web analytics
ΕπικαιροΠολιτικη

Μπορεί και να νικήσει και να κυβερνήσει η Δεξιά στην Ιταλία;

Το διεθνές κατεστημένο δεν «καίγεται» στη συγκεκριμένη συγκυρία για μία επικράτηση της δεξιάς στην Ιταλία.

Την ώρα που οι δημοσκοπήσεις τη φέρουν σε θέση πρωταγωνιστή για τις επερχόμενες εκλογές του Σεπτεμβρίου, παρά την αβέβαιης εκλογικής κεφαλαιοποίησης συμμαχία του σοσιαλκεντρώου Δημοκρατικού Κόμματος (Pd) με το διευρυμένο κέντρο (Azione του Καλέντα και τον Ντι Μάγιο), μία νίκη της δεξιάς παράταξης (Λέγκα, Αδέλφια της  Ιταλίας, Forza Italia) δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.  Και δεν θα πρέπει επίσης να θεωρείται εφικτή, καθώς προσκρούει σε πολλές δυσκολίες, μιας και είναι μια σωρεία από εσωτερικούς, εξωτερικούς και κυρίως διεθνείς «κατεστημένους» παράγοντες, που τα τελευταία χρόνια επηρεάζουν και συχνά καθορίζουν την άσκηση της ιταλικής πολιτικής και που δεν θα αντιμετώπιζαν ευμενώς μία κυβέρνηση με την παρούσα αντιστοιχία δυνάμεων και συσχετισμών.

Βέβαια και στο παρελθόν υπήρξαν κυβερνήσεις στις οποίες συνέπραξαν (με τις προγενέστερες μορφές τους, όσον αφορά τη Λέγκα και το ακροδεξιό κόμμα της Τζόρτζια Μελόνι) και τα τρία κόμματα, χωρίς ο διεθνής, ευρωπαϊκός και ημεδαπός παράγοντας να δείχνει εφεκτικότητα. Τότε όμως η Λέγκα του Βορρά του Μπόσι και η Εθνική Συμμαχία του Φίνι -που διακήρυττε την φιλοευρωπαϊκο-ατλαντική στροφή του- ήταν τα ελάσσονα στοιχεία που στήριζαν το κόμμα του Μπερλουσκόνι. Σήμερα η Forza Italia, οικτρή σκιά του παρελθόντος, συνιστά τη βακτηρία της παράταξης, που οι παραπάνω παράγοντες της εξωθεσμικής ή υπερεθνικής εξουσίας, υποπτεύονται για τον αντισυστημισμό τους. Ιδίως όταν το ακροδεξιό FdI της Μελόνι -που δεν έχει διακόψει τους δεσμούς της με ηγέτες όπως τον Όρμπαν στην Ουγγαρία και την ακροδεξιά παράταξη στην Ευρώπη και τους υπερσυντηρητικούς (Μπάνον) στις ΗΠΑ- είναι σήμερα το πρώτο κόμμα στον συνασπισμό και με σημαντική απόσταση από τους άλλους δύο εταίρους, τη FI και τη Λέγκα, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το ήμισυ των ποσοστών του.

Εκατό χρόνια μετά την Πορεία προς τη Ρώμη (28 Οκτωβρίου 1922) του Μουσολίνι, πολλοί κάνουν τον παραλληλισμό μίας νέας Πορείας στη Ρώμη των Μελόνι και Σαλβίνι. Εάν μάλιστα προστεθεί και η επιτακτική απαίτηση της Μελόνι ώστε ο μέλλων/ουσα πρωθυπουργός να αναδειχθεί από την πρωτεύουσα παράταξη στην κάλπη, εμπνέει ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία στους ηγεμονικούς κύκλους σε Ιταλία, Ε.Ε. ή ακόμη και στις ΗΠΑ.

Παρά την οξυδέρκεια της Μελόνι, που από νωρίς σπεύδει να δηλώνει orbi et urbi πίστη στα ευρωατλαντικά ιδεώδη, με γοερές διακηρύξεις της ακροδεξιάς ηγέτιδας υπέρ του πολέμου στην Ουκρανία και τον εξοπλισμό, παρά τις καθησυχαστικές της κινήσεις προς την Ε.Ε., τα ευρωατλαντικά  κέντρα τηρούν στάση ανήσυχης αναμονής. Τα ίδια κέντρα, ας θυμηθούμε, στο παρελθόν παρενέβησαν -ακόμη και με τον Μπερλουσκόνι, ή αργότερα με τον Κόντε- με ωμό τρόπο συχνά για να τοποθετήσουν τα δικά τους ανδρείκελα (κάποτε ο Τσάμπι, ο Μόντι, τώρα ο Ντράγκι) για να προωθήσουν την πολιτική που επιδίωκαν για την Ιταλία. Ξέχωρα από το γεγονός ότι από το 1996 (την πρώτη ήττα του Μπερλουσκόνι) έως σήμερα τα διάφορα κεντρο-αριστερά κυβερνητικά σχήματα και ιδίως το Pd, εξυπηρέτησαν με μεγαλύτερη προθυμία και περισσή αποτελεσματικότητα τα ευρωατλαντικά συμφέροντα: οι εξωφρενικές ιδιωτικοποιήσεις επί Ρομάνο Πρόντι -με ιθύνοντα νου θυμίζουμε τον Μάριο Ντράγκι- οι βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία επί Ντ’ Αλέμα, το Jobs Act του Ματέο Ρέντσι, το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης επί Ντράγκι με τον Ενρίκο Λέτα του Pd σε ενεργητικότατο ρόλο σ’ αυτό. Η εμμονή της Μελόνι για την πρωθυπουργία και τον καθορισμό των υποψηφίων, παρά το γεγονός ότι -ακόμη και από τη Λέγκα προωθείται η συμβιβαστική λύση του Αντόνιο Ταγιάνι-, βρίσκει απρόθυμους τους Ευρωπαίους και τους παράγοντες της ηγεμονίας στην Ιταλία. Ιδίως όσο δεν αποτυπώνεται και από τα τρία κόμματα ένα φιλο-ευρωατλαντικό κοινό σημείο συμφωνίας, που θα ήρε κάθε καχυποψία απέναντί τους.

Πέρα από τη Μελόνι, τα ίδια κέντρα ανησυχούν ιδιαίτερα για την ύπαρξη και την επιρροή που ασκεί ακόμη στο κεντροδεξιό στρατόπεδο ο Ματέο Σαλβίνι. Η σκιά των προηγούμενων δεσμών του με τον Πούτιν, την υποψία (;) ότι εξακολουθεί να συνομιλεί με τους Ρώσους, αλλά και το βάρος των κατηγοριών ότι έριξε την κυβέρνηση Ντράγκι (με τον Τύπο να διατείνεται πως το έπραξε  για να ευχαριστήσει τον ηγέτη του Κρεμλίνου) συδαυλίζουν ακόμη περισσότερο τις υποψίες των εξωκυβερνητικών κέντρων εξουσίας. Ιδίως όταν η Ρωσία στο εγγύς παρελθόν υπήρξε ένας προνομιακός εμπορικός εταίρος της Ιταλίας που θα πρέπει πλέον να βρει έναν επάξιο αντικαταστάτη για να ισοσκελίσει τις οικονομικές απώλειες που υφίσταται η τυφλή προσάρτησή της στις πολεμικές και γεωπολιτικές σκοπιμότητες που προκάλεσαν τη σύρραξη στην Ουκρανία. Το προϋπάρχον υψηλό ποσοστό εξαγωγών και η απουσία Ρώσων τουριστών στην Ιταλία, που φέτος όσο ποτέ έχει γίνει αισθητή, αργά ή γρήγορα, όταν τελειώσει ο πόλεμος και με όποια κυβέρνηση προκύψει, θα πρέπει να οδηγήσουν σε αποκατάσταση των καλών σχέσεων με τη Ρωσία. Και αυτό θα πρέπει να γίνει με όρους και τρόπους που να μη συγκρούονται με τις ευρωατλαντικές επιλογές, που θέλουν σώνει και καλά την ήττα της Ρωσίας αλλά και για την εφαρμογή του ήδη εξυφασμένου οικονομικού προγράμματος για την Ιταλία.

Γι’ αυτό δεν πρέπει να προκύψει μία κυβέρνηση με αντικειμενικά αγαστές σχέσεις με το Κρεμλίνο. Εύλογη είναι η αποβλεπτικότητα των κύκλων αυτών να προωθήσουν και μέσω του Τύπου τα σενάρια για διαδικασίες αντικατάστασης μετεκλογικά του Σαλβίνι με πιο φιλο-ντραγκικά στοιχεία (πχ Τζορτζέτι) στην παράταξή του, προκειμένου να διευκολυνθεί μία κυβερνητική ανακατάταξη τύπου Ντράγκι ή ακόμη και Ταγιάνι. Αλλά κι η μορφή του Μπερλουσκόνι, παρότι αυτόπροτείνεται ως εγγυητής για τη συμμόρφωση της παράταξης στο ευρωατλαντικό ιδεώδες και ως υπερκομματικός statesman στο εσωτερικό, αμαυρώνεται από τις προηγούμενες στενές σχέσεις με τον Πούτιν -τις οποίες μάλιστα πάσχισε να κεφαλαιοποιήσει, θέλοντας να ξανακερδίσει πολιτική εμπιστοσύνη ως διαμεσολαβητής για την ειρήνευση.

Εν ολίγοις, φαίνεται αυταπόδεικτο ότι το διεθνές κατεστημένο δεν «καίγεται» στη συγκεκριμένη συγκυρία για μία επικράτηση της δεξιάς στην Ιταλία. Εκείνο που ο διεθνής παράγοντας θα επιθυμούσε στην προκειμένη περίπτωση είναι να επικρατήσουν άλλες πιο προβλέψιμες πολιτικές  δυνάμεις, που τάσσονται αναφανδόν, δίνουν γη και ύδωρ, σε αυτό το κατεστημένο, προκειμένου να παίξει όλα τα παιχνίδια που θέλει στην ιταλική επικράτεια, ακόμη κι όταν αυτά συγκρούονται άμεσα με τα εθνικά συμφέροντα  -όπως έγινε επί κυβερνήσεως Ντράγκι. Ιδού λοιπόν ο λόγος γιατί σχεδόν όλος ο Τύπος έχει αποδυθεί σε μία δυσφήμιση της δεξιάς ως αυτόνομης κυβερνητικά παράταξης και όχι ως βακτηρίας σε μία «βολική» κυβέρνηση. Εννοείται πως οι κριτικές εστιάζονται στην αντι-ευρωπαϊκή διάσταση του καταστατικού χαρακτήρα της Λέγκας και του FdI, ενώ από την άλλη αποσιωπάται ο βασικός ρόλος της Ε.Ε. ή του ΝΑΤΟ στην παρακμή της ιταλικής πολιτικής και στον μαρασμό της οικονομίας της, υπό την καθοδήγηση της ελίτ των «αξίων». Όσο περνούν οι μέρες, ελίτ και Τύπος όλο και περισσότερο υπαινίσσονται πως μία νέα κυβέρνηση εθνικής ενότητας (ακόμη κι υπό τον Ντράγκι πάλι) είναι αναγκαία για τη χώρα. Μία ενότητα που δεν μπορεί να την εγγυηθεί η δεξιά, που σύμφωνα με τα συντονισμένα κέντρα δεν μπορεί ούτε καν να εξασφαλίσει στο εσωτερικό της. Η σημερινή κεντροδεξιά, όπως προείπαμε, δεν είναι εκείνη του 2011, οπότε μπροστά στο συμφέρον μπόρεσε να αποτάξει τον Μπερλουσκόνι για να συμπράξει υπέρ του Μόντι (για να καταστρέψει την εξωτερική πολιτική της και την οικονομία με τον βομβαρδισμό της Λιβύης και την πολιτική της λιτότητας). Έτσι, η ασυμβατότητα των σημερινών τριών κομμάτων της δεξιάς στην Ιταλία προβάλλεται σε υπερθετικό βαθμό, ώστε να επικρατεί ήδη μία αβεβαιότητα για την όποια μετεκλογική μακροημέρευσή της. Ιδίως όταν οι εσωτερικές διαφορές μετουσιώνονται σε αδυναμίες συμφωνίας και μικροανταγωνισμούς για τους υποψηφίους και σε μικρο-διασπάσεις και διαρροές, που μεγεθύνουν την εικόνα της συμμαχίας για βραχύβιους μόνον στόχους.

Άλλωστε οι ιστορικοπολιτικές συνθήκες, που άλλοτε έτρεφαν παρόμοιες συγκολλήσεις, έχουν αποδείξει τις εγγενείς αδυναμίες και την αποτυχία τους, επαναφέροντας στη μνήμη τις ημέρες του 1994. Τότε που μετά την υποκινημένη κρίση των «Καθαρών Χεριών», ο Μπερλουσκόνι αντιπροσώπευε τη ρήξη με το πολιτικό κατεστημένο, ο Μπόσι ενσάρκωνε τον τοπικισμό του Βορρά -που πίστευε στην αυτάρκειά του και στη ληστρικότητα του Νότου και ο Φίνι αποποιείτο το νεοφασιστικό παρελθόν του Msi. Τότε όμως και τα τρία κόμματα όμνυαν στην ευρωπαϊκή προοπτική του Μάαστριχτ, ενώ σήμερα πιστώνεται στον Σαλβίνι ότι μετέτρεψε τη Λέγκα σε εθνικιστικό κόμμα, που προωθεί ένα εθνοκυριαρχικό πρόγραμμα, που το απομακρύνει από τις διαδικασίες ευρωατλαντικής συμμαχίας. Κατηγορείται ακόμη ότι δεν έχει αποφασίσει μεταξύ ακροδεξιάς και του ασαφούς οράματός της για τη διακυβέρνηση της Ιταλίας και το ευρωπαϊκό «πεπρωμένο» της.

Με τον Μπερλουσκόνι να βρίσκεται σε μία φθίνουσα πορεία και να επιμένει στην προσωπολατρία του, που δεν αποτελεί εγγύηση για την ενότητα, η αναβίωση του 1994, οπότε παρά τη νίκη της η δεξιά διασπάσθηκε επτά μήνες μετά στα εξ ων συνετέθη, είναι ορατή. Μάλιστα, υπό ορισμένες απόψεις και το σημερινό πρόγραμμα που παρουσιάζει ο Μπερλουσκόνι, στις βασικές γραμμές του, στην οικονομία, τον «αντικομμουνισμό», κλπ θυμίζει το εκλογικό του μανιφέστο του 1994.  Αλλά δεν είναι μόνον το προηγούμενο του ‘94, αλλά είναι και η συγκυρία του 2008 που επίσης δεν συνηγορεί υπέρ της κεντροδεξιάς. Γιατί το 2022 να είναι διαφορετικό από το 1994 ή το 2008; Τη στιγμή μάλιστα που κανένα από τα κόμματα δεν συμφωνεί, με κίνδυνο να επαναληφθούν τα σφάλματα του παρελθόντος, στο βασικό περίγραμμα όχι μόνον του μοιράσματος των υποψηφίων -όπως αποδείχθηκε και με την ασυνεννοησία στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές, με ολέθρια αποτελέσματα- αλλά κυρίως του κυβερνητικού προγράμματος; Το FdI υποστηρίζει τον απολυταρχικό πρωθυπουργισμό, η Λέγκα πασχίζει να προωθήσει την «περιφερειοκρατία», που θα στερεώνει την πρωτοκαθεδρία της στον Βορρά. Το δε, FI συνεισφέρει μεν με μια πραγματικά φιλοευρωπαϊκή πολιτική, που όμως δεν συμφωνεί 100% με την καθηγεμόνευση των Βρυξελλών και διακηρύσσει την αναθεώρηση των Συνθηκών.

Σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, η δεξιά στην Ιταλία παρουσιάζεται ανίκανη να αντιτάξει στην εικόνα του Ντραγκικού κυρίως μοντέλου μία πειστική ότι θα μετουσιωθεί σε στιβαρή μετεκλογική πολιτική πρόταση. Δεν αρκεί να καρπώνεται την αγανάκτηση του κόσμου ή την ευνοϊκή για εκείνη αποστροφή του εκλογικού σώματος από τη διαδικασία της κάλπης. Η αδυναμία της θρυμματισμένης δεξιάς που προέκυψε από την ανακατανομή των πολιτικών δυνάμεων που επιβλήθηκε μετά τα «Καθαρά Χέρια» να ανασύρει ή εφευρίσκει έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή, σήμερα έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον καχυποψίας απέναντί της, που κι εκλογικά, αλλά κυρίως μετεκλογικά ενδέχεται να της στοιχίσει την εξουσία.

Γιώργης-Βύρων Δάβος

#(Ο Γιώργης-Βύρων Δάβος εργάζεται ως δημοσιογράφος και κριτικός Τέχνης και διδάσκει Αισθητική στην Ακαδημία της Μπρέρα (Μιλάνου) και Κοινωνιογλωσσολογία και Λογική Φιλοσοφία της Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο του Βίγο (Ισπανία), ενώ στον ελεύθερο χρόνο του….γράφει.)

Πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *