Το ανεπίλυτο ζήτημα της προέλευσης του SARS-CoV-2 Η απουσία του πρώτου κρούσματος και το κλινικό παράδοξο της «πανδημίας» – Γιατί δεν εντοπίστηκε ποτέ ο ασθενής μηδέν του κορωνοϊού
Σε κάθε επιδημία, η πρώτη πράξη της επιστήμης είναι η ανίχνευση της αρχής. Ο εντοπισμός του πρώτου μολυσμένου ανθρώπου —του λεγόμενου ασθενούς μηδέν— αποτελεί τον θεμέλιο λίθο κάθε επιδημιολογικής έρευνας. Χωρίς αυτό το σημείο εκκίνησης, καμία αλυσίδα μετάδοσης δεν μπορεί να ανασυσταθεί, καμία αιτία δεν μπορεί να εντοπιστεί με βεβαιότητα και καμία στρατηγική περιορισμού δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε αποδείξεις.
Ο εντοπισμός του πρώτου κρούσματος δεν είναι τυπική διαδικασία, αλλά η λογική προϋπόθεση της ίδιας της ιατρικής. Η επιστήμη των λοιμώξεων γεννήθηκε για να αποκαλύπτει αιτιώδεις σχέσεις, όχι για να διαχειρίζεται άγνοια. Κι όμως, στην περίπτωση του SARS-CoV-2, του ιού που πυροδότησε την πιο εκτεταμένη παγκόσμια κρίση του 21ου αιώνα, η αναζήτηση της αρχής έμεινε μετέωρη. Δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ μια πλήρως ανεξάρτητη και διαφανής διεθνής έρευνα. Κανένα εργαστήριο εκτός Κίνας δεν απέκτησε ελεύθερη πρόσβαση στα αρχικά κλινικά δείγματα ή στα πρωτογενή δεδομένα. Ο κόσμος οδηγήθηκε σε μια ιστορική κινητοποίηση χωρίς να γνωρίζει τι ακριβώς αντιμετώπιζε, και οι θεσμοί που όφειλαν να διασφαλίσουν τη διαφάνεια, προτίμησαν τη σιωπή.
Η πόλη Γουχάν, πρωτεύουσα της επαρχίας Χουμπέι, ήταν το πρώτο σημείο όπου εντοπίστηκαν ασυνήθιστες περιπτώσεις πνευμονίας στα τέλη του 2019. Στην ίδια πόλη εδρεύει το Ινστιτούτο Ιολογίας της Γουχάν, ένα από τα πλέον αναγνωρισμένα κέντρα παγκοσμίως για τη μελέτη κορωνοϊών ζωικής προέλευσης. Εδώ και χρόνια, οι επιστήμονες του Ινστιτούτου διεξήγαν πειράματα σε ιούς νυχτερίδων, μελετώντας τη διασταυρούμενη μόλυνση μεταξύ ζώων και ανθρώπων.
Στο πλαίσιο αυτών των ερευνών εφαρμόζονταν και τεχνικές «ενίσχυσης λειτουργίας», δηλαδή σκόπιμων γενετικών μεταλλάξεων που αυξάνουν τη μολυσματικότητα ενός ιού ώστε να κατανοηθεί καλύτερα η δυναμική του. Η πρακτική αυτή, αν και επιστημονικά αποδεκτή υπό αυστηρούς όρους ασφαλείας, έχει προκαλέσει δεκαετίες αντιπαραθέσεων για τη βιοηθική της, καθώς ενέχει τον κίνδυνο να δημιουργηθούν τεχνητά στελέχη με απρόβλεπτη συμπεριφορά.
Το 2015, μια μελέτη που συνυπογράφηκε από Κινέζους και Αμερικανούς ερευνητές και δημοσιεύτηκε στο Nature Medicine προκάλεσε κύμα ανησυχίας, καθώς παρουσίαζε έναν χιμαιρικό ιό νυχτερίδας ικανό να μολύνει ανθρώπινα κύτταρα. Το γεγονός αυτό οδήγησε πολλούς επιστήμονες να ζητήσουν επανεξέταση των κινδύνων τέτοιων πειραμάτων. Όταν, τέσσερα χρόνια αργότερα, εμφανίστηκαν τα πρώτα κρούσματα του SARS-CoV-2, οι συνειρμοί ήταν αναπόφευκτοι.
Το αρχικό στέλεχος του ιού εμφάνιζε μια εντυπωσιακή προσαρμογή στον ανθρώπινο υποδοχέα ACE2, που διευκολύνει τη μόλυνση των κυττάρων του αναπνευστικού συστήματος. Δεν εντοπίστηκε κανένας ενδιάμεσος ξενιστής, όπως είχε συμβεί με τον SARS-CoV-1 ή τον MERS. Επιπλέον, ορισμένα βιολογικά δείγματα, βάσεις δεδομένων και κλινικές πληροφορίες αποσύρθηκαν αιφνίδια ή έγιναν μη προσβάσιμες σε ξένους ερευνητές. Αντί να κινητοποιηθεί διεθνής διαφάνεια, επιβλήθηκε ένα πέπλο θεσμικής σιωπής.
Τον Ιανουάριο του 2021, σχεδόν δύο χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας πραγματοποίησε επίσκεψη στο εργαστήριο της Γουχάν, υπό αυστηρή εποπτεία από τις κινεζικές αρχές. Η έκθεση που προέκυψε απέρριψε το ενδεχόμενο διαρροής ως «εξαιρετικά απίθανο», χωρίς να προσφέρει πλήρη τεκμηρίωση των συμπερασμάτων. Ο ίδιος ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ, Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους, αναγκάστηκε λίγο αργότερα να δηλώσει ότι «όλες οι υποθέσεις παραμένουν στο τραπέζι», υπονοώντας έμμεσα ότι η έρευνα ήταν ελλιπής. Το πρόβλημα δεν ήταν μόνο επιστημονικό, αλλά θεσμικό.
Ο Τέντρος, βιολόγος και πρώην υπουργός της Αιθιοπίας, είχε κατηγορηθεί στο παρελθόν για συγκάλυψη επιδημιών χολέρας στη χώρα του, μετονομάζοντάς τες σε «οξεία υδαρή διάρροια» ώστε να μην πληγεί η διεθνής εικόνα της κυβέρνησής του. Οι κατηγορίες αυτές, που δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες όπως οι New York Times και η Telegraph, δεν διαψεύστηκαν ποτέ πλήρως. Υπό αυτό το πρίσμα, η στάση του ΠΟΥ στη Γουχάν ενίσχυσε τη δυσπιστία: ένας οργανισμός που όφειλε να ενσαρκώνει την ανεξαρτησία της επιστήμης, φάνηκε να ευθυγραμμίζεται με τις πολιτικές σκοπιμότητες ενός αυταρχικού κράτους.
Η επιστήμη, όμως, δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς αιτιολογία. Από τον Ιπποκράτη και τον Παστέρ έως τη σύγχρονη μοριακή βιολογία, η ιατρική θεμελιώνεται στην κατανόηση της αιτίας μιας νόσου. Χωρίς γνώση της προέλευσης, κάθε θεραπεία κινδυνεύει να μετατραπεί σε τεχνική διαχείριση των συμπτωμάτων. Η επιδημιολογία, ιδιαίτερα μετά τον 20ό αιώνα, έχει καθιερώσει την ιχνηλάτηση του πρώτου κρούσματος ως εργαλείο καθοριστικής σημασίας. Στην περίπτωση του ιού Έμπολα το 2014 ή του SARS-CoV-1 το 2002, η ανασύνθεση των αρχικών γεγονότων επέτρεψε τον έλεγχο της διασποράς.
Με τον SARS-CoV-2 συνέβη το αντίθετο: η επιδημιολογία σταμάτησε να αναζητά την αιτία και περιορίστηκε στη διαχείριση των συνεπειών. Οι κυβερνήσεις εφάρμοσαν περιοριστικά μέτρα, οι γιατροί κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν μια πανδημία χωρίς πλήρη κατανόηση του παθογόνου, και η ιατρική κοινότητα λειτουργούσε σε ένα τοπίο ελλιπούς τεκμηρίωσης. Η γνώση της αρχής αντικαταστάθηκε από την επείγουσα ανάγκη για δράση.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα κλινικό παράδοξο. Οι γιατροί συνταγογραφούσαν χωρίς να γνωρίζουν επαρκώς τον αιτιολογικό μηχανισμό. Οι πολιτικές δημόσιας υγείας στηρίζονταν σε στατιστικά μοντέλα, όχι σε πραγματικά δεδομένα προέλευσης. Τα κράτη επέβαλλαν μέτρα υπό το βάρος του φόβου, ενώ οι διεθνείς οργανισμοί απέφευγαν τις δύσκολες ερωτήσεις. Η απουσία του ασθενούς μηδέν δεν ήταν απλώς επιστημονικό κενό, αλλά θεσμική παραδοχή: ο κόσμος προτίμησε να προχωρήσει χωρίς να γνωρίζει.
Η επιδημιολογία μετατράπηκε σε μηχανισμό ελέγχου, όχι σε εργαλείο κατανόησης. Η άγνοια έγινε ανεκτή, σχεδόν θεμιτή, αρκεί να εξασφάλιζε συμμόρφωση. Ποτέ άλλοτε δεν εφαρμόστηκαν τόσο ριζικά μέτρα με τόσο αδύναμη τεκμηρίωση. Και ποτέ άλλοτε η υπακοή δεν προβλήθηκε τόσο έντονα ως πράξη επιστημονικής ευθύνης.
Η πανδημία ανέδειξε ένα νέο πολιτισμικό φαινόμενο: τη μετατροπή του φόβου σε κριτήριο αλήθειας. Μπροστά στην αβεβαιότητα, οι κυβερνήσεις και οι κοινωνίες υιοθέτησαν τη λογική της «αναγκαίας πειθαρχίας». Οι ερωτήσεις για την προέλευση του ιού θεωρήθηκαν ύποπτες, οι κριτικές προς τον ΠΟΥ απορρίφθηκαν ως «θεωρίες συνωμοσίας», και κάθε αναζήτηση λογοδοσίας ερμηνεύθηκε ως απειλή για τη συλλογική ασφάλεια. Το δόγμα «εμπιστευτείτε την επιστήμη» χρησιμοποιήθηκε όχι για να ενισχύσει την έρευνα, αλλά για να κλείσει τη συζήτηση.
Η αμφισβήτηση αντιμετωπίστηκε σαν ηθική παρέκκλιση. Όπως έγραψε ο Thomas Sowell, σε τέτοιες συνθήκες οι άνθρωποι δεν κρίνουν τις πράξεις από τα αποτελέσματα, αλλά από τις προθέσεις που προβάλλουν. Έτσι, η άγνοια έπαψε να θεωρείται πρόβλημα προς επίλυση και μετατράπηκε σε ηθική στάση, σε δήθεν πράξη υπευθυνότητας. Το «να μην ρωτάς» έγινε συνώνυμο του «να συμβάλλεις στο καλό».
Αυτή η νέα ηθική της άγνοιας λειτούργησε σε τρία επίπεδα. Πρώτον, σε κυβερνητικό επίπεδο, καθώς οι πολιτικές ηγεσίες απέφυγαν έρευνες που θα μπορούσαν να φέρουν σε δύσκολη θέση συμμάχους ή θεσμούς. Δεύτερον, στο επιστημονικό πεδίο, όπου οι ερευνητές συχνά αυτολογοκρίθηκαν υπό τον φόβο θεσμικών κυρώσεων ή απώλειας χρηματοδότησης. Και τρίτον, στο κοινωνικό επίπεδο, όπου ο φοβισμένος πληθυσμός προτίμησε τις εύκολες βεβαιότητες από την πολύπλοκη αλήθεια. Ο Martin Heidegger θα το ονόμαζε φυγή από την αυθεντικότητα: την άρνηση της αλήθειας μπροστά στο άγχος της ευθύνης. Ο φόβος έγινε καταφύγιο και η συμμόρφωση η νέα μορφή ασφάλειας.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, αναδύθηκε μια νέα μορφή επιστήμης, όχι της γνώσης αλλά της υπακοής. Η φράση «ακολουθήστε την επιστήμη» έγινε συνθηματική, αν και η επιστήμη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αμφισβήτηση. Η αυθεντία που αρνείται να τεθεί υπό έλεγχο παύει να είναι αυθεντία· μετατρέπεται σε δόγμα. Όπως προειδοποίησε ο οικονομολόγος Jesús Huerta de Soto, το κρατικό μονοπώλιο στη γνώση δεν είναι απλώς επικίνδυνο αλλά αντιεπιστημονικό.
Όταν η έρευνα καθοδηγείται από πολιτικές εντολές, χάνει τη φύση της ως αναζήτηση αλήθειας και γίνεται μηχανισμός ελέγχου. Το Instituto Mises Brasil υπενθύμισε από την αρχή της κρίσης ότι η υγειονομική πολιτική μπορεί να γίνει όχημα κρατικού πατερναλισμού. Ο πρόεδρός του, Hélio Beltrão, είχε γράψει πως το πρόβλημα δεν είναι ο ίδιος ο ιός, αλλά η πολιτική υστερία που γεννήθηκε γύρω του· ένας αυταρχισμός μεταμφιεσμένος σε συμπόνια.
Έτσι, η αποσιώπηση γύρω από τον ασθενή μηδέν του SARS-CoV-2 αποκτά βαθύτερη σημασία. Δεν είναι απλώς τεχνική αποτυχία, αλλά σύμπτωμα μιας εποχής όπου η εξουσία προτιμά τον έλεγχο από τη διαφάνεια. Ο ιός γεννήθηκε, εξαπλώθηκε και προκάλεσε εκατομμύρια θανάτους χωρίς ποτέ να ερευνηθεί πλήρως η προέλευσή του. Η άρνηση να απαντηθεί αυτό το ερώτημα δεν οφείλεται στην έλλειψη ικανοτήτων, αλλά στην απουσία πολιτικής βούλησης. Ο κόσμος έμαθε να ζει με τον ιό, αλλά όχι να κατανοεί πώς εμφανίστηκε. Κι αυτή η σιωπή, περισσότερο από τα ίδια τα γεγονότα, σηματοδοτεί την είσοδο σε μια νέα μορφή μετα-επιστημονικής εποχής.
Η πανδημία δεν υπήρξε μόνο βιολογική δοκιμασία αλλά και κρίση γνώσης. Ο φόβος προωθήθηκε ως αρετή, η άγνοια ως προστασία και η εξουσία ως επιστημονική αναγκαιότητα. Η έρευνα του πρώτου κρούσματος εγκαταλείφθηκε όχι επειδή ήταν αδιάφορη, αλλά επειδή ήταν επικίνδυνη για όσους κρατούν τα θεσμικά κλειδιά. Ο SARS-CoV-2 υπήρξε ο πρώτος ιός της σύγχρονης εποχής που γεννήθηκε χωρίς μάρτυρες και χωρίς τεκμηριωμένη γέννηση.
Ένας ιός-ορφανός, προϊόν ενός συστήματος που προτιμά τη σιωπή από τη λογοδοσία. Όπως δίδαξε ο Λούντβιχ φον Μίζες, η αλήθεια δεν ανήκει στο κράτος, ούτε στην πλειοψηφία, ούτε στους ειδικούς· ανήκει στη λογική. Και αν η λογική φιμώθηκε στη διάρκεια της μεγαλύτερης υγειονομικής κρίσης του αιώνα, τότε το καθήκον της αποκατάστασής της πέφτει σε όσους εξακολουθούν να ρωτούν εκεί όπου όλοι οι άλλοι έχουν πάψει να απαντούν. Διότι η ελευθερία δεν αρχίζει όταν όλα είναι γνωστά, αλλά όταν τίθεται το δικαίωμα να ρωτήσεις.

