web analytics
ΕπικαιροΕπικαιροτηταΙστορια

Βυζάντιο: Η ανάκτηση της ιταλικής χερσονήσου από τον Ιουστινιανό

Πριν καλά-καλά ολοκληρωθεί η κατάκτηση της βόρειας Αφρικής από τους Βανδάλους, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ενεπλάκη σε νέο πόλεμο, πολύ πιο μακροχρόνιο και καταστροφικό. Στα πλαίσια της επιθυμίας του Ιουστινιανού για ανάκτηση των κατεχόμενων από τους βαρβάρους αυτοκρατορικών εδαφών, τα βυζαντινά στρατεύματα εισέβαλαν το 535 μ.Χ. στην Ιταλία

Το λάθος του Ιουστινιανού ήταν ότι, αρχικά τουλάχιστον, δεν απέστειλε σοβαρές δυνάµεις στην Ιταλία.

Γι΄ αυτό το λόγο οι στρατηγοί του δεν κατόρθωσαν να επιτύχουν γρήγορα το επιθυµητό αποτέλεσµα.

Ο πόλεµος επιµηκύνθηκε χρονικά, αδειάζοντας τα κρατικά θησαυροφυλάκια και προκαλώντας τους Πέρσες να επιτεθούν στην Ανατολή. 

Το 535 µ.Χ. ο Βελισάριος, επικεφαλής 7.500 µόλις αντρών, αποβιβάστηκε στη Σικελία.

Παράλληλα, µια άλλη βυζαντινή δύναµη –4.000 άντρες– υπό τον στρατηγό Μούνδο, κινήθηκε από τη ∆αλµατία προς τα ιταλικά σύνορα.

Η µικρή όµως αυτή δύναµη ηττήθηκε από τους Οστρογότθους. Στον Νότο όµως ο Βελισάριος είχε ανακτήσει ολόκληρη τη Σικελία, όπου είχε γίνει δεκτός ως ελευθερωτής από τους κατοίκους, και είχε µάλιστα περάσει µε τον στρατό στη νότια Ιταλία.

Οι Οστρογότθοι όµως αντέδρασαν. Πρώτα δολοφόνησαν τον βασιλιά τους Θευδάτο, ο οποίος αποδείχθηκε ανίκανος να αντιµετωπίσει τον Βελισάριο, και τον αντικατέστησαν µε τον Ουιτίγη, έναν γενναίο πολεµιστή και έµπειρο διπλωµάτη.

Αυτός, αφού συγκέντρωσε τον στρατό του, απέστειλε πρεσβεία στον βασιλιά των Περσών Χοσρόη Α΄, παρακινώντας τον να επιτεθεί κατά της αυτοκρατορίας, πράγµα που έγινε. Στο µεταξύ ο Βελισάριος είχε φτάσει έξω από τη Νεάπολη (Νάπολη) την οποία και πολιόρκησε.

Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν µε το µέρος του. Η γοτθική φρουρά, όµως, σε συνεργασία µε τους Εβραίους της πόλης, προέβαλε αντίσταση επί 20 περίπου µέρες.

Τελικά οι Βυζαντινοί εισήλθαν στη πόλη, µέσω των αγωγών του υδραγωγείου, και την κατέλαβαν.

Η γοτθική φρουρά και οι Εβραίοι σφαγιάστηκαν από τους κατοίκους και τους Ούννους στρατιώτες του Βελισάριου.

Μετά την επιτυχία αυτή, ο Βελισάριος κινήθηκε µε ταχύτητα κατά της Ρώµης την οποία και κατέλαβε, µε τη βοήθεια κατοίκων της.

Η γοτθική φρουρά πάντως –4.000 άντρες υπό τον Λευδάρι– κατόρθωσε να διαφύγει.

Ακολούθησε η παράδοση στον Βυζαντινό Στρατό όλων σχεδόν των πόλεων της κεντρικής Ιταλίας. Οι κάτοικοι παντού υποδέχονταν τους άντρες του ως ελευθερωτές από τον βαρβαρικό ζυγό.

Ο Ουιτίγις πάντως, από τη Ραβέννα στην οποία είχε καταφύγει, είχε κηρύξει πανστρατιά των Οστρογότθων. Ο Προκόπιος αναφέρει ότι είχαν συγκεντρωθεί 150.000 µάχιµοι Οστρογότθοι.

Ο αριθµός αυτός µάλλον είναι υπερβολικά διογκωµένος. Νεότεροι µελετητές υποστηρίζουν ότι ο Οστρογοτθικός Στρατός δεν µπορούσε να ξεπερνά τους 30.000 άντρες. Η αλήθεια µάλλον θα πρέπει να βρίσκεται κάπου στη µέση.

Ακόµα όµως και αν ο Ουιτίγης είχε στη διάθεσή του 30.000 µόνο άντρες, υπερείχε του Βελισαρίου σε αναλογία 6 προς 1!

Ο Βελισάριος είχε ήδη οργανώσει την άµυνα της «Αιώνιας Πόλης», και αποφάσισε να περιµένει τους Γότθους εκεί, καθώς οι δυνάµεις του δεν ήταν επαρκείς για να επιχειρήσει κατά παράταξη µάχη.

Ένα πρωινό, ο στρατηγός, συνδεόµενος από 1.000 βουκελάριους, εξήλθε των τειχών της Ρώµης για να κατοπτεύσει τον χώρο και τις κινήσεις του εχθρού.

Αµέσως επιτέθηκαν εναντίον τους πολυάριθµα γοτθικά αποσπάσµατα.

Οι Γότθοι µαχητές αναγνώρισαν τον στρατηγό από το περήφανο άτι που ίππευε και προσπάθησαν να το πλήξουν µε µαζικές βολές ακοντίων.

∆εν κατόρθωσαν όµως να τον βλάψουν και, σα να µην έφτανε αυτό, οι βουκελάριοι τους επιτέθηκαν και τους έτρεψαν σε φυγή.

Τότε εισήλθε στη µάχη και µια µονάδα γοτθικού πεζικού, η οποία όµως τράπηκε µε τη σειρά της σε φυγή από τους αποφασισµένους βουκελάριους.

Οι εχθροί όµως ήταν πολλοί και ο Βελισάριος µε τους άντρες του κατέφυγαν σε παρακείµενο λόφο, αδυνατώντας να εισέλθουν εντός της πόλης.

Χρειάστηκε και νέα επίθεση των ηρωικών βουκελάριων για να διασπαστεί ο εχθρικός κλοιός και να επιτευχθεί η είσοδος του αποσπάσµατος στην πόλη.

Μετά το επεισόδιο αυτό, οι Γότθοι άρχισαν τακτική πολιορκία της Ρώµης. ∆ύο φορές ο Βελισάριος προσπάθησε µε τις µικρές δυνάµεις που διέθετε να αντιπαραταχθεί στους Γότθους. Την πρώτη ηττήθηκε. Τη δεύτερη νίκησε και κατόρθωσε να αποστείλει αποσπάσµατα του στρατού του στα νώτα των εχθρών, αποκόπτοντας τις γραµµές των συγκοινωνιών τους.

Μπροστά  στις εξελίξεις αυτές, ο Ουιτίγης διέλυσε την πολιορκία και οπισθοχώρησε κινούµενος προς τα βόρεια, την ώρα που ο Βελισάριος κατέκοπτε την οπισθοφυλακή του.

Η πρωτοβουλία των κινήσεων είχε πλέον περιέλθει στους Βυζαντινούς. Μάταια ο Ουιτίγης προσπάθησε να κυριεύσει την πόλη Αριµίνιο.

Η βυζαντινή φρουρά πυρπόλησε τις πολεµικές του µηχανές και τον εξανάγκασε σε νέα υποχώρηση στην πρωτεύουσά του Ραβέννα.

Εκεί τελικά παραδόθηκε, ύστερα από την πυρπόληση των αποθηκών τροφίµων της πόλης. Αξιοσηµείωτο είναι ότι ο Ουιτίγης είχε προσπαθήσει να δελεάσει τον µεγάλο του αντίπαλο, προσφέροντάς του τη µισή Ιταλία και το στέµµα της ∆υτικής Αυτοκρατορίας. Ο Βελισάριος όµως δεν πρόδωσε τον Ιουστινιανό.

Μετά την παράδοση του Ουιτίγη (540 µ.Χ.) και τη µεταφορά του στην Κωνσταντινούπολη, ο πόλεµος στην Ιταλία θεωρητικά είχε τελειώσει.

Τόσο οι Γότθοι, όσο και οι Φράγκοι, οι Γεπίδες και οι Βουργουνδοί σύµµαχοί τους είχαν όµως αντίθετη άποψη.

Οι Φράγκοι είχαν ήδη εισβάλει στην Ιταλία –ως σύµµαχοι των Οστρογότθων οµοφύλων τους– και είχαν καταλάβει το Μιλάνο.

Οι Γεπίδες σύµµαχοί τους είχαν καταλάβει το Σίρµιο της ∆αλµατίας, οι Κουτριγούροι επέδραµαν κατά της αυτοκρατορίας στο µέτωπο του ∆ούναβη και οι Πέρσες είχαν εισβάλει στις βυζαντινές ανατολικές επαρχίες.

Η κατάσταση ήταν εξαιρετικά κρίσιµη για την αυτοκρατορία, η οποία απειλούνταν από παντού.

Στο µεταξύ ο Βελισάριος ανακλήθηκε από την Ιταλία για να αναλάβει τον αγώνα κατά των Περσών.

Η ανάκλησή του πάντως οφείλεται και στον φόβο του Ιουστινιανού για  την πίστη του µεγάλου στρατηγού.

Η διοίκηση των βυζαντινών στρατευµάτων στην Ιταλία ανατέθηκε τώρα σε 11 στρατηγούς!

Έτσι, όταν σε λίγο οι Οστρογότθοι επαναστάτησαν και ανακήρυξαν βασιλιά τους τον Τοτίλα, ο Βυζαντινός Στρατός έσπευσε να τους αντιµετωπίσει, καθοδηγούµενος από 11 διαφορετικούς στρατηγούς, οι οποίοι εξέφραζαν 11 διαφορετικές γνώµες.

Η πρώτη µάχη του επαναλαµβανόµενου πολέµου δόθηκε στην περιοχή της Φεβεντίας (542 µ.Χ.).

Οι Βυζαντινοί διέθεταν υπερδιπλάσιες δυνάµεις από τους Γότθους – 12.300 Βυζαντινοί έναντι 5.300 Γότθων.

Ηττήθηκαν όµως κατά κράτος και διαλύθηκαν. Ακολούθησε νέα νίκη του Τοτίλα στο Μουγκέλο.

Ολόκληρη η βόρεια Ιταλία βρισκόταν και πάλι υπό την εξουσία των Γότθων. Το έργο του Βελισάριου κινδύνευε να ανατραπεί. 

Μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο ο Βελισάριος ξαναστάλθηκε στην Ιταλία ( 544 µ.Χ.), διαθέτοντας όµως 4.000 µόλις άντρες. Φυσικά µε τις µικρές αυτές δυνάµεις ο Βελισάριος λίγα µπορούσε να πράξει.

Αν και προσπάθησε, δεν κατόρθωσε ούτε τη Ρώµη, που πολιορκήθηκε ξανά, να σώσει, ούτε την κατάληψη της νότιας Ιταλίας να αποτρέψει. Το 546 η Ρώµη έπεσε στα χέρια των Γότθων.

Ακολούθησε το Ρήγιο, ο Τάραντας, και τελικά και η Σικελία. Ολόκληρη η Ιταλία ήταν και πάλι στα χέρια των βαρβάρων.

Ο Ιουστινιανός, µπροστά σε αυτή την άνευ προηγουµένου καταστροφή, ανέθεσε στον εξάδελφο Γερµανό την αποστολή ανακατάληψης της Ιταλίας.

Ο Γερµανός όµως πέθανε αιφνιδίως. Έτσι η εντολή δόθηκε στον αρµενικής καταγωγής στρατηγό Ναρσή. Ο Ιταλικός Πόλεµος εισερχόταν στην τελική φάση του.

Στο µεταξύ, ο δραστήριος Τοτίλας είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει στόλο µε τον οποίο κυριαρχούσε στην Αδριατική. Κατέλαβε µάλιστα και την Κέρκυρα.

Το µοναδικό αγκάθι που παρέµενε στο πλευρό των Γότθων ήταν η Ανκόνα, το µεγάλο λιµάνι της Αδριατικής, το οποίο θα µπορούσε να χρησιµοποιηθεί ως ορµητήριο των Βυζαντινών για να ανακαταλάβουν την ιταλική χερσόνησο.

Οι Γότθοι πολιόρκησαν την πόλη από στεριά και θάλασσα. Επενέβη όµως ο βυζαντινός στόλος (50 πλοία), ο οποίος κατανίκησε τον αντίστοιχο γοτθικό (47 πλοία).

Έτσι οι Γότθοι αποχαιρέτησαν το όνειρο της θαλάσσιας κυριαρχίας στην Αδριατική και περιορίστηκαν στην από ξηράς άµυνα των ιταλικών τους κτήσεων.

Την άνοιξη του 552, ο Ναρσής κινήθηκε επικεφαλής ισχυρού στρατού κατά της Ιταλίας. Οι Γότθοι ανέµεναν τη βυζαντινή επίθεση. Την ανέµεναν όµως από τη θάλασσα.

Ο Ναρσής διέψευσε τις προσδοκίες τους και κινήθηκε από την επαρχία του Ιλλυρικού προς τη βόρεια Ιταλία. Ο βασιλιάς των Οστρογότθων, ο Τοτίλας, δεν κατόρθωσε να προβλέψει τις κινήσεις του Ναρσή, ούτε να ανακόψει την πορεία του. Πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε, ο Ναρσής είχε φτάσει στη Ραβέννα.

