ διέταξε την κατασκευή και άλλων πύργων. Ωστόσο, με τη χρήση των πύργων ουδέν επέτυχε προ της αποφασιστικότητας και του θάρρους των λιγοστών αμυνομένων. Ο δικέφαλος εξακολουθούσε να κυματίζει υπερηφάνως επί των πύργων της βασιλίδος των πόλεων.
Εκείνες τις ημέρες επέστρεψε στην Πόλη το μικρό πλοιάριο και οι άνδρες του ανέφεραν το δυσάρεστο άγγελμα, ότι δηλαδή πουθενά δεν συνάντησαν χριστιανικά πλοία.
Εάλω η Πόλις
Την Παρασκευή 25 και το Σάββατο 26 Μαΐου οι Τούρκοι δεν εξαπέλυσαν καμία επίθεση. Αρκέστηκαν απλώς στον σφοδρό βομβαρδισμό των τειχών. Ήταν εμφανές ότι θα εξαπέλυαν μεγάλη έφοδο τις προσεχείς ημέρες.
O βομβαρδισμός όμως εκείνος είχε προκαλέσει σοβαρότατες βλάβες στα αρχαία τείχη. Ειδικά στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου, στην πύλη του Αγ. Ρωμανού, τα τουρκικά πυροβόλα είχαν εντελώς κατακρημνίσει το τείχος.
Οι αμυνόμενοι, μαζί με τους αμάχους κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες να αποφράξουν τα επικίνδυνα ρήγματα με «σταυρώματα», καμωμένα από χώμα, ξύλα, λίθους από τα κατεστραμμένα τείχη και οποιοδήποτε άλλο υλικό. Τα προτειχίσματα αυτά τα κάλυπταν με δέρατα ζώων για να μην καίγονται. Στο άνω τμήμα των προτειχισμάτων τοποθετούσαν, δίκην επάλξεων, αμφορείς γεμάτους με χώμα.
Ο τουρκικός βομβαρδισμός εντάθηκε από το βράδυ της Κυριακής της 27ης Μαΐου έως και λίγες στιγμές πριν εξαπολυθεί η πρώτη έφοδος κατά της Πόλεως, τα ξημερώματα της 29ης Μαΐου.
Η αποτελεσματικότητα του τουρκικού πυροβολικού είχε κατατρομάξει τους δυστυχείς αμυνόμενους και είχε καταπλήξει ακόμα και αυτόν τον ίδιο τον Μωάμεθ.
Έτσι στον τελευταίο λόγο που εκφώνησε στα στρατεύματά του, λίγο πριν την εκδήλωση της τελικής εφόδου, δήλωσε αυτάρεσκα ότι δεν στέλνει τους στρατιώτες του να τειχομαχήσουν, αλλά να πολεμήσουν σε αναπτεταμένο πεδίο.
Στην Πόλη η κατάσταση ήταν απολύτως διαφορετική. Πώς θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς; Κατήφεια επικρατούσε. Σχεδόν όλοι ήταν βέβαιοι ότι η Πόλη δεν θα άντεχε στη μεγάλη, γενική έφοδο, που γνώριζαν ότι σκόπευε να εκτοξεύσει ο Μωάμεθ. Αυτό που έμεινε όμως ακλόνητο ήταν το φρόνημά τους.
Όλοι οι μελλοθάνατοι προτίμησαν να πεθάνουν αυτοβούλως, παρά να είναι σκλάβοι και να πεθαίνουν αργά, καθημερινά στα χέρια του Τούρκου.
Προτίμησαν να μη δουν τις συζύγους και τα παιδιά τους υποχείρια στις άνομες ορέξεις των βαρβάρων ασιατών. Το βράδυ της 28ης Μαΐου έλαβε χώρα στον πάνσεπτο ναό της Αγίας Σοφίας η τελευταία χριστιανική λειτουργία.
Ο αυτοκράτωρ, μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων, μαζί με όλες τις κεφαλές του στρατού και μαζί με χιλιάδες άλλους πολεμιστές και αμάχους, οι οποίοι με δάκρυα στα μάτια τον ασπάζονταν και του φιλούσαν το χέρι.
Ήταν η απόλυτη απόδειξη της αφοσίωσης τους σε αυτόν και στην πατρίδα. Ξαφνικά όλοι οι ανώνυμοι αυτοί μαχητές αδελφοποιήθηκαν με τον αυτοκράτορα. Μετέλαβαν μαζί του, τον άγγιξαν, έγιναν ένα μαζί του.
