29 Μαίου 1453, η δεύτερη άλωση της Πόλης. Η Σκύλα και η Χάρυβδη…..
(γράφει ο Οδυσσεύς)
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Τα όσα κακά προξένησαν οι βάρβαροι της Δύσεως στον πανανθρώπινο ελληνικό πολιτισμό κατά την άλωση της Πόλης και μετά από αυτή, μπορεί πράγματι να θεωρηθεί σαν πλησίασμα του σκάφους της Ρωμηοσύνης προς ένα από τα θηρία, τη Σκύλα ή τη Χάρυβδη. Η ζημιά που υπέστη ήταν τόσο μεγάλη, ώστε πλην των άλλων, αποδυνάμωσε την Αυτοκρατορία και την κατέστησε ανίσχυρη στο να μπορέσει λίγο αργότερα να αντιμετωπίσει επιτυχώς τους εξ ανατολών βαρβάρους, που ξεκινώντας σαν ολιγάριθμη ομάδα, είχαν κιόλας καταφέρει να πολλαπλασιαστούν και να καταλάβουν τις ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας.
Η προώθησή τους προς τα δυτικά έμελε να έχει καταστροφικά αποτελέσματα και αποδίδεται από την παρομοίωση με πλησίασμα του σκάφους της Ρωμηοσύνης προς τη Χάρυβδη. Τελικό αποτέλεσμα ήταν η απώλεια των εδαφών της Αυτοκρατορίας και τελικά και η απώλεια της ίδιας της Πόλης.
Στην απώλεια αυτή, μεγάλο ρόλο έπαιξε το τραγικό 1204 μ.Χ. Σύντομη παρουσίαση της περιόδου 1204 – 1453 μ. Χ δείχνει την αιτιολογική σχέση της αλώσεως του 1204 με την άλωση του 1453.
Με την άλωση της Πόλης το 1204 διαλύθηκε η ισχυρή Ρωμανία. Οι Ρωμαίοι μετά την ήττα τους από τους Φράγκους, αποτραβήχτηκαν από την Πόλη, ίδρυσαν μικρότερα κρατίδια που δεν ενώθηκαν ποτέ και συνέχισαν τον πόλεμο κατά των Φράγκων κατακτητών. Το σπουδαιότερο από τα κρατίδια αυτά, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, έγινε αρκετά ισχυρό και το 1261 ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η Παλαιολόγος, κατάφερε και απελευθέρωσε την Πόλη, διώχνοντας τους Φράγκους και διαλύοντας το αδύναμο λατινικό κρατίδιο που οι Φράγκοι είχαν ιδρύσει στη Βασιλεύουσα. Το χτύπημα όμως του 1204 ήταν τόσο ισχυρό, ώστε η Ρωμανία, παρά την επανάκτηση της Πόλης, δεν ξαναζωντάνεψε ποτέ. Η παρουσία των Αυτοκρατόρων της δυναστείας των Παλαιολόγων, κάποιοι από τους οποίους ήταν αρκετά ικανοί και γενναίοι, μπόρεσε μόνο να παρατείνει τη ζωή της για 200 περίπου χρόνια και τίποτε περισσότερο.
Τα 200 αυτά χρόνια χαρακτηρίζονται από τους πολέμους εναντίον των Φράγκων που επιχειρούσαν να ανακαταλάβουν την Πόλη, αλλά κυρίως από την επέλαση των Οθωμανών Τούρκων και την σταδιακή κατάληψη των εδαφών της Ρωμανίας τόσο στην Μικρά Ασία, όσο και στα Βαλκάνια. Όλοι οι Παλαιολόγοι προσπάθησαν να σώσουν την Αυτοκρατορία επιζητώντας βοήθεια από την Δύση και προσφέροντας σαν αντάλλαγμα την ένωση των εκκλησιών, με ουσιαστική υποταγή της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στην παπική.
Το 1430 ο Ιωάννης Η Παλαιολόγος, παραχώρησε οικιοθελώς τη Θεσσαλονίκη στους Λατίνους, ελπίζοντας ότι θα την υπερασπισθούν καλύτερα και θα την σώσουν από τους Οθωμανούς. Εκείνοι όμως σχεδόν χωρίς μάχη την εγκατέλειψαν και οι Οθωμανοί την κατέλαβαν και κατέσφαξαν τον πληθυσμό της.