Χωρίς να ανακόψει τον ρυθµό κίνησής του, ο Ναρσής βάδισε προς τη Ρώµη. Οι Γότθοι έπρεπε να πολεµήσουν για την κατοχή της. Ο Τοτίλας συγκέντρωσε τις δυνάµεις του κοντά στο χωριό Ταγίνες – στο σηµερινό Γκουάλντο Ταντίνο.

Η περιοχή ήταν κατάλληλη για το ιππικό του. Εκεί θα ανέµενε τον στρατό του Ναρσή για να τον καταστρέψει.  Σε λίγο έφτασε στη περιοχή και ο Βυζαντινός Στρατός, ενισχυµένος µε διάφορα «εθνικά» αποσπάσµατα Ούννων, Ερούλων, Περσών, καθώς και από 5.500 Λογγοβάρδους µισθοφόρους.

Η συνολική δύναµη της βυζαντινής στρατιάς πλησίαζε τους 29.000 άντρες. Απέναντί τους, οι Οστρογότθοι ήταν λιγότεροι – περίπου 18-20.000 άντρες. Από αυτούς όµως οι 12.000 ήταν βαριά οπλισµένοι ιππείς.

Οι ιππείς αυτοί θα σχηµάτιζαν έναν τεράστιο «κριό», ο οποίος θα τράνταζε συθέµελα το βυζαντινό µέτωπο. Στο άκρο αριστερό της βυζαντινής διάταξης υπήρχε ένας µικρός λοφίσκος.

Για την κατοχή αυτού του εδαφικού ερείσµατος διεξήχθησαν οι πρώτες συγκρούσεις.

Οι Βυζαντινοί είχαν υπό την κατοχή τους τον λόφο. Ο Ναρσής είχε τοποθετήσει εκεί ως φρουρά 50 σκουτάτους. Ο Τοτίλας εποφθαλµιούσε τον λόφο.

Αν τον καταλάµβανε, θα ήταν σε θέση να πλαγιοκοπήσει τον Βυζαντινό Στρατό από το αριστερό του κέρας και να τον συντρίψει.

Εναντίον της µικρής φρουράς, ο Γότθος ηγεµόνας απέστειλε σηµαντικό αριθµό από τους περίφηµους ιππείς του.

Οι λιγοστοί όµως Βυζαντινοί σκουτάτοι σχηµάτισαν «φούλκον» και ανάγκασαν τους Γότθους να σταµατήσουν την επίθεση.

Οι τοξότες µάλιστα των λοχαγιών, οι οποίοι είχαν καλυφθεί πίσω από τις ασπίδες των σκουτάτων, σκότωσαν αρκετούς Γότθους µε τα βέλη τους και ανάγκασαν τους άντρες του Τοτίλα να υποχωρήσουν.   

Ακολούθησαν αρκετές µέρες µε σχετική ησυχία. Και οι δύο αντίπαλοι προετοιµάζονταν για την καθοριστική σύγκρουση.

Όταν αφίχθησαν ορισµένες ενισχύσεις στο γοτθικό στρατόπεδο, ο Τοτίλας έκρινε πως είχε φτάσει η κατάλληλη στιγµή για να αναµετρηθεί µε τους Βυζαντινούς. Αφού εκφώνησε θερµό λόγο στους άντρες του, ο Γότθος ηγέτης ίππευσε το άλογό του και έλαβε θέση µαζί µε τους προµάχους του στην εµπροσθοφυλακή. Ο Γοτθικός Στράτος τάχθηκε σε δύο γραµµές µάχης.

Στην πρώτη τάχθηκε το ιππικό –εξ ολοκλήρου ιππικό κρούσης– και στη δεύτερη τάχθηκαν οι δορυφόροι και οι τοξότες πεζοί. Το σχέδιο του Τοτίλα προέβλεπε συγκεντρωτική επίθεση και των δύο γραµµών του κατά του βυζαντινού κέντρου, προς διάσπαση και ανατροπή του.

Το γοτθικό ιππικό και το πεζικό θα ενεργούσαν επί του ιδίου άξονα επίθεσης, ως πρώτο και δεύτερο κλιµάκιο αντίστοιχα. Το σχέδιο του Τοτίλα ήταν πολύ φιλόδοξο και στηριζόταν στη βεβαιότητα ότι το βυζαντινό κέντρο δεν θα άντεχε στην έφοδο του επίλεκτου ιππικού του.

Με αυτό το σκεπτικό, ο Γότθος ηγεµόνας δεν τήρησε την παραµικρή εφεδρεία και δεν σύστησε γραµµές πλαγιοφυλακών. Ήταν το µοιραίο του λάθος. Βλέποντας τον εχθρό να λαµβάνει διάταξη µάχης, ο Ναρσής αντιλήφθηκε το λάθος αυτό.

Αν το βυζαντινό κέντρο άντεχε την εχθρική έφοδο, τότε η υπεροχή του στρατού σε άντρες θα του επέτρεπε να επιτύχει διπλή υπερκέραση του αντίπαλου στρατού και εξολόθρευσή του.

Για τον σκοπό αυτό ενίσχυσε ιδιαίτερα το κέντρο του, στο οποίο έταξε 5.500 Λογγοβάρδους αφιππευµένους ιππείς, 4.000 Έρουλους αφιππευµένους ιππείς και 4.000 Βυζαντινούς σκουτάτους. Οι Λογγοβάρδοι και οι Έρουλοι τάχθηκαν ως δορυφόροι σε πυκνές γραµµές, ώστε να είναι σε θέση να αντέξουν το βάρος της εχθρικής κρούσης.

Στα πλευρά της φάλαγγας του πεζικού τάχθηκαν 6.000 ιππείς, εκ των οποίων οι 600 ήταν Ούννοι, οι 500 Πέρσες –λιποτάκτες του Περσικού Στρατού– και οι υπόλοιποι Βυζαντινοί. Άλλοι 1.500 Βυζαντινοί καβαλάριοι τάχθηκαν στο άκρο αριστερό, ως ενέδρα, µε αποστολή να επιπέσουν στο πλευρό των Γότθων ιππέων, όταν αυτοί θα είχαν εµπλακεί σε µάχη µε το βυζαντινό πεζικό στο κέντρο. Εκατέρωθεν των κυρίων σωµάτων ιππικού τάχθηκαν 8.000 Βυζαντινοί τοξότες – 4.000 σε κάθε πλευρό.

Αποστολή τους ήταν η κατατόξευση των πλευρικών τµηµάτων της γοτθικής σφήνας ιππικού. Η βυζαντινή παράταξη σχηµάτιζε ηµικύκλιο. Σύµφωνα όµως µε τον Sir Charles Oman, oι Βυζαντινοί τοξότες είχαν ταχθεί µπροστά από το φίλιο ιππικό και όχι στα πλευρά του.

Η θεώρηση αυτή δεν πρέπει να ευσταθεί. Αν οι τοξότες είχαν ταχθεί µπροστά από το ιππικό ήταν πολύ πιθανό να δέχονταν εκείνοι τη γοτθική έφοδο, ώστε να διασπαστούν, να τραπούν σε φυγή και να αναµειχθούν µε το φίλιο ιππικό προκαλώντας αταξία ή, ακόµα χειρότερα, να το παρασύρουν σε φυγή µαζί τους. Το ενδεχόµενο να αντιµετωπίσουν οι τοξότες επιτυχώς τη γοτθική έφοδο ακάλυπτοι από δορυφόρους και χωρίς οχυρωµατικά έργα ήταν απίθανο.

Ο Ναρσής, γνωρίζοντας ασφαλώς την αδυναµία των τοξοτών του, µάλλον θα ήταν δύσκολο να διακινδυνεύσει την επιτυχή έκβαση της µάχης, τοποθετώντας τους µπροστά από το ιππικό του. Άλλωστε, αν είχε πράξει κάτι τέτοιο, θα περιόριζε την ευκινησία του ιππικού, αρετή στην οποία στηριζόταν η επιτυχία του στις µάχες.

Αντίθετα η τοποθέτηση των τοξοτών στις εξωτερικές πτέρυγες των τµηµάτων του ιππικού εξασφάλιζε σειρά πλεονεκτηµάτων στον Βυζαντινό στρατηγό. Πρώτον, ακόµα και αν ένα ή και τα δύο σώµατα τοξοτών συντρίβονταν από τους Γότθους, το γεγονός δεν θα επηρέαζε την εξέλιξη της µάχης και, δεύτερον, από µια τέτοια θέση θα µπορούσαν να συνεισφέρουν περισσότερο στην καταστροφή του εχθρού.

Παραµένει ωστόσο µυστήριο το γιατί ο Τοτίλας, εφόσον είδε τη διάταξη των Βυζαντινών, δεν άλλαξε το σχέδιο µάχης του.

Η µόνη εξήγηση που µπορεί να δοθεί έχει σχέση µε την υπερβολική σιγουριά του όσον αφορά τις ικανότητες του ιππικού του.

Οι δύο στρατοί στέκονταν τώρα αντιµέτωποι χωρίς να εκδηλώνεται η παραµικρή κίνηση από καµία πλευρά.

Τότε ένας ιππέας κάλπασε µακριά από τον Γοτθικό Στρατό και προκάλεσε σε µονοµαχία όποιον Βυζαντινό «εβούλετο».

Η πρόκληση απαντήθηκε, και σε λίγο ο ιππέας του Τοτίλα ήταν νεκρός στο χώµα. Ύστερα από το συµβάν, οι Γότθοι διέλυσαν την παράταξή τους και άρχισαν να γευµατίζουν. Το παράδειγµά τους ακολούθησαν και οι Βυζαντινοί.

Πριν καλά-καλά ολοκληρώσουν όµως το γεύµα τους, οι Γότθοι ήταν και πάλι έτοιµοι για µάχη. Προφανώς, ο Τοτίλας προσπάθησε να αιφνιδιάσει τον Ναρσή.

Σε λίγα λεπτά όµως οι Βυζαντινοί είχαν πάρει τα όπλα τους και τον ανέµεναν. Η επίθεση δεν άργησε να εκδηλωθεί. Χιλιάδες επίλεκτοι Γότθοι ιππείς εξόρµησαν κραυγάζοντας τις φοβερές πολεµικές τους ιαχές.

Το έδαφος άρχισε να σείεται κάτω από τα πόδια των Βυζαντινών, καθώς ένα σµήνος ιππέων πλησίαζε τις γραµµές τους. Με το σήµα του Ναρσή, οι Βυζαντινοί τοξότες άρχισαν το έργο τους.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Τα βέλη άφηναν τις χορδές µε έναν οξύ, θανατηφόρο συριγµό. Σε κάθε «οµοβροντία», ο ουρανός σκοτείνιαζε από τα χιλιάδες βέλη που έσκιζαν τη σάρκα του. Οι Γότθοι, βαλλόµενοι από παντού, κατόρθωσαν  να πλησιάσουν στις θέσεις των δορυφόρων πεζών, οι οποίοι συγκροτούσαν το κέντρο. Μικρή όµως µόνο εντύπωση προκάλεσαν στους αποφασισµένους πεζούς. Η επίθεσή τους αποκρούστηκε µε µεγάλες απώλειες.

Αν και ήδη ήταν καταφανέστατη η αποτυχία του σχεδίου του, ο Τοτίλας συνέχισε τις άκαρπες και ιδιαίτερα αιµατηρές για τον στρατό του επιθέσεις, ώσπου ο Ναρσής έδωσε το σήµα, και το ενεδρεύον ιππικό του εξόρµησε κατά του πλευρού των εξαντληµένων Γότθων.

Το άλλοτε περήφανο Γοτθικό ιππικό είχε τώρα µεταµορφωθεί σε µια «µάζα» ιππέων, ευρισκοµένων σε πλήρη σύγχυση, που βάλλονταν και από τις δύο πλευρές και δέχονταν την εχθρική έφοδο στα νώτα σχεδόν. Αµέσως ο Ναρσής διέταξε γενική αντεπίθεση.

Οι Γότθοι δεν άντεξαν.Έστρεψαν τα νώτα στους αντιπάλους τους και τράπηκαν όπως µπορούσαν σε άτακτη φυγή, διωκόµενοι από τους Βυζαντινούς ιππείς.

Σε αυτήν ακριβώς τη φάση της µάχης ήταν που οι Γότθοι υπέστησαν τις βαρύτερες τους απώλειες.

Τα βέλη των βουκελάριων, των Ούννων και των καβαλαρίων τούς θέριζαν κυριολεκτικά. Ανάµεσα στα 8.000 θύµατα του Γοτθικού Στρατού ήταν και ο Τοτίλας. ∆ύο ιστορίες σχετικά µε τον θάνατό του έχουν διασωθεί.

Η πρώτη αναφέρει ότι ο Τοτίλας βρήκε τον θάνατο κατά την υποχώρηση από βέλος Βυζαντινού ιππέα. Η δεύτερη είναι παρεµφερής και αναφέρει ότι ο Τοτίλας πληγώθηκε από βέλος κατά τη διάρκεια της µάχης και πέθανε από το τραύµα του λίγες ηµέρες αργότερα.

Η νίκη του Ναρσή ήταν πλήρης και σχεδόν ανέξοδη σε αίµα. Οι Γότθοι πάντως, παρά τη συντριπτική τους ήττα, δεν εγκατέλειψαν τον αγώνα. Ανακήρυξαν βασιλιά τους τον υπαρχηγό του Τοτίλα, Τεία, και άρχισαν να συγκεντρώνουν εκ νέου δυνάµεις. Στο µεταξύ ο Ναρσής ανακατέλαβε τη Ρώµη και βάδισε κατά της Κύµης, της οχυρής πόλης της Καµπανίας, στην οποία φυλάσσονταν οι γοτθικοί θησαυροί.

Προς ενίσχυση της φρουράς της Κύµης, έσπευσε φυσικά και ο Τείας, ώστε να προστατεύσει τους θησαυρούς του – χωρίς χρήµατα δεν θα ήταν δυνατό να συνεχίσει επί µακρόν τις επιχειρήσεις.