Δεν θα τον άφηναν να πολεμήσει και να πεθάνει μόνο του, γιατί ήξερε πως θα πεθάνει, όπως και όλοι τους το ήξεραν. Ωστόσο, καμία φωνή λιποψυχίας δεν ακούστηκε, κανείς δεν πρότεινε τη συνθηκολόγηση με τον εχθρό του γένους. Κοινή ήταν η απόφαση. Να πολεμήσουν και να πέσουν ως Έλληνες, πιστοί στον άγραφο νόμο τούτου του τόπου. Άπειρο το μεγαλείο της στιγμής!
Αμέσως μετά ο Βασιλέας ίππευσε το αραβικό του άτι και χάθηκε στη νύκτα μαζί με τους συστρατιώτες του.
Έφτασε στα τείχη, γύμνωσε το σπαθί του και ως απλός στρατιώτης έλαβε θέση, στο πλέον εκτεθειμένο σημείο της αμύνης, στο σταύρωμα της πύλης του Αγ. Ρωμανού.
Από εκεί έμελλε να τον αρπάξει ο άγγελος του Κυρίου και να τον κρύψει στη σπηλιά, από όπου προσμένει την άγια ώρα. Είχε νυχτώσει για τα καλά. Η 29η Μαΐου διένυε ήδη τις πρώτες ώρες της. Στο τουρκικό στρατόπεδο απλωνόταν τώρα μια αμαρτωλή ησυχία.
Ησυχία πρωτόγνωρη για αυτούς. Ακόμα και τα τέρατα του πολέμου, τα φονικά πυροβόλα, είχαν πάψει τις βολές.
Ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι ακούστηκαν φοβερές κραυγές και αλαλαγμοί. «Αλλάχ, ιλλαλάχ, Μωχαμέτ ρουσολλαλάχ». Αυτή η κραυγή εξήλθε από τα στόματα εκατοντάδων χιλιάδων Τούρκων.
Αμέσως μετά, κρατώντας πυρσούς στα χέρια χιλιάδες Τούρκοι ρίχτηκαν στην επίθεση. Ο Ενετός Μπάρμαρο αναφέρει ότι το πρώτο αυτό κύμα εφόδου το αποτελούσαν τουλάχιστον 50.000 Τούρκοι, αλλά και χριστιανοί υπήκοοι του σουλτάνου. Όταν έφτασαν σε απόσταση βολής από το άθλιο σταύρωμα, έβαλλαν εναντίον των αμυνομένων με όλα τους τα όπλα, τόξα, «τούφακας», ακόντια, σφενδόνες.
Μετά την πρώτη ομοβροντία όρμησαν κρατώντας κλίμακες και άγκιστρα κατά του σταυρώματος.
Με τα άγκιστρα έριχνα κάτω τους πίθους–επάλξεις των αμυνομένων και με τις κλίμακες επιχειρούσαν να ανεβούν στο σταύρωμα.
Επί δύο με τρεις περίπου ώρες το σώμα των 50.000 Τούρκων εφορμούσε μανιωδώς κατά του «σταυρώματος», χωρίς αποτέλεσμα. Ο Μωάμεθ προφανώς θεωρούσε τους συγκεκριμένους άνδρες αναλώσιμους, υλικό και μόνον καταπόνησης των αμυνομένων.
Περί την αυγή ο Μωάμεθ επέτρεψε στους λιγοστούς επιζώντας του πρώτου σώματος να αποσυρθούν. Όπως αναφέρει ο Μπάρμπαρο όλη η έκταση ενώπιον του ρήγματος ήταν γεμάτη με πτώματα Τούρκων.
Οι απώλειές τους υπολογίζονται σε 20-30.000 νεκρούς και τραυματίες. Ωστόσο, είχαν επιτύχει το σκοπό τους, ο οποίος δεν ήταν άλλος από την πλήρη εξουθένωση των αμυνομένων, οι οποίοι ούτως ή άλλως, βδομάδες τώρα, είχαν στερηθεί ακόμη και τον ύπνο τους.
Και εκεί που οι αμυνόμενοι, έχοντας αποκρούσει τους επιτιθεμένους, έλπιζαν να απολαύσουν λίγες στιγμές ανάπαυσης, άκουσαν με τρόμο τα τουρκικά τύμπανα να ηχούν εκ νέου.
Αμέσως, ένα νέο σώμα 50.000 Τούρκων όρμησε με αλαλαγμούς κατά του «σταυρώματος». «Δίκην λεόντων αχαλινώτων ώρμησαν οι στρατιώται της δευτέρας μοίρας προς τα τείχη, πλησίον της πύλης του Αγ. Ρωμανού. και ως ημείς είδομεν το φοβερό εκείνον θέαμα.
Αμέσως εκρούσθησαν καθ’ άπασαν την πόλιν τα σήμαντρα και καθ’ άπασας τας τάξεις των τειχών, και έκαστος, εξαιτούμενος βοήθειαν, επεκαλείτο το έλεος του αιωνίου θεού εναντίον των σκύλων εκείνων Τούρκων», συνεχίζει ο Μπάρμπαρο.
Ο Μωάμεθ, ενεργώντας βάσει σχεδίου, διέταξε τη δεύτερη έφοδο, αμέσως μετά το άδοξο τέλος της πρώτης. Έλπιζε ότι οι λίγοι και κατάκοποι αμυνόμενοι δεν θα άντεχαν στις συνεχόμενες κρούσεις του στρατού του. Στη δεύτερη δε αυτή έφοδο συμμετείχαν εκλεκτά στρατεύματα-γενίτσαροι και αφιππευμένοι σπαχήδες –φέροντες αλυσιδωτούς θώρακας, κράνη και ασπίδες. Τότε συνήφθη αγριότατη εκ του συστάδην μάχη, με τους Τούρκους να επιχειρούν να ανέλθουν στο «σταύρωμα» με τη βοήθεια κλιμάκων και τους Έλληνες και Ιταλούς αμυνόμενους να καταρρίπτουν τις κλίμακες και με λίθους, τυφέκια, δόρατα και βαλλίστρες και να φονεύουν πλήθος Τούρκων.
Ο Μωάμεθ, με έκπληξη, αντίκρισε το επίλεκτο τμήμα του στρατού του να αναχαιτίζεται από τους λίγους ήρωες. Φοβερά εκνευρισμένος διέταξε τότε τους πυροβολητές του να ανοίξουν και πάλι πυρ.
Πράγματι, τα τουρκικά πυροβόλα έβαλαν κατά του «σταυρώματος», σκοτώνοντας πολλούς Τούρκους που βρισκόταν εμπρός από αυτό, αλλά και δημιουργώντας ένα νέο ρήγμα, το οποίο δεν ημπορούσε να επισκευαστεί, πριν αποκρουσθεί η έφοδος.
Αυτή τη φορά λοιπόν, ο Μωάμεθ, βλέποντας και τη δεύτερη έφοδο να αποτυγχάνει διέταξε γενική έφοδο, ρίπτοντας στη μάχη ακόμα και τη φρουρά του.
Παράλληλα όμως και ο στόλος έλαβε διαταγή να επιτεθεί κατά των θαλασσίων τειχών, προκειμένου να αγκιστρώσει πολύτιμες για τους αμυνόμενους δυνάμεις, μακριά από το κύριο μετώπο της μάχης.
Γιατί όλα θα κρινόταν εκεί, στο χερσαίο τείχος, μεταξύ της πύλης του Αγ. Ρωμανού και μιας μικρής στρατιωτικής πύλης, της κερκόπορτας.
Η επίθεση των γενιτσάρων κατά των κατάκοπων χριστιανών μαχητών εξελίχθηκε σε νέα, άγρια θανάσιμη συμπλοκή. Παρά την κόπωση και τις πληγές, συνεπεία των προηγουμένων εφόδων, οι αμυνόμενοι με τον Βασιλέα και τον Ιουστινιάνη επικεφαλής, αντέταξαν και πάλι σθεναρά άμυνα και αντιμετώπισαν τους επίλεκτους του Μωάμεθ με το ίδιο θάρρος.
Περίπου 750 μέτρα βορειότερα όμως οι Τούρκοι ανακάλυψαν αφρούρητη μια μικρή πυλίδα, τη διαβόητη Κερκόπορτα. Η πυλίδα αυτή είχε κτισθεί επί Ισσακίου Αγγέλου, το 1204. Ανοίχθηκε όμως και πάλι με την έναρξη της πολιορκίας από τον Μωάμεθ, για να χρησιμοποιηθεί ως πύλη εξόδων των πολιορκημένων.
Η συγκεκριμένη πυλίδα ήτο κατά το ήμισυ κεχωσμένη στο έδαφος και δεν ήταν εύκολο να γίνει ορατή από τους εχθρούς. Για τον λόγο αυτό δεν φρουρούταν τη μοιραία εκείνη ώρα, διότι οι διατιθέμενοι για την προστασία της φρουροί είχαν σπεύσει να ενισχύσουν τους μαχόμενους στο «σταύρωμα».
Αφού την παραβίασαν 50 περίπου γενίτσαροι εισέβαλαν στον εσωτερικό περίβολο. Αυτούς ακολούθησαν χιλιάδες και επετέθησαν στους ηρωικώς έως τότε ανθισταμένους μαχητές εκ των νώτων.
Ορισμένοι μάλιστα καταβίβασαν τις αυτοκρατορικές σημαίες από τον πρώτο πύργο που κυρίευσαν και ανεβίβασαν την τουρκική.
Το γεγονός αυτό είχε τεράστια ψυχολογική σημασία και επέδρασε ιδιαιτέρως δυσμενώς στο ηθικό των αμυνομένων.
Την ίδια ώρα ο Ιουστινιάνης πληγώθηκε, είτε από βέλος, είτε από βολίδα τυφεκίου και παρά τις ικεσίες του Κωνσταντίνου, απεχώρησε κρυφά από τη γραμμή της μάχης, ώστε να περιποιηθεί το τραύμα του, χωρίς να προκαλέσει σύγχυση. Επέτυχε ακριβώς το αντίθετο.
Η απουσία του έγινε αισθητή και οι μαχητές άρχισαν να τον αναζητούν. Παράλληλα, είδαν τις τουρκικές σημαίες να κυματίζουν αναίσχυντα, λίγα μόλις μέτρα από τις θέσεις τους. Το δράμα εισερχόταν στην τελευταία του πράξη.
Σε λίγο σύγχυση επεκράτησε στις τάξεις των μαχητών. Στο μεταξύ, χιλιάδες Τούρκοι είχαν περάσει εντός των τειχών και έπλητταν πλέον τους γενναίους του Κωνσταντίνου εκ του πλευρού, αλλά και κατά μέτωπο, αφού οι επιθέσεις των γενίτσαρων κατά του ημιδιαλυμένου πλέον «σταυρώματος» ουδέποτε χαλάρωσαν.
Μοιραία, οι αμυνόμενοι κατεβλήθησαν από τη διπλή προσβολή, από το πλήθος των εχθρών και από τον κάματο και τα τραύματα.
Τότε ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να περάσει στον θρύλο. «Εάλω η Πόλη». Η τρομερή κραυγή αντήχησε. «Η Πόλη κυριεύθηκε και εγώ ακόμη ζω», κραύγασε με τη σειρά του ο βασιλέας και όρμησε εμπρός με το σπαθί στο χέρι και με τους λίγους αφοσιωμένους συντρόφους να βρει τον ένδοξο θάνατο που του έπρεπε, να κερδίσει μια θέση στο πάνθεον των ηρώων της ελληνικής φυλής.
Όρμησε λοιπόν ο Κωνσταντίνος, μαζί με τον Φραγκίσκο Τολέδιο, τον Θεόφιλο Παλαιολόγο και τον Ιωάννη Δαλμάτη κατά των εχθρικών στιφών.
Τέσσερις μόλις ήρωες εναντίον χιλιάδων. Οι τέσσερις στάθηκαν με την πλάτη στο τείχος και εκεί αντιμετώπιζαν τους χιλιάδες Τούρκους. «Θέλων θανείν ή ζείν», ανεκραύγασε ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και όρμησε με το σπαθί στον συρφετό.
Οι τέσσερις αυτοί άνδρες έκαναν θαύματα. Μόνοι τους έστρωσαν το έδαφος με κουφάρια εχθρών.
Μανιασμένοι, ακατάβλητοι, έχοντας απωλέσει κάθε ανθρώπινο αίσθημα, αδιαφορώντας για τα εχθρικά πλήγματα, για τα τραύματα και για το αίμα τους που έρεε από τις πληγές, τέσσερις μόνο άνδρες πολεμούσαν με τα ατελείωτα στίφη των εχθρών.
Τότε όμως ο Κωνσταντίνος εδέχθη το μοιραίο πλήγμα, ύπουλο, άνανδρο, από τα νώτα.
Πρόλαβε μόνο να κραυγάσει πριν πέσει «δεν υπάρχει κανένας Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι».
Δεν ήθελε ο αυτοκράτωρ να πέσει η κεφαλή του στα χέρια των εχθρών, να «μαγαριστεί», όπως έλεγαν. Όπως και οι μεταγενέστεροι κλέφτες και αρματολοί, όταν κάποιος σύντροφος φονευόταν του απέκοπταν την κεφαλή, για να μην μαγαριστεί από τους μιαρούς Τούρκους. «
Συμφώνα με τον Δούκα οι Τούρκοι ανεγνώρισαν τον νεκρό του βασιλέως από ταις ερυθρές εμβάδες του, τις διακοσμημένες με δικέφαλους αετούς. Το σώμα του γδάρθηκε, συνεχίζει ο Δούκας, και το δέρμα του γεμάτο με άχυρο, διοπομπεύθηκε.
Ο Ενετός Μοντάλδος αναφέρει ότι η κεφαλή του αυτοκράτορα, βρέθηκε από δύο Τούρκους στρατιώτες και αναγνωρίσθηκε από τους Βυζαντινούς αιχμαλώτους.