Ο Ιωάννης Η Παλαιολόγος έπεισε τον Πάπα να καλέσει σύνοδο με θέμα την ένωση των εκκλησιών και την παροχή βοήθειας για την αντιμετώπιση των Οθωμανών, που είχαν καταλάβει σχεδόν όλη τη Ρωμανία, εκτός από μικρό μέρος στην περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως και μικρό μέρος στην Πελοπόννησο, το Δεσποτάτο του Μυστρά.
Οργανώθηκε έτσι η σύνοδος της Φεράρας – Φλωρεντίας που το 1439 κατέληξε σε συμφωνία ενώσεως των εκκλησιών, με αντάλλαγμα την παροχή βοήθειας από τη Δύση, που όμως ποτέ δε δόθηκε. Ούτε όμως και η ένωση των εκκλησιών έγινε δεκτή στην πράξη, διότι όταν οι υπογράψαντες την συμφωνία επέστρεψαν στην Πόλη, λαός και κλήρος τους αντιμετώπισαν σαν προδότες. Έτσι το 1448 Ο Ιωάννης Η Παλαιολόγος απεβίωσε λυπημένος, τον δε θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως κατέλαβε ο μικρότερος αδελφός του Κωνσταντίνος ΙΑ Παλαιολόγος, που έμελε να είναι ο τελευταίος Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς.
Οι συζητήσεις αυτές για ένωση των εκκλησιών, όχι μόνο δεν βοήθησαν τη Ρωμανία, αλλά τουναντίον την έβλαψαν.
Ο λαός χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα, τους “ενωτικούς” και τους “ανθενωτικούς” που μπορεί να μη συγκρούστηκαν μεταξύ τους, έχασαν όμως το φρόνημα και την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, στηρίζοντας τις ελπίδες τους σε άλλους και μάλιστα σε μέχρι προ ολίγου εχθρούς.
Όταν ο ελληνικής καταγωγής καρδινάλιος Ισίδωρος τέλεσε Θεία Λειτουργία στην Αγία Σοφία, ο στρατηγός Λουκάς Νοταράς είπε το παροιμιώδες: “κρειττότερον εστιν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν”, δηλαδή προτιμότερο να δούμε στην Πόλη να εξουσιάζει τούρκικο φέσι, παρά λατινική καλύπτρα. Ασφαλώς ο στρατηγός Νοταράς ήταν ανθενωτικός, και όπως όλοι οι ανθενωτικοί υποστήριζαν την άποψη ότι αν δεν καταφέρουμε με αποκλειστικά δικές μας δυνάμεις να παραμείνουμε ελεύθεροι, σημαίνει ότι έτσι απεφάσισε ο Θεός, να σκλαβωθεί η Αυτοκρατορία. Είναι όμως πιο ακίνδυνοι οι Τούρκοι, διότι μπορούν να σκλαβώσουν μόνο υλικά αντικείμενα από τους Φράγκους που επιχειρούσαν να σκλαβώσουν εκτός από την ύλη και το Ορθόδοξο Πνεύμα. Έβλεπαν δηλαδή πιό εύκολο να απαλλαγούν κάποτε από την οθωμανική δουλεία, από ότι το να απαλλαγούν από τη φράγκικη δουλεία.
Από την άλλη μεριά οι εύπιστοι ενωτικοί θεωρούσαν σίγουρη τη νίκη κατά των Οθωμανών, αν συμμετείχε στον αγώνα εναντίον τους και μία λατινική δύναμη, τουλάχιστον όση χρησιμοποιήθηκε και για να αλωθεί η Πόλη το 1204 μ.Χ.
Οι Παλαιολόγοι κάθε φορά που άρχιζαν συζητήσεις περί ενώσεως των εκκλησιών, έδιναν εντολή στους διαπραγματευτές τους να επιδιώξουν συμφωνία με τους παπικούς, ακόμη και αν οι διαπραγματευτές έβλεπαν ότι οι παπικοί σφάλουν θεολογικά. Όποια απόφαση και άν πάρθηκε όμως κάθε φορά, απορρίπτονταν από το λαό της Πόλης.
Ο Κωνσταντίνος γνώριζε καλώς το πόσο δραματική ήταν η κατάσταση το 1453 καθώς και τη γνώμη του λαού στο θέμα της ενώσεως των εκκλησιών και γι αυτό ο ίδιος αμφιταλαντευόταν, προσπαθώντας και κάποια πιθανή βοήθεια από τη Δύση να πάρει, αλλά και να μην δυσαρεστήσει το λαό. Έτσι από την πρώτη στιγμή παράλληλα με τις προσπάθειες να πάρει βοήθεια από τη Δύση, άρχισε να προετοιμάζει την άμυνα της Πόλης, στηριζόμενος στις δυνάμεις που η ίδια διέθετε.. Επισκεύασε τα τείχη και συγκέντρωσε μέσα στην Πόλη μεγάλες ποσότητες σιτηρών και λοιπών εφοδίων.
Όταν οι περίπου 150.000 Τούρκοι στρατιώτες παρατάχτηκαν προ των τειχών της Πόλης στις 6 Απριλίου 1453 σκέφτηκαν ότι θα ήταν απλός περίπατος το να καταλάβουν την Πόλη, αφού το σύνολο των υπερασπιστών της δεν ξεπερνούσε τις 8.500 υπερασπιστές. Η δύναμη αυτή απαρτίζονταν από 5.000 Ρωμαίους στρατιώτες, 2.000 Λατίνους που ήρθαν σαν βοήθεια από τη Δύση και 1000 έως 1500 Μοναχούς της Πόλης.
Από τις 2000 Φράγκους που στάλθηκαν να υπερασπισθούν την Πόλη, την κύρια δύναμη αποτελούσαν οι 700 Γενουάτες με αρχηγό τον Ιουστινιάνη, τον οποίο ο Αυτοκράτορας για να τον τιμήσει, τον διόρισε αρχιστράτηγο της άμυνας της Πόλης.
Ο αριθμητικά μικρός αυτός στρατός, κατάφερε και για περίπου 2 μήνες συνέτριβε κάθε επιθετική προσπάθεια των εχθρών, υποχρεώνοντας τον Μεχμέτ Β, τον αρχηγό των Τούρκων να βρεθεί προ αδιεξόδου και να διατάξει γενική επίθεση που προγραμματίστηκε για τις 29 Μαΐου. Στις 21 Μαΐου λίγο πριν την επίθεση, έστειλε αγγελιοφόρο στον Αυτοκράτορα ζητώντας του να του παραδώσει την Πόλη. Η απάντηση του Κωνσταντίνου ήταν αντάξια ενός Ρωμαίου Αυτοκράτορα και καθαρά σπαρτιατική:
” Το δε την πόλη σοι δούναι ουτ εμόν εστιν ουτ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη, κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών”, δηλαδή:
“το να σου παραδώσω την πόλη, δεν είναι στο χέρι ούτε το δικό μου, ούτε κάποιου άλλου κατοίκου της. Όλοι μας έχουμε αποφασίσει να αποθάνουμε με τη θέλησή μας χωρίς να υπολογίσουμε τις ζωές μας”.
Η επίθεση των Τούρκων άρχισε την Κυριακή των Αγίων Πάντων, στις 27 Μαΐου 1453, με διαρκείς κανονιοβολισμούς για να κάμψουν το ηθικό των υπερασπιστών, αλλά και να προξενήσουν μεγαλύτερη ζημία στα τείχη της Πόλης. Ο Δούκας, ένας από τους ιστορικούς της αλώσεως αναφέρει:
“…. Ο δε τύραννος ήρξατο ημέρα Κυριακή συνάπτειν πόλεμον καθολικόν. Και δή εσπέρας γενομένης ουκ έδωσεν ανάπαυσιν τοις Ρωμαίοις τη νυκτί εκείνη……”, δηλαδή:
“….Ο τύραννος άρχισε τη γενική επίθεση την Κυριακή και μέχρι το απόγευμα της Δευτέρας δεν άφησε τους Έλληνες να πάρουν ανάσα….”
Το βράδυ της Δευτέρας οι υπερασπιστές της Πόλης βρήκαν ευκαιρία και παρακολούθησαν την τελευταία Θεία Λειτουργία που έγινε στο ναό της Αγίας Σοφίας και κοινώνησαν των αχράντων μυστηρίων.
Όταν οι Τούρκοι λίγο μετά τα μεσάνυχτα εξαπέλυσαν την γενική επίθεση, βρήκαν τόσο ισχυρή αντίσταση, ώστε για 5 περίπου ώρες η μάχη ήταν αμφίρροπη. Ο Αυτοκράτωρ πολεμούσε στο πιό ευαίσθητο σημείο της άμυνας, στην πύλη του Αγίου Ρωμανού ως απλός στρατιώτης και διαρκώς ενθάρρυνε τους συναγωνιστές του: “στήτε ανδρείως αδελφοί, στήτε ανδρείως!…..”
Συνέβησαν όμως δύο απρόσμενα γεγονότα που έκριναν τη μάχη προς την πλευρά των Τούρκων. Το ένα από αυτά είναι ο σοβαρός τραυματισμός του γενναίου Ιουστινιάνη που συνέβη στο πιό κρίσιμο σημείο της μάχης. Οι Λατίνοι συμπολεμιστές του, παρέλαβαν τον αναίσθητο αρχηγό τους και αποχώρησαν από τη μάχη.
Το δεύτερο απρόσμενο ήταν η είσοδος Τούρκων εντός των τειχών από κάποια μικρή πόρτα, την κερκόπορτα που ήταν αφύλακτη και που απρόσμενα βρέθηκε ανοικτή. Αυτό έφερε τους Τούρκους στα νώτα των υπερασπιστών της Πόλης και κυριολεκτικά έκρινε την εξέλιξη της μάχης.
Ο Κωνσταντίνος βλέποντας την άμυνα της Πόλης να καταρρέει, πέταξε τα βασιλικά ενδύματα και μαζί με τους συντρόφους του κατέπεσαν με γυμνά ξίφη κατά των εισβολέων κράζοντας: “Η Πόλις χάνεται και εγώ ζω ακόμη;”
Ο κύβος είχε ριφθεί! Αφού δεν μπορούσε να σώσει την Πόλη, έπρεπε να κερδίσει έναν έντιμο θάνατο! Αρκετή ώρα αργότερα, έπεσε μαχόμενος.
Οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να αναγνωρίσουν ποιος από όλους τους νεκρούς Ρωμαίους ήταν ο Αυτοκράτορας, διότι ο Κωνσταντίνος είχε πετάξει κιόλας τα βασιλικά ρούχα που θα τον έκαναν αναγνωρίσιμο. Λίγο μετά το θάνατο του Αυτοκράτορα, ακούστηκε απ` άκρη εις άκρη στην Πόλη η είδηση: “Η Πόλις εάλω!”
Αυτό έφερε γενική αναταραχή στον πληθυσμό, που δεν ήξερε πλέον πως να σωθεί. Μεγάλο μέρος συγκεντρώθηκε στο ναό της Αγίας Σοφίας, ελπίζοντας ότι εκεί θα σωθούν. Εκεί τους βρήκαν και τους κατέσφαξαν οι Τούρκοι.
Η λεηλασία και οι σφαγές που ακολούθησαν, είχαν διάρκεια 3 ημέρες. Κανένας δεν γνωρίζει πόσος ακριβώς πληθυσμός θανατώθηκε. Όσοι βρέθηκαν μπροστά τους τις 3 αυτές μέρες, ανεξαρτήτως ηλικίας σφαγιάζονταν, ή τους έπαιρναν ως αιχμαλώτους.
Σε ότι αφορά τα υλικά αγαθά, ότι θεωρούσε κάθε Οθωμανός στρατιώτης ότι του χρειαζόταν, το οικειοποιούνταν. Τα διάφορα έργα τέχνης ή τα βιβλία, μη έχοντας κάποια εμφανή αξία για τους βαρβάρους, καταστρέφονταν, ώστε μπορούμε να πούμε ότι δεν περίσσεψε τίποτε. Οι ναοί μετατράπηκαν σε τζαμιά και παραδόθηκαν στους μουσουλμάνους. Ένα πυκνό σκοτάδι σκέπασε την άλλοτε κραταιά Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που έμελε να διαρκέσει αιώνες.
ΟΙ Ρωμαίοι μετατράπηκαν σε ραγιάδες και το μόνο που τους απέμεινε ήταν ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, μαζί με τους υπόλοιπους μύθους που γεννήθηκαν μετά την άλωση και τους συντρόφεψαν όλα τα χρόνια της δουλείας που ακολούθησαν.
(συνεχίζεται)