Ο Ναρσής είχε φτάσει πρώτος στην Κύµη και είχε αρχίσει να την πολιορκεί. Σε λίγες µέρες έφτασε και ο Γοτθικός Στρατός στην περιοχή. Επιχειρώντας να άρουν την πολιορκία της πόλης, οι Γότθοι συγκρούονταν καθηµερινά µε τους Βυζαντινούς.

Τους δύο στρατούς χώριζε ο µικρός ποταµός ∆ράκοντας. Οι Γότθοι είχαν κατασκευάσει γέφυρα επί του ποταµού, την οποία είχαν οχυρώσει µε ξύλινους πύργους και πολεµικές µηχανές.

Μέσω της γέφυρας αυτής, περνούσαν στην ελεγχόµενη από τους Βυζαντινούς όχθη και αψιµαχούσαν µαζί τους. Οι Γότθοι είχαν στα νώτα τους τη θάλασσα.

Έτσι ανεφοδιάζονταν από Μοίρα του στόλου τους. Σύντοµα όµως η δυνατότητά τους αυτή εξαλείφθηκε. Ορισµένοι αναφέρουν ότι η γοτθική Μοίρα αυτοδιαλύθηκε όταν ο Ναρσής δωροδόκησε τον επικεφαλής της.

Άλλοι πάλι κάνουν λόγο για διάλυσή της από το βυζαντινό ναυτικό.

Ό,τι και αν συνέβη πάντως, το αποτέλεσµα ήταν η διακοπή του εφοδιασµού του Γοτθικού Στρατού µε τις ανάλογες συνέπειες.

Ο Τείας αναγκάστηκε κατόπιν αυτού να αποσύρει τον στρατό και να στρατοπεδεύσει στις υπώρειες του όρους Γάλακτος (Lactarius). Αποκλεισµένος εκεί, ο Γοτθικός Στρατός άρχισε να λιµοκτονεί.

Έτσι ο Τείας αναγκάστηκε να εξαπολύσει αιφνιδιαστική επίθεση κατά των αντιπάλων, φιλοδοξώντας να εξέλθει από την παγίδα στην οποία τον είχε παρασύρει η τυφλή του τόλµη.

Η πρώτη επίθεση των Γότθων αποκρούστηκε. Ακολούθησε και δεύτερη, η οποία αποκρούστηκε επίσης. Ύστερα από τις αποτυχηµένες εφόδους, στις οποίες έπεσε και ο Τείας, οι Γότθοι άρχοντες αναγκάστηκαν να ζητήσουν συνθηκολόγηση (553 µ.Χ.). Τελικά επιτεύχθηκε συµφωνία µεταξύ των δύο πλευρών, βάσει της οποίας οι Οστρογότθοι υπόσχονταν να αποχωρήσουν από την Ιταλία.

Αρκετοί τήρησαν την υπόσχεσή τους. Άλλοι πάλι κινήθηκαν βόρεια και εγκαταστάθηκαν στη βόρεια Ιταλία. Συνέχισαν ωστόσο να δηµιουργούν προβλήµατα στον Ναρσή.

Παρά τις νίκες του Βυζαντινού Στρατού, η ειρήνη δεν έµελλε να επικρατήσει ακόµα στην Ιταλία. Οι ηττηµένοι Γότθοι βρήκαν έναν αναπάντεχο σύµµαχο στο πρόσωπο του Φράγκου βασιλιά Θεοδεβάλδου.

Αυτός ο βασιλιάς της Μεροβίγιας δυναστείας απέστειλε σηµαντική βοήθεια στους Γότθους οµοφύλους του.

Ένας στρατός 75.000 Φράγκων, Αλαµανών, Θουρίγγιων και άλλων Γερµανών, υπό τους δούκες Λοθάριο και Βουτελίνο, διέσχισαν τον Πάδο και κινήθηκαν προς την κάτω Ιταλία.

Ο Ναρσής εκείνη την περίοδο (553 µ.Χ.) βρισκόταν ακόµα στη νότια Ιταλία. Στο άκουσµα όµως της είδησης της φραγκικής εισβολής κινήθηκε ταχύτατα, επικεφαλής ισχυρών δυνάµεων προς την περιοχή.

Ο χειµώνας όµως του 554 µ.Χ. αποδείχτηκε ιδιαίτερα δριµύς. Έτσι οι επιχειρήσεις διακόπηκαν και οι δύο στρατοί διαχείµασαν στις περιοχές που κατείχαν.

Την άνοιξη του 555 µ.Χ., οι επιχειρήσεις επαναλήφθηκαν. Οι Φράγκοι χώρισαν τις δυνάµεις τους.

Οι δυνάµεις του Λοθάριου κινήθηκαν προς Βορρά,  προσπαθώντας να γυρίσουν στην πατρίδα αφού µαστίζονταν από επιδηµική ασθένεια, ενώ οι δυνάµεις του Βουτελίνου, ευρισκόµενες σε καλύτερη κατάσταση, κινήθηκαν νότια για να κατακτήσουν την Ιταλία.

Η εµπροσθοφυλακή της στρατιάς του Λοθάριου έπεσε τελικά σε βυζαντινή ενέδρα και διαλύθηκε. Ελάχιστα µόνο υπολείµµατα της στρατιάς αυτής έφτασαν στις φραγκικές χώρες. Ο ίδιος ο Λοθάριος πέθανε από ασθένεια.

Ο Βουτελίνος όµως συνέχισε την πορεία του επί ιταλικού εδάφους.

Τελικά οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στην περιοχή της Καµπανίας κοντά στην πόλη Καπύη, στην τοποθεσία Κασίλινουµ. Ο Βουτελίνος επιθυµούσε να επισπεύσει τη σύγκρουση γιατί και ο δικός του στρατός µαστιζόταν τώρα από επιδηµία.

Υπερείχε άλλωστε και αριθµητικά. Σύµφωνα µε τον Αγαθία, ο Φραγκικός Στρατός διέθετε περί τους 30.000 άντρες, πεζούς στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Απέναντί τους ο Ναρσής δεν διέθετε περισσότερους από 18.000 στρατιώτες.

Ο Βουτελίνος έταξε τους άντρες του σε τρεις τεράστιες σφήνες, µε µεγάλο βάθος. Πρόθεσή του ήταν να διασπάσει το βυζαντινό κέντρο.

Για να αντιµετωπίσει αυτή την απειλή, ο Ναρσής σχηµάτισε το κέντρο του από τµήµατα βαρέως πεζικού, µε βαριά θωρακισµένους «προµάχους» στην πρώτη γραµµή. Η βυζαντινή φάλαγγα ήταν ενισχυµένη στα άκρα της, όπως περίπου η αθηναϊκή οπλιτική φάλαγγα στη µάχη του Μαραθώνα.

Πίσω από το βαρύ πεζικό τάχθηκαν σώµατα τοξοτών για να υποστηρίζουν το βαρύ πεζικό µε υπερκείµενα πυρά. Πίσω από το πεζικό τάχθηκε ένα τµήµα ιππικού. Άλλοι 3.000 ιππείς τάχθηκαν στο δεξιό, µε επικεφαλής τον ίδιο τον Ναρσή.

Στο αριστερό τάχθηκαν 1.500 ιππείς. Άλλοι 2.000 ιππείς τάχθηκαν σε ενέδρα, πίσω από το δεξιό πλευρό των Φράγκων, καλυµµένοι από δάσος.

Η µάχη άρχισε µε ορµητική επίθεση του φραγκικού πεζικού κατά του βυζαντινού κέντρου.

Αυτή τη φορά όµως οι βάρβαροι κατόρθωσαν να επιτύχουν ρήγµα στο βυζαντινό µέτωπο.

Η την κατάλληλη στιγµή εµπλοκή των εφεδρειών όµως έφραξε το ρήγµα. Ακολούθησε γενική αντεπίθεση του βυζαντινού ιππικού. Οι Φράγκοι σχεδόν περικυκλώθηκαν, και κυριολεκτικά αφανίστηκαν.

Οι πηγές αναφέρουν ότι από τους 30.000 άντρες του Βουτελίνου, µόνο πέντε επέστρεψαν στην πατρίδα τους!

Ύστερα από την επιτυχία αυτή, η Ιταλία έγινε επιτέλους βυζαντινή επαρχία. Ωστόσο ένας Γότθος αρχηγός, ο Ράγναρης ή Γάγναρης, συγκέντρωσε 7.000 άντρες και επαναστάτησε κατά των Βυζαντινών.

Σύντοµα όµως η επανάσταση αυτή καταπνίγηκε από τον Ναρσή. Τελικά ο πόλεµος έληξε οριστικά το 561 µ.Χ., ύστερα από την καταστολή και νέας επανάστασης των Γότθων, σε συνεργασία µε τους Φράγκους.

Ύστερα από 28 έτη σκληρού αγώνα, η Ιταλία ήταν και πάλι βυζαντινή. Πρώτος διοικητής (Έξαρχος) της επαρχίας διορίστηκε δικαιωµατικά ο Ναρσής.

Σύντοµα πάντως το µεγαλύτερο τµήµα της χώρας θα χανόταν και πάλι για τους Βυζαντινούς από την εισβολή των Λογγοβάρδων στη χώρα.

Η αυτοκρατορία ωστόσο διατήρησε κτήσεις στην Κάτω Ιταλία έως τον 12ο αιώνα µ.Χ. Στα χωριά της Σικελίας και της Καλαβρίας άλλωστε ακόµα οι «Γκρεκάνοι» κάτοικοί τους µιλούν κάποια ελληνική διάλεκτο.

Πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *