web analytics
ΕπικαιροΕπικαιροτηταΙστορια

Ο Ιωάννης Καποδίστριας Ως Ο Κατεξοχήν Φορέας Εξωτερικής Πολιτικής.Tα Παραδείγματα Του Συνεδρίου Της Βιέννης Και Των Ελβετικών Καντονιών.

*Του Σάββα Σταύρου

Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας κόμης Ρουμνιάτσεφ κάλεσε, με εντολή του τσάρου Αλεξάνδρου Α΄, τον Ιωάννη Καποδίστρια στην Πετρούπολη. Αυτός, ύστερα από ταξίδι τεσσάρων περίπου μηνών, έφθασε, μέσω Βενετίας και Βιέννης στη ρωσική πρωτεύουσα τον Ιανουάριο του 1809. Αν και προβιβάστηκε στο βαθμό του κρατικού συμβούλου με ετήσιο μισθό 3.000 χάρτινα ρούβλια και τοποθετήθηκε στο υπουργείο των Εξωτερικών, για δύο περίπου χρόνια δεν του ανατέθηκε συγκεκριμένη αρμοδιότητα.

Από τα γράμματα που έστειλε στον πατέρα του την περίοδο αυτή (47 γράμματα σε 32 μήνες) βλέπουμε πώς αντιλαμβάνεται οδυνηρά ότι χωρίς πρόσβαση στην υψηλή κοινωνία, χωρίς γνωριμίες με κύκλους της Αυλής θα ήταν δύσκολο να εξασφαλίσει την εύνοια του αυτοκράτορα, από τη βούληση του οποίου εξαρτιόταν η σταδιοδρομία όλων. Κάνει θυσίες στα πενιχρά οικονομικά του για να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή εικόνα διαβίωσης που ταίριαζε με τη θέση του. Η κατοικία, η άμαξα, ο υπηρέτης, η ενδυμασία έδιναν την έξωθεν καλή μαρτυρία και ήταν προϋποθέσεις ένταξης στα αριστοκρατικά περιβάλλοντα. Η υγεία του συχνά επηρεάζεται από τις ψυχολογικές του διακυμάνσεις.[1]

Στο διάστημα αυτό της διπλωματικής απραξίας, διαβάζει βιβλία που του προμήθευε, όπως ο ίδιος αναφέρει, ο προϊστάμενός του, ο κόμης Ρουμνιάτσεφ, ή τα δανειζόταν από τη βιβλιοθήκη του Ερμιτάζ, ή από τη βιβλιοθήκη της μητέρας του αυτοκράτορα.[2] Παράλληλα, προσπαθεί να μάθει ρωσικά, χωρίς να ενδιαφέρεται να τα τελειοποιήσει μια και δεν σκόπευε να μείνει όλη του την ζωή στη Ρωσία. Τα πολύ καλά γαλλικά του ήταν αρκετά για την επαγγελματική του σταδιοδρομία. Προσπαθεί επίσης να βελτιώσει και τα γραπτά ελληνικά του με τη βοήθεια του μητροπολίτη Ιγνατίου, ο οποίος, αφού ακολούθησε τον Μοτσενίγο και τους άλλους Ρώσους στη φυγή τους από την Κέρκυρα, κατέληξε στην Πετρούπολη.

Ο Καποδίστριας έχοντας αγνοήσει προτάσεις να τοποθετηθεί σε μακρινές διπλωματικές αποστολές όπως στη Βραζιλία, θα δεχθεί με ευχαρίστηση, για να ξεφύγει από την απραξία, τη θέση του υπεράριθμου ακολούθου της πρεσβείας της Ρωσίας στη Βιέννη. Από τον Οκτώβριο του 1811, και για οκτώ περίπου μήνες, θα βρεθεί στη μεγάλη αυτή πρωτεύουσα, όπου θα συναναστραφεί με εκπροσώπους της ανθούσας ελληνικής παροικίας, πρωτίστως εμπόρους και τον Άνθιμο Γαζή. Απαντώντας σε επικριτική μάλλον επιστολή τού πατέρα του, θα απαντήσει: «Δεν είμαι τελείως πεπεισμένος διά την τελειότητα των Ελλήνων και έχω την εντύπωσιν ότι έχω διαγνώσει εν αυτοίς ωσαύτως, πάντα όσα εξαρκώσιν εις όποιον μελετά τον κόσμον, ώστε όταν προσβλέπη εις αυτούς, συναναστρέφηται μετ’ αυτών, ευρίσκηται εν αγασταίς προς αυτούς σχέσεις να μην μετανοή, διότι έκαμε την γνωριμίαν αυτών. Όμως εάν δεν συνδεθώμεν μετ’ αυτών, μετά ποίων λοιπόν θα συνδεθώμεν;… Πρέπει να έχωμεν μίαν πατρίδα, μίαν χώραν, ένα σημείον ερείσματος

Από την παραμονή του στη Βιέννη χρονολογείται και η σταθερή και αδιάλειπτη παρακολούθησή του, με εντολή του Μέττερνιχ, από την αυστριακή αστυνομία.[3] Ένα υπόμνημα του Καποδίστρια για την κατάσταση στη Βαλκανική ικανοποίησε τον προϊστάμενό του κόμη Στάκελμπεργ και τον τσάρο, και φαίνεται ότι υπήρξε η αιτία να διαταχθεί ο διορισμός του ως διευθυντή του διπλωματικού γραφείου της ρωσικής στρατιάς στο Δούναβη, που τη διεύθυνε ο ναύαρχος Τσιτσαγκώφ. Θα φθάσει στην έδρα της στρατιάς, στο Βουκουρέστι, την πρώτη Ιουνίου 1812, είκοσι τρεις μέρες πριν την εισβολή του Ναπολέοντα στη Ρωσία.

Οι συμμαχίες των αντιμαχόμενων δυνάμεων είχαν πάλι ραγδαία ανασυνταχθεί. Ο Ρουμνιάτσεφ είχε πείσει επί πέντε χρόνια τον τσάρο να ακολουθήσει πολιτική προσέγγισης με τη Γαλλία, ώστε αφενός να εξισορροπηθεί η αυξανόμενη δύναμη της Αγγλίας και αφετέρου με κοινή δράση να ενισχυθούν οι χριστιανοί της Βαλκανικής εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Αλέξανδρος θα ανατρέψει την πολιτική αυτή συμμαχώντας με τους Τούρκους (συνθήκη του Βουκουρεστίου, 28 Μαΐου 1812) και μετέχοντας στις διεργασίες για μια αντιγαλλική συμμαχία. Η εισβολή στη Ρωσία των γαλλικών στρατευμάτων και ητελική ήττα τους θα επιταχύνει τις εξελίξεις. Στα τέλη 1812 απολύεται ο Ρουμνιάτσεφ και στη θέση του, στο υπουργείο των Εξωτερικών, διορίζεται ο κόμης Νέσσελροδ, που ένθερμα υποστήριζε τη συμμαχία με την Πύλη.[4]

Σε όλη την περίοδο της γαλλικής εισβολής ο Καποδίστριας παραμένει στη στρατιά του Δούναβη. Ένα λάθος τακτικής του Τσιτσαγκώφ στον Μπερεζίνα θα ευνοήσει τους Γάλλους και θα οδηγήσει σε παραίτηση το ναύαρχο. Η παραίτηση αυτή δεν θα έχει συνέπειες για τον Καποδίστρια. Ο νέος διοικητής της στρατιάς στρατηγός BarclaydeTollyθα τον διατηρήσει στο ίδιο διπλωματικό γραφείο. Με την υποχώρηση των Γάλλων, η στρατιά του Δούναβη ακολουθεί τις άλλες ρωσικές δυνάμεις που, καταδιώκοντας τον Ναπολέοντα, εισέρχονται στην Κεντρική Ευρώπη. Ο Tollyδιορίζεται αρχιστράτηγος των ρωσικών και πρωσικών δυνάμεων, το διπλωματικό του γραφείο αποκτά μεγάλη σημασία και ο Καποδίστριας ανταποκρίνεται επιτυχώς στα αυξημένα του καθήκοντα. Δεν παραλείπει, ωστόσο, να παρακολουθεί τα συμβαίνοντα στην Ανατολή μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου και τη βίαιη καταστολή, το 1813, από τους Τούρκους της εξέγερσης των Σέρβων. Ένα υπόμνημα του Καποδίστρια για τις σχέσεις της Ρωσίας με τους λαούς των Βαλκανίων και την ανάγκη να προστατευθούν, με παραστάσεις στην Πύλη, οι ορθόδοξοι πληθυσμοί από τις σφαγές, ενθουσιάζει τον τσάρο που τον παρασημοφορεί.[5]

Στις παραμονές της αποφασιστικής μάχης της Λειψίας (Οκτώβριος 1813), ο Αλέξανδρος θα προσέξει τον Καποδίστρια:

«Ο στρατός εβάδιζε προς την Λειψίαν. Ημέραν τινά της αναπαύσεως ο αρχιστράτηγος, εγκατασταθείς εν καλύβη των περιχώρων της πόλεως ταύτης, ειργάζετο μετ’ εμού. Ο Αυτοκράτωρ έρχεται αίφνης προς ημάς. Εγείρομαι πάραυτα μετά των εγγράφων μου. Ο Αυτοκράτωρ λέγει προς τον στρατηγόν:

“Λυπούμαι διότι σας διακόπτω. Με ποίον εργάζεσθε;”

“Μεγαλειότατε, με τον κόμιτα Καποδίστριαν.”

“A, χαίρω πολύ να κάμω την γνωριμίαν του.”

Τότε στραφείς προς εμέ, όστις ήμην έτοιμος να εξέλθω, μοι έδωκε την χείρα και μετ’ ευμενείας, η οποία εχώρει κατ’ ευθείαν εις την καρδίαν, μοι εξέφρασε την ευαρέσκειανήνησθάνετο του να με γνωρίση πλησιέστερον.

“Δεν φαίνεσθε εις το Στρατηγείον Μου.”

“Μεγαλειότατε, μένω εις την θέσιν την οποίαν η Υμετέρα Αυτοκρατορική Μεγαλειότηςηυδόκησε να μοιεμπιστευθή και εν τη οποία ευρίσκω εμαυτόν ευτυχή.”

“Πολύ καλά. Αλλά θα δύνασθε”, είπε τότε προς τον στρατηγόν, “να αναθέτετε εις τον κόμιτα να Μοικάμνηπροφορικάς ανακοινώσεις, αντί να αναγκάζεσθε να Μοι αποστέλλετε τόσον συχνά εγγράφους εκθέσεις.”

Ο στρατηγός απήντησεν ότι θα εκτελέση τας διαταγάς Του. Εκφράσας δε πάλιν την εύνοιάν Του ο Αυτοκράτωρ μοι επέτρεψε να αποσυρθώ, μείνας μόνος μετά του αρχιστρατήγου».[6]

Έτσι περιέγραψε ο ίδιος ο Καποδίστριας την αποφασιστική για το μέλλον του συνάντηση αυτή. Λίγο αργότερα και αφού οι Γάλλοι είχαν ηττηθεί στη Λειψία, ο αυτοκράτορας θα καλέσει στο γραφείο του, στη Φραγκφούρτη, τον Καποδίστρια και θα του αναθέσει μια εμπιστευτική αποστολή: να αποσπάσει τους Ελβετούς από την επιρροή των Γάλλων, να τους κρατήσει ενωμένους και να τους πείσει να διατηρήσουν την ουδετερότητά τους όταν ο ενωμένος συμμαχικός στρατός θα εισέβαλε στη Γαλλία. Τις ίδιες οδηγίες είχε και ο εκπρόσωπος της Αυστρίας κόμης Λεπτσέλτερν (Lebzeltern). Ωστόσο, ο Μέττερνιχ, δρώντας παρασκηνιακά, θέλησε να αναζωπυρώσει τις αντιζηλίες μεταξύ των καντονίων και να προκαλέσει την είσοδο των αυστριακών στρατευμάτων στην Ελβετία. Ο Καποδίστριας, ακόμα και παρακούοντας τις αρχικές εντολές του τσάρου, μπόρεσε να ξεσκεπάσει το διπλό παιχνίδι των Αυστριακών και να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις ενότητας των Ελβετών, διατήρησης της ουδετερότητάς τους και ένταξής τους στο πλαίσιο του τελικού διακανονισμού των νικητών. Για όλα αυτά χρειάστηκαν πολύμηνες διαπραγματεύσεις (από τον Νοέμβριο του 1813 έως τον Σεπτέμβριο του 1814), διαρκείς μετακινήσεις, υπομνήματα, διπλωματικοί ελιγμοί.[7] Η λύση που με επιμονή συντέλεσε να επιβληθεί, εξασφάλισε μεν την ενότητα, ανεξαρτησία και ουδετερότητα των Ελβετών, αλλά, ως προς τη μορφή διακυβέρνησης της ομοσπονδίας, ευχαρίστησε περισσότερο τους αριστοκράτες και λιγότερο τους φιλελευθέρους. Το έργο του εκτιμήθηκε κυρίως από τους μετριοπαθείς Ελβετούς, και δεν είναι τυχαίο ότι του πρόσφεραν τιμητικά την ιδιότητα του πολίτη η Λωζάννη και η Γενεύη.[8]

Με αφορμή τις συναντήσεις που είχε με τον Αλέξανδρο για τις ελβετικές υποθέσεις, ο Καποδίστριας τού έθεσε το θέμα των Επτανήσων, και πώς η επάνοδος στο καθεστώς του 1800, της ανεξάρτητης «δημοκρατίας, θα ήταν και μια συγκεκριμένη απόδειξη ότι η Ρωσία δεν εγκαταλείπει τους ομόδοξους Έλληνες». Ωστόσο, στην προκαταρκτική συνθήκη των Παρισίων (Μάιος 1814) παραχωρήθηκε από τις σύμμαχες δυνάμεις η στρατιωτική κατοχή των Επτανήσων στους Άγγλους, που τα είχαν ήδη καταλάβει, και η κυριαρχία της Μάλτας. Δεν έμενε στον Καποδίστρια παρά να διαπραγματευθεί, όπως του υποσχέθηκε ο Αλέξανδρος, στη Βιέννη ένα καλύτερο καθεστώς γι’ αυτά.

Το συνέδριο της Βιέννης, όπου θα καθορίζονταν οι τύχες της μεταναπολέοντειας Ευρώπης, θα διαρκέσει από τον Οκτώβριο 1814μέχρι τον Ιούνιο 1815. Ο Καποδίστριας μετέχει στη ρωσική αντιπροσωπεία, επί κεφαλής της οποίας είναι πρίγκιπας Ραζουμόβσκυ και μέλη ο Νέσσελροδ, ο Πότσο ντι Μπόργο (PozzodiBorgo), ο βαρώνοςΣτάιν (Stein), ο πρίγκιπας Τσαρτορύσκι, ο Στάκελμπεργ (Stackelberg) και ο βαρώνοςd’Anstedt. Ο Αλέξανδρος γρήγορα θα παραμερίσει τα παλαιότερα μέλη της αντιπροσωπείας για να συνεργαστεί με τον Καποδίστρια.

Τον διόρισε, μαζί με τον Ραζουμόβσκυ, επίσημο εκπρόσωπο της Ρωσίας στις συνεδριάσεις των ηγεμόνων. Από τη θέση του αυτή θα ενισχύσει τη βούληση του τσάρου να εμποδίσει μια εκδικητική στάση των νικητών απέναντι στη Γαλλία. Υπέδειξε, επίσης, μια πιο σθεναρή στάση απέναντι στην Αγγλία στο θέμα των Επτανήσων και της Μάλτας, και σε πολλά άλλα ζητήματα επισήμανε ποια κατά τη γνώμη του έπρεπε να είναι η στάση της Ρωσίας ώστε να μην ωφεληθούν εις βάρος της άλλες δυνάμεις.[9]

Η αιφνιδιαστική επάνοδος του Ναπολέοντα από την Έλβα και ο ενθουσιασμός των Γάλλων αναγκάζει σε φυγή τον γάλλο βασιλιά που είχαν εγκαταστήσει στο θρόνο οι σύμμαχοι. Ακολουθεί η τελική ήττα των γαλλικών στρατευμάτων στο Βατερλώ (Ιούνιος 1815) γεγονός που ενδυναμώνει ακόμη περισσότερο τη διαπραγματευτική θέση των άγγλων νικητών στις οριστικές διευθετήσεις των ευρωπαϊκών πραγμάτων. Ο Αλέξανδρος, έχοντας μαζί του και τον Καποδίστρια, σπεύδει στο Παρίσι, όπου οι σύμμαχοι επανατοποθετούν τον Λουδοβίκο ΙΗ΄ στον γαλλικό θρόνο. Εκεί, στο Παρίσι, θα υπογραφούν και οι τελικές συνθήκες. Χάρις στη Ρωσία και στην Αγγλία η δεύτερη συνθήκη ειρήνης με τη Γαλλία (20 Νοεμβρίου 1815) δεν ήταν καταστροφική γι αυτήν, όπως ήθελαν οι Πρώσοι, και φαίνεται ότι συνέβαλε και ο Καποδίστριας στο να μην ανατραπεί η υποχρέωση του γάλλου βασιλιά να κυβερνήσει με βάση συνταγματικό χάρτη.[10]

Ενώ βρισκόταν στο Παρίσι ο Αλέξανδρος συνέταξε ιδιοχείρως τη συνθήκη που ονομάστηκε Ιερά Συμμαχία. Την συνυπέγραψε (14/26 Σεπτεμβρίου) ο αυτοκράτορας της Αυστρίας και ο βασιλιάς της Πρωσίας. Ο βασιλιάς της Γαλλίας προσεχώρησε σ’ αυτήν, ενώ η Αγγλία αρνήθηκε συμμετοχή για λόγους κοινοβουλευτικούς. Με τη συνθήκη αυτή οι συμβαλλόμενες δυνάμεις, με έντονες τις χριστιανικές αναφορές, ανελάμβαναν αμοιβαίως την προστασία της ειρήνης. Γρήγορα η συμμαχία αυτή θα λάβει άλλο περιεχόμενο και θα αποτελέσει τη βάση για κατασταλτικά μέτρα εναντίον των πάσης φύσεως ενεργειών που αμφισβητούσαν την πολιτική και κοινωνική τάξη που είχε επιβληθεί μετά το Βατερλώ.

Στις 5 Νοεμβρίου 1815 είχε, με άλλη συνθήκη, αναγνωριστεί η Αγγλία ως προστάτιδα δύναμη των Επτανήσων. Η λύση αυτή θεωρήθηκε από τον Καποδίστρια η καλύτερη δυνατή, αφού ήταν ακατόρθωτη, χωρίς μείζονες συγκρούσεις, η αναβίωση του επτανησιακού κράτους του 1800 υπό την προστασία της Ρωσίας, ενώ το ενδεχόμενο να περάσουν τα Επτάνησα υπό αυστριακή κατοχή θα ήταν καταστροφικό, γιατί όπως ο ίδιος παρατήρησε θα επεβράδυνε για έναν αιώνα την εξέλιξή τους.[11] Τα Επτάνησα θα ήταν ανεξάρτητο κράτος, με δική του σημαία, υπό την αποκλειστική προστασία της Αγγλίας, η οποία απέκρουσε όλες τις προσπάθειες της ρωσικής πλευράς για μια συλλογικότερη προστασία. Δεσμεύτηκε όμως να παραχωρήσει σύνταγμα.

Μια πρόταση του άγγλου υπουργού Εξωτερικών Κάστλερη (Castlereagh) να μεταβεί ο ίδιος ο Καποδίστριας στο Λονδίνο για να συμβάλει στη διαμόρφωση των όρων εφαρμογής της συνθήκης της 5 Νοεμβρίου, αποσύρθηκε σιωπηρά. Τελικά του ζητήθηκε να υποβάλει σχετικό υπόμνημα.

Πριν αναχωρήσει από το Παρίσι ο Αλέξανδρος διόρισε τον Καποδίστρια, και παρά τους δισταγμούς του ίδιου, υπουργό επί των Εξωτερικών, ανταμείβοντας έτσι τις πολλές υπηρεσίες του.

[1] Στο ίδιο, σ. 213 κ.εξ. Βλ. και τις πρώτες επιστολές προς τον πατέρα του.

[2]Αυτοβιογραφία, σ. 28. Για την πλούσια βιβλιοθήκη που ο ίδιος σταδιακά συγκρότησε, βλ. ΜάρωΚαρδαμίτση-Αδάμη, Η βιβλιοθήκη του Ι. Καποδίστρια.

[3]Κ. Καιροφύλας, Η αυστριακή κατασκοπεία, passim.

[4] C. M. Woodhouse, Capodistria, σ. 72-73.

[5]Αυτοβιογραφία, σ. 34-35.

[6]Αυτοβιογραφία, σ. 35-36.

[7]Αυτοβιογραφία, σ. 38-55* Γρ. Δαφνής, Ι. Α. Καποδίστριας, σ. 267/274* C. M. Woodhouse, Capodistria, σ. 82-105.

[8]Βλ. απόψεις της MichelleBouvier, που επιμελήθηκε τον τόμο Δ΄ του Αρχείου Καποδίστρια, σ. 278-279.

[9]Για το συνέδριο της Βιέννης και το ρόλο του Καποδίστρια, βλ. Π. Πετρίδης, Η διπλωματική δράσις,σ. 39 κεξ. Βλ. και Γρ. Δαφνής, Ι. Α. Καποδίστριας, σ. 278-290* C. M. Woodhouse, Capodistria, 109-127.

[10]Αυτοβιογραφία, σ. 66.

[11]Αυτοβιογραφία, σ. 58.

Πηγή: Λούκος Χρήστος, Ιωάννης Καποδίστριας, στη σειρά:  Οι ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας, αρ. 5, επιμ. Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Αθήνα, Τα Νέα/Ιστορική Βιβλιοθήκη, 2009.

Σάββας Σταύρου

Πